Τι να πει κανείς για τη βοή των νερών; Σε μεταφέρει σε άλλους κόσμους αφού μερικές φορές ακούγεται σαν ήχος φωνής. Είναι σαν να μιλάει μέσα στην ψυχή σου και για να είμαι πιο σαφής θα σας πω την ιστορία εκείνη που ήταν σαν να συνομιλούσα με την νύμφη που κατοικούσε στον αρχαίο κόσμο των υδάτων.
Οι κάτοικοι της περιοχής μεγέθυναν όσο πιο πολύ μπορούσαν τις φήμες για εκείνη που παρουσιάζονταν μπροστά τους με φονικές διαθέσεις. Ήταν κάτι σαν δεισιδαιμονία πραγματοποιημένη. Νόμιζαν πως εκείνη θα έπραττε όπως όριζαν οι φριχτοί καταραμένοι κανόνες, ότι θα τους επισκέπτονταν στον ύπνο τους απλά και μόνο επειδή ανέφεραν το όνομά της.
Μα τι χαζομάρες, έλεγα από μέσα μου καθώς οι χωριανοί μου ανέφεραν την κατάρα που σκέπαζε το χωριό σαν μαύρο πέπλο. Η αλήθεια ήταν πως το μέρος ζούσε παίρνοντας τα λεφτά των περίεργων τουριστών που επισκέπτονταν τον τόπο καθώς μετέδιδε το πολυπόθητο μυστικό για εκείνη την κατάρα, την ίδια, τη γυναίκα που έπαιρνε τους άμοιρους που προσελκύονταν από τη φωνή της και τις περισσότερες φορές τους σκότωνε.
Δεν θα τους είχα πιστέψει ούτε εγώ βέβαια αν τελευταία δεν είχαν συμβεί μερικές –αρκετές– εξαφανίσεις στον τόπο παρέα με αρκετούς θανάτους, γεγονός που συγκάλυπτε απόλυτα ερμητικά το μυστήριο σαν τα καρφιά στο φέρετρο. Σίγουρα είναι κάποιο καλό διαφημιστικό κόλπο σκεφτόμουν και σαν ντετέκτιβ μιλούσα στον κόσμο αντλώντας πληροφορίες. Έκανα τον τουρίστα, τον επισκέπτη που ήταν ένα χαζό πρόβατο και ήθελε κι εκείνος ν' ανακαλύψει τη χαμένη νύμφη του δάσους.
Η ιστορία που έγινε μύθος καθώς τα χρόνια περνούσαν έλεγε για μια κοπέλα που είχε χάσει τον αγαπημένο της και πως είχε χαθεί μέσα στο δάσος. Έπειτα εξαφανίστηκε και εκείνη για πάντα μέσα στο δάσος και δεν γύρισε ποτέ πίσω. Πέρασε τόσος καιρός χαμένη που την θεωρούσαν πεθαμένη. Όμως άνθρωποι που πήγαιναν για κυνήγι ή βόλτα στο δάσος ένιωθαν την παρουσία της και κάποιοι άκουγαν τον λυγμό της. Κάποιοι ανέφεραν, και αυτό μάλλον ήταν η φαντασία του ανθρώπινου μυαλού, πως στο μέρος που εκείνη έκλαψε γεννήθηκε ένας καταρράκτης από τα δάκρυά της, δημιουργώντας τη λίμνη της περιοχής που υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Ο θρύλος γίνεται ακόμα πιο καλός και πιστευτός όταν συνδέεται με τα αληθινά μακάβρια στοιχεία γιατί εκείνα είναι που μπερδεύουν το νόημα της πραγματικότητας και των φόνων. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τις λεπτομέρειες όταν τους ρωτούσαν τι έγιναν οι άνθρωποι που χάθηκαν στο δάσος και δεν γύρισαν πίσω ποτέ. Αυτό ήταν μόνο η αρχή αφού έπειτα οι φόνοι έκαναν και αυτοί την εμφάνισή τους σαν να ήταν μέρος της καθημερινότητας της τοπικής κοινωνίας.
Σαν ταξιδευτές σε ένα μακάβριο προορισμό, ο κόσμος που χανόταν περνούσε σε μια άλλη πλευρά αφού είχε ακούσει για την υπαρκτή κατάρα της νύμφης των θρύλων. Και εκεί μέσα στον αιώνιο δρόμο δημιουργήθηκε μια φράση θρύλος.
«Στη βοή των νερών και μέσα στη βοή των νεκρών μην πας αν το ακούσεις - Απομακρύνσου».
Δηλαδή, τι; Μια νύμφη τριγυρνούσε και σκότωνε ανθρώπους; Ποτέ μου δεν πίστευα τίποτα από όλα αυτά και καθώς ήμουν ορθολογιστής σκέφτηκα πως κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει. Οτιδήποτε ανθρώπινο, μόνο με ανθρώπινο τρόπο εξηγείται, ειδικά οι φόνοι. Όχι με παραμύθια.
Πάντως, θα έλεγα πως ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων έφτασε να γίνει η καλύτερη ατραξιόν για την περιοχή και να φέρει χρήματα αρκετά στον τόπο. Ήταν κάτι σαν μαγικό ξόρκι, που μάγεψε ολόκληρη την περιοχή και μαζί με την φήμη αυτή γιγαντώθηκε. Η ιδέα της νύμφης που έπνιγε και μετά σκότωνε τα θύματά της, αφού πρώτα τα σαγήνευε με τη φωνή της, έγινε πόλος έλξης για ερευνητές και περίεργους. Εγώ ήμουν το δεύτερο.
Δεν πίστεψα τίποτε από όλα αυτά και ακόμα και όταν διάβαζα τα άρθρα των εφημερίδων πριν πάω στο μέρος αυτό ήξερα ότι τα φούσκωναν. Όλοι ήθελαν να πουλήσουν εκμεταλλευόμενοι τα γεγονότα και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι πήγα στην περιοχή και σαν απλός αγνώμονας τουρίστας έκανα πως δεν ήξερα τίποτα αλλά πως ήθελα να επισκεφτώ το απαγορευμένο μέρος. Όλοι έκαναν πως δεν ήθελαν να ακούσουν μα, μόλις έβλεπαν το χρήμα που τους έβαζα στα χέρια κρυφά, άμεσα γινόντουσαν πρόθυμοι να μου πούνε λεπτομέρειες και ακόμα να μου δείξουν το μέρος που γινόντουσαν τα φονικά. Να με οδηγήσουν στο μέρος μέσα στο βαθύ δάσος εκεί που ακούγονταν οι λυγμοί της νύμφης…
Έκαναν ακόμα και ότι ήξεραν την ώρα που εκείνη θα εμφανίζονταν στη φωλιά της, αυτήν που απ' ό,τι είχα καταλάβει είχαν όμορφα στημένη σαν τη σκηνή ενός θιάσου. Για εμένα, που είχα εμπειρία στο αστυνομικό ρεπορτάζ πολλά χρόνια τώρα, όλα αυτά φαινόντουσαν ακριβώς σαν ένα θέατρο. Σίγουρα κάτι συγκάλυπταν. Όμως δεν γινόταν να γυρίσω την πλάτη μου και να φύγω καθώς οι πραγματικοί φόνοι είχαν γίνει και το μέρος ήταν πολύ μικρό για να έχει τόσα φονικά μαζεμένα.
Άμεσα πρόθυμοι οι κάτοικοι που ρώτησα να με βοηθήσουν. Μερικοί από αυτούς ήθελαν να με οδηγήσουν προς την φονική φωλιά· έτσι είχα ονομάσει το μέρος στο μυαλό μου και όσο σκεφτόμουν ότι ένιωθα σαν ποντίκι σε φάκα παίρνοντας μέρος σε μια μεγάλη κοροϊδία, τόσο το μυαλό μου έτρεχε πίσω στο πρόσφατο παρελθόν σε όλα αυτά που είχαν συμβεί. Όλα οδηγούσαν σε μια συγκεκριμένη περιοχή που χάθηκε το πρώτο θύμα. Τουλάχιστον έτσι μας έλεγαν οι μάρτυρες που μαρτυρούσαν και διάφορα άλλα στοιχεία που κατά τη γνώμη μου ήταν «φυτεμένα» ώστε να οδηγήσουν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πολύ εύκολο, ήταν κάτι σαν παιχνιδάκι και δεν καταλάβαινα πώς νόμιζαν πως θα ξεγελούσαν έναν έμπειρο αστυνομικό σαν εμένα.
Αυτό με έκανε να πάω και να ερευνήσω μόνος μου την περιοχή και έτσι και πήγα. Μόνο όταν έφτασα στο μέρος εκείνο του δάσους που έμενε η νύμφη και αντίκρισα εκείνο το αλλόκοτο σκηνικό άρχισα να αναθεωρώ. Δεν έδειχνα εξωτερικά πώς αισθανόμουν μέσα μου και σίγουρα θα φαινόμουν πετρωμένος και άχρωμος σαν άγαλμα παρ' όλη την εμπειρία μου. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς γίνεται; Το δάσος να έχει μια πηγή που ρέει αίμα;
Η πηγή να αναβλύζει σκούρο κόκκινο αίμα. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Σίγουρα το να βγάζει το έδαφος κάποια χρωματική ουσία που είναι παρόμοια με το αίμα θα έχει να κάνει με τα ορυκτά, φαινόμενο που συμβαίνει αρκετά στην φύση. Ποτάμια γίνονται κόκκινα ή πράσινα και η θάλασσα γίνεται μωβ από το πλαγκτόν που φωσφορίζει. Εδώ όμως υπάρχει ένα πολύ σημαντικό και μελανό σημείο.
Όταν έκανα τις επιτόπιες έρευνες με τα δείγματα που πήρα από το νερό της πηγής όλα έδειχναν πως ήταν αίμα αυτό το υλικό αλλά για να βεβαιωθώ καλύτερα κράτησα ένα δείγμα για να το στείλω στα κεντρικά εργαστήρια. Δεν είχα αρκετή πείρα σαν χημικός, η ειδικότητά μου ήταν αστυνομικός και τώρα ντετέκτιβ. Έπρεπε να πάρω δεύτερη γνώμη.
Το μυαλό μου άρχισε να φτιάχνει σενάρια παραπλάνησης από τον κόσμο ή καλύτερα τον δολοφόνο που έστηνε ένα τρελό σκηνικό και όλα, μέχρι εκείνη την ώρα, φαινόντουσαν να λειτουργούν υπέρ του. Βασικά τίποτα δεν πίστευα πως είναι αληθινό. Το μόνο πραγματικό ήταν τα πτώματα που υπήρχαν πλέον σαν κομισμένοι ένοικοι του τοπικού νεκροτομείου. Εκείνοι που με καλούσαν να μάθω το μυστικό του θανάτου τους. Το επόμενο βήμα στην έρευνά μου, μετά την κόκκινη λίμνη της νύμφης, ήταν να πάω πίσω στο χωριό, στο νεκροτομείο, ώστε να δω ολόκληρο το σκηνικό.
Η πόρτα του νεκροτομείου άνοιξε και τα φορεία φάνηκαν να έχουν κοιμισμένους ανθρώπους. Έτσι τους έλεγαν στην περιοχή. Γιατί δεν δεχόντουσαν να αναφέρουν ότι απλά πέθαναν; Σαν να μην έφτανε όλο αυτό, συνέβη κάτι περίεργο. Καθώς κοίταζα τα πτώματα ένα ένα, ξεσκεπάζοντας το κάλυμμα τους, νόμιζα πως είδα τον εαυτό μου. Παράλληλα άρχιζε ένας πονοκέφαλος να χτυπάει στο κεφάλι μου και ένα τραγούδι με καλούσε πίσω στο δάσος, σε εκείνο το σημείο που ανάβλυζε το κόκκινο νερό.
Η εικόνα που καταλάμβανε τη σκέψη και θόλωνε την κρίση μου συνοδευόταν από ένα τραγουδιστικό συνεχόμενο λόγο, ένα τραγούδι κάλεσμα, καθιστώντας αδύνατη την αντίσταση της σκέψης μου. Ήταν σαν το υποσυνείδητό μου να είχε πιστέψει όλα όσα είχε ακούσει και να έπαιρνε μέρος στον χορό της λογικής των κατοίκων της πόλης παρακάμπτοντας την εμπειρία μου σαν ντετέκτιβ. Εκείνη που ήξερε ότι για να ανακαλύψει την αλήθεια πρέπει να αμφισβητεί τα πάντα. Ειδικά τα παραμύθια για τις νύμφες και τους θρύλους που ζωντάνευαν.
Ως εκείνη την ώρα δεν είχα αντιληφθεί σε τι μέρος είχα μπει και όσο το μυαλό μου χανόταν από το σιγανό τραγούδι, τόσο γιγαντώνονταν ο χρόνος. Χάθηκα μέσα σε ένα όραμα και τότε την είδα στο μέρος του τόπου να τριγυρνά, να με κοιτά, να με σαγηνεύει. Δεν ξέρω γιατί αλλά της μίλησα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να με κοιτάξει. Να της πω ότι έλυσα το μυστήριο και ότι μπορούσε να ηρεμήσει τώρα. Να κοιμηθεί επιτέλους αιώνια. Ένα ψέμα που όμως γύρισε εναντίον μου. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει αυτό; Εγώ να έχω τα κλειδιά του μυστηρίου που την στοίχειωνε;
Με κοίταξε και ένιωσα το κεφάλι μου να χάνεται από την θέση του. Έπειτα, όταν άνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν πάλι στο μέρος εκείνο του δάσους με τα κόκκινα νερά και καθώς ήμουν γονατισμένος δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου καθώς αντίκριζα το θέαμα της νύμφης που κρατούσε στα χέρια της τον αιματοβαμμένο σύντροφό της. Η συγκίνηση και το κλάμα της ήταν τόσο έντονα που ένιωθα ότι αντανακλούσε στην ψυχή μου το κακό και το άδικο που είχε συμβεί.
Το όραμα αυτό δεν ξεχώριζε από την πραγματικότητα καθώς γύρω από την κλαίουσα νύμφη και τον άτυχο νεαρό περιφερόντουσαν σκιές κάποιων που κάποτε έμοιαζαν με ανθρώπους. Εκείνοι έπειτα έγιναν ένα σκοτεινό πράγμα που τράβηξαν την κοπέλα μακρυά από το πτώμα που κρατούσε και την έστειλαν ακόμα πιο βαθιά μέσα στο δάσος τόσο που τα ουρλιαχτά της έπαψαν να υπάρχουν και ηρεμία επικράτησε.
Όταν γύρισα πίσω στο χωριό τίποτα δεν έδειχνε πως η γραφικότητα και η ομορφιά του υπήρχε ακόμα σαν σημείο που έλκυε τους τουρίστες. Κανένας δεν κυκλοφορούσε έξω ενώ καμία φωνή δεν ακούγονταν στους δρόμους και τα σοκάκια. Όλα έδειχναν να κατακρημνίζονται μέσα σε μια ατελείωτη σκοτεινή άβυσσο.
Η πραγματικότητα φάνταζε τρομακτική, όχι γιατί δεν είχα βρει τον δολοφόνο αλλά γιατί αισθανόμουν πως οι κάτοικοι αυτού του μέρους δεν υπήρχαν παρά μόνο ξαπλωμένοι στο νεκροτομείο. Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη την ώρα ότι από την στιγμή που είχα πατήσει το πόδι μου στο μέρος εκείνο κανείς δεν ζούσε. Σκιές των καταραμένων κατοίκων τριγυρνούσαν ανάμεσα από τον ήχο του τραγουδιού της νύμφης που σκέπαζε τα πάντα. Μου μιλούσαν, πρόσταζαν στο μυαλό μου τι να κάνω και με έκαναν να νιώθω πως ήμουν ένας από αυτούς. Ένας πεθαμένος.
Είχα παρασυρθεί έπειτα από τον θρύλο που με είχε ρουφήξει μέσα του. Αναρωτήθηκα για την πραγματικότητα της στιγμής. Αν κάποτε είχα πεθάνει και εγώ. Οι στιγμές συγχέονταν μέσα στο μυαλό μου και θυμήθηκα πως πράγματι παλιότερα είχα φτάσει σε εκείνο το σημείο να ερευνήσω τι είχε γίνει.
Όμως αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι τα μάτια της να με κοιτούν όσο έχανα αίμα. Τότε εκείνη με πήρε στην αγκαλιά της. Συνειδητοποίησα ότι το μέρος που πέθανα ήταν το δικό μας. Εκείνο που ερωτευτήκαμε και είχαμε κάνει έρωτα εγώ και εκείνη. Όλα άρχισαν αφού ακολούθησα το τραγούδι της και μόλις την αντίκρισα κατάλαβα πως ήμουν απόλυτα δικός της. Αφού όμως τα χείλη μας ήρθαν κοντά εκείνη μου δάγκωσε τον λαιμό. Ανήμπορος να αντισταθώ στην ορμή της αφέθηκα στην αγκαλιά της και όσο κοιτούσα τα γουρλωμένα μάτια της χανόμουν σε έναν μακρινό κόσμο, κάπου που η φωνή της δεν ήταν ζωντανή.
Χρόνια μετά αναρωτιέμαι. Αν η στιγμή να την δω ξανά θα επανέλθει και όσο το σκέφτομαι κοιτώ την εφημερίδα για ένα μέρος που μιλάει για εκείνη. Κάτι μέσα μου με κινεί να πάω να ερευνήσω, σαν ένας περίεργος πόλος έλξης.
Καταστροφή. Μέσα μου δεν πίστευα πως ένας τέτοιος έρωτας θα κατέληγε έτσι. Ότι δηλαδή θα με έκανε να πάω να ερευνήσω τον χαμό τόσων νεκρών. Κίνητρό μου θα ήταν να επανέλθω έστω για μια μικρή χρονική στιγμή και να την δω, να την αντικρίσω, ξανά.
Όταν έφτασα στην περιοχή ήταν πλέον πολύ αργά, μα δεν με ένοιαζε, ρωτούσα τους κατοίκους για εκείνη και αν κι εκείνοι με αναγνώριζαν δεν με ένοιαζε πάλι. Χάθηκα στο δάσος μόνος μου και έζησα τις πρώτες και τελευταίες στιγμές μαζί της. Γιατί εγώ ήμουν εκείνος, ο μοναδικός της, που πέθανε για εκείνη. Ήμουν ο πρώτος της εραστής, που χάθηκε οικειοθελώς στα χέρια της. Και όσο η φωνή μου βγαίνει από τα χείλη μου σαν τελευταία ανάσα και σας μιλώ, τόσο θυμάμαι εκείνη τη φράση που άκουσα τότε και πεθαίνει μαζί μου. Εκείνη που κατά κάποιο τρόπο απέτρεπε τον οποιονδήποτε από το να πάει στο μέρος εκείνο.
Τα νερά ψιθύριζαν στο αφτί μου και εγώ χανόμουν περισσότερο στον χαλασμό που έκαναν κατρακυλώντας στον άλλο κόσμο της αβύσσου.
Στη βοή των νερών, μέσα στην βοή των νεκρών μην πας αν το ακούσεις - Απομακρύνσου.
Μα δεν μπορούσα να αντισταθώ εγώ, ένας νεκρός, που του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει, έστω για λίγο στον αρχαίο κόσμο των υδάτων. Στον δικό της κόσμο.
Μέσα στη βοή των νερών.
Copyright © Πέτρος Βαζακόπουλος All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Μαρίνας Βλαχάκη