Συνέχεια από δεύτερο μέρος, που θα βρείτε εδώ
Τη σφηνοειδή γραφή επινόησαν οι Σουμέριοι το 3500 π.Χ. περίπου, ενώ κατά την περίοδο Ομπέντ επικρατούσαν οι ιδεογραφικές αναπαραστάσεις και κατά την περίοδο του πολιτισμού της Ουρούκ (3400-3200 π.Χ.) εμφανίστηκε η εικονογραφική γραφή ταυτόχρονα με τη χρήση της σφραγίδας και του μετάλλου. Η σφηνοειδής γραφή αποτελούταν αρχικά από πραγματικά σχέδια, τα οποία αναπαριστούσαν είτε αντικείμενα είτε ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία τους, είτε, προκειμένου για ορισμένες περισσότερο αφηρημένες έννοιες, συμβολικές συνθέσεις. Μια διπλή εξέλιξη σημειώθηκε, αφενός στον τρόπο γραφής και αφετέρου στη χρήση αυτών των σημείων.
Δεδομένου ότι οι πέτρες είναι σπάνιες στη Μεσοποταμία και το κλίμα δεν ευνοεί καθόλου τη διατήρηση της περγαμηνής, οι Σουμέριοι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν μια πρώτη ύλη άφθονη, η οποία πρακτικά δεν καταστρέφεται, αν ψηθεί στον φούρνο, τον άργιλο. Ο άργιλος όμως δεν προσφέρεται για την γρήγορη αναπαραγωγή ελικοειδών σχεδίων. Οι γραφείς αναγκάστηκαν, λοιπόν, να δώσουν στα σχέδιά τους γωνιώδες σχήμα και επιπλέον πλάγια κλίση. Έτσι, τα σημεία πήραν έναν αφηρημένο χαρακτήρα, χωρίς καμία σχέση με το πρωτότυπο από το οποίο προέρχονταν.[1]
Όπως οι αρχές της γραφής και της αρίθμησης, έτσι και τα ιδρύματα για τη συνέχιση των γνώσεων, τα σχολεία, ήταν φτιαγμένα σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Εξάλλου η γραφή και η αρίθμηση έχουν την ίδια καταγωγή. Το σύμβολο, με το οποίο προσδιορίζουμε τα πράγματα, και ο αριθμός, με τον οποίο προσδιορίζουμε την ποσότητα, πηγαίνουν μαζί. Αποτελούν τη βάση της επιστήμης. Αυτό όμως σημαίνει ότι από την επιστημονική σκέψη γεννήθηκαν οι αρχές όλων των πολιτισμών. Αυτή η πρόταση μπορεί να μην ακούγεται ωραία στα αφτιά εκείνων που βλέπουν την ύλη σαν εχθρό του πολιτισμού. Στη Σουμερία όμως –όπως έχουμε δει– οι πήλινες πλάκες που έχουν βρεθεί μας αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο. Πολλά από τα πρώτα γραπτά κείμενα είναι συμβόλαια αγοράς, αποδείξεις παραλαβής και λογαριασμοί.
Σύντομα ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι, η απλή αρίθμηση σε καταλόγους δεν ήταν αρκετή για να συλλάβουν όλους τους τομείς της οικονομίας. Έτσι, άρχισαν να κρατούν λογιστικά βιβλία[2] για να είναι σε θέση να γνωρίζουν με λεπτομέρειες τα πάντα σε όλους τους τομείς της οικονομίας και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για το εμπόριο, που είχε ήδη ξεκινήσει με άλλες εμπορικές πόλεις της χώρας, αλλά και με εμπορικά κέντρα του εξωτερικού.
Πήλινες πλάκες με πολύπλοκους λογαριασμούς δείχνουν ότι οι Σουμέριοι έκαναν από πολύ νωρίς μεγάλες προόδους στην επιστήμη των μαθηματικών. Δεν τους αρκούσαν τα απαραίτητα, όπως σε πολλούς άλλους λαούς, αλλά βελτίωσαν τις γνώσεις τους. Τις πλάκες που περιείχαν ακριβή στοιχεία για τις μετρήσεις γης ακολούθησαν εκείνες με τα γεωμετρικά σύμβολα της σφηνοειδούς γραφής, οι οποίες δείχνουν πόσο γρήγορα έμαθαν τα μυστικά για τις μετρήσεις εκτάσεων.
Προϋπόθεση γι' αυτήν τη γρήγορη πρόοδο σε όλους τους τομείς της επιστήμης, από τις σημειώσεις που κρατούσαν για το περιεχόμενο μιας αποθήκης μέχρι τα μαθηματικά και την αστρονομία, ήταν να αποκτήσουν τις γνώσεις και να τις κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές. Έτσι, οι Σουμέριοι ίδρυσαν τα πρώτα σχολεία της ανθρωπότητας πριν από 5000 χρόνια περίπου!
Κατά πάσα πιθανότητα τα πρώτα σχολεία λειτουργούσαν στους χώρους των ναών, αφού εκεί έφτιαχναν και την πρώτη ύλη από την οποία ήταν φτιαγμένα τα βιβλία τους, για να γράφουν ό,τι ανακάλυπταν. Εκεί υπήρχαν γραμματείς που μάθαιναν στα παιδιά τα σύμβολα και τον τρόπο να τα χαράζουν επάνω στις μαλακές πήλινες πλάκες. Τα παιδιά που σπούδαζαν ανήκαν φυσικά στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Ακόμη και σε μεταγενέστερη εποχή δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία που να επιβεβαιώνει ότι πήγαιναν και κορίτσια στο σχολείο. Γυναίκες που γνώριζαν να γράφουν πρέπει να παρακολουθούσαν μάλλον ιδιαίτερα μαθήματα. Αυτές προέρχονταν από τις βασιλικές οικογένειες ή ήταν ιέρειες.[2]
Όπως τα περισσότερα επαγγέλματα έτσι και αυτό του δασκάλου πρέπει να ήταν κληρονομικό και να περνούσε από πατέρα σε γιο, ώστε στην αρχή τουλάχιστον θα ήταν κάτι σαν οικογενειακά σχολεία που λειτουργούσαν στον χώρο των ναών. Πάντως οι Σουμέριοι πολύ σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η μόρφωση ήταν άκρως σημαντική για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Επομένως, μάθαιναν να γράφουν και να μετρούν όχι μόνο για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων στους ναούς, αλλά και για προσωπικά τους θέματα.
Οι γραφείς εκπαιδεύονταν σε σχολεία που σχεδόν πάντα συνδέονταν με το ιερατείο και το χώρο του ναού. Αναφέρεται μόνο ένα ανεξάρτητο ίδρυμα, στην Ουρ. Οι δάσκαλοι ανήκαν στην τάξη των ιερέων, αλλά η μάθηση δεν περιοριζόταν στην εκπαίδευση όσων εργάζονταν στους ναούς. Το μάθημα δεν διέφερε πολύ από την εργασία. Από την αρχή το επάγγελμα των γραμματέων των ναών δεν έγκειτο στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, αλλά στην τήρηση των λογιστικών βιβλίων. Η εκπαίδευση των γραφέων ήταν μακρόχρονη και γεμάτη επαναλήψεις, και λόγω της πολυπλοκότητας της σφηνοειδούς γραφής, η οποία είχε περισσότερα από 500 διαφορετικά σύμβολα, απαιτούσε όχι μόνο πρακτική εξάσκηση και υπομονή, αλλά και εξυπνάδα. Η διδασκαλία στηριζόταν στην απομνημόνευση καταλόγων από λέξεις και σύμβολα, τα οποία αντιγράφονταν επανειλημμένως, και αυτή η εκπαίδευση άρχιζε νωρίς, στην παιδική ηλικία. Ακόμα και έξω από τα σύνορα της Μεσοποταμίας οι γραφείς εκπαιδεύονταν με επιμέλεια· βρέθηκαν δίγλωσσα αναγνωστικά σε συλλαβική γραφή και λεξικογραφικοί κατάλογοι στην πρωτεύουσα των Χετταίων Χαττούσα (σημερινό Μπογαζκίοϊ).
Από την αρχή της ίδρυσής του το σχολείο των Σουμερίων είχε επαγγελματική κατεύθυνση. Σύμφωνα με τα αρχαιότερα σχολικά βιβλία, τα οποία βρέθηκαν και ήταν φτιαγμένα από πηλό, τα παιδιά δεν διδάσκονταν ούτε θρησκευτικά ούτε λογοτεχνία ούτε ιστορία. Όλα όσα έχουν σχέση με αυτά σώθηκαν προφορικά μέσα στους αιώνες. Ο λόγος δεν είναι ότι δεν ενδιαφέρονταν ή δεν εκτιμούσαν τη θρησκεία και την ποίηση, αλλά ίσως επειδή τα θεωρούσαν αυτονόητα. Δεν έγραφαν, δηλαδή, αυτά που γνώριζαν, αλλά μόνον όσα πίστευαν ότι υπήρχε κίνδυνος να λησμονηθούν.
Οι αρχαιότερες σουμερικές πήλινες πλάκες είναι απλές σημειώσεις και όχι ντοκουμέντα. Και οι αμέτρητες σχολικές πλάκες, που ανακαλύφθηκαν στο μεταξύ, έχουν αυτόν τον χαρακτήρα. Έχουν χαραγμένα σύμβολα και αριθμούς, γραμμένους από τον δάσκαλο σε σειρές, ενώ από κάτω τα επαναλαμβάνει ο μαθητής και από τη μια πλάκα στην άλλη έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει κάποιος την πρόοδο του παιδιού στην καλλιγραφία. Οι μαθητές επαναλάμβαναν έτοιμες φράσεις και τις έγραφαν σύμφωνα μ' ένα πρότυπο, που ήταν γραμμένο στο επάνω μέρος της πινακίδας. Έτσι φρόντιζαν να πλουτίσουν τη μνήμη τους με εκφράσεις που αναφέρονταν σε υποθέσεις της ειδικότητάς τους.[3] Η γνώση τους συνίστατο στο να ανασύρουν από τη μνήμη τους φράσεις, που ήταν κατάλληλες στις περιπτώσεις που πραγματεύονταν. Μάλιστα, έπρεπε να είναι αρκετά ικανοί αποκλειστικά και μόνο για να τις συγκεντρώνουν. Κάθε φιλολογικό είδος είχε το λεξιλόγιό του. Εκείνος που το γνώριζε καλύτερα ήταν ένας καλός γραφέας. Δεν του ζητούσαν να καινοτομήσει, αλλά να θυμάται. Όλη του η πρωτοβουλία συνίστατο στην τακτοποίηση, σύμφωνα με τον τρόπο που άρμοζε, των στοιχείων που η μνήμη του έχει στη διάθεσή της. Ποτέ όμως ένας γραφέας δεν σκέφτηκε να πρωτοτυπήσει, πράγμα που θα το θεωρούσαν, χωρίς αμφιβολία, ανάρμοστο. Γι' αυτό οι γραφείς είχαν την ανάγκη να ειδικεύονται. Μπορούσαν να γίνουν εξαίρετοι, αν ασχολούνταν μόνο σ' έναν καθορισμένο τομέα.
Το σχολείο ήταν, όπως δείχνει ένας κατάλογος που αναφέρει το επάγγελμα του πατέρα του κάθε μαθητή από το 2000 π.Χ., ένα προνόμιο των πλουσίων. Γραφή, ανάγνωση και αριθμητική μάθαινε εκείνος που είχε την ανάλογη κοινωνική θέση και θα τα χρειαζόταν αργότερα στο επάγγελμα που θα ακολουθούσε. Το σχολικό πρόγραμμα μαθημάτων ήταν προφανώς σταθερό και άλλαζε ελάχιστα στη διάρκεια των χιλιετιών. Εκτός αυτού η φοίτηση στο σχολείο στοίχιζε αρκετά χρήματα. Οι δάσκαλοι ζούσαν από τα δίδακτρα που ήταν είτε ασήμι είτε φυσικά προϊόντα. Επειδή από αυτές τις αμοιβές έπρεπε να συντηρηθεί και ο ναός, τα έσοδα του δασκάλου ήταν πενιχρά.
Μια σουμερική λογοτεχνική μαρτυρία περιγράφει την αντίδραση ενός μαθητή, όπως επίσης τη συμπεριφορά και τη στάση του δασκάλου και των γονιών του. Γραμμένο αρκετά παλιά, ίσως το 2000 π.Χ. περίπου, ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές έργο και είχε αντιγραφεί επανειλημμένως. Ο Σουμέριος δάσκαλος γράφει μια αναφορά για μια σχολική ημέρα και την εμπειρία του από έναν μαθητή, ο οποίος δεν μπορούσε να συγκεντρώσει την προσοχή του στο μάθημα. Στην αρχή αναφέρεται στην εξέταση του μαθητή και το ενδιαφέρον του πατέρα για την πρόοδο του γιου του. Ο μαθητής όμως είχε μια πολύ κακή ημέρα στο σχολείο. Προσέρχεται αργοπορημένος, δεν προσέχει στο μάθημα χωρίς να του γίνει παρατήρηση, είναι τεμπέλης και φλυαρεί την ώρα του μαθήματος. Ο συγκεκριμένος μαθητής διάβασε τελικά την πινακίδα του, γευμάτισε, ετοίμασε και έγραψε άλλη μια πινακίδα και του ανατέθηκε, προφορική και γραπτή εργασία. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτόν, η εργασία του δεν ανταποκρινόταν στο απαιτούμενο επίπεδο και έτσι ο δάσκαλός του δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από την απόδοση του μαθητή και στο τέλος τον έδειρε άσχημα. Μετά από τη συμπεριφορά του δασκάλου, ο μαθητής φοβάται πολύ την αντίδρασή του και προτείνει στον πατέρα του να τον καλέσει για φαγητό και με αυτήν την ευκαιρία να του κάνει πολλά δώρα. Ο πατέρας συμφωνεί με την πρόταση του γιου του. Οι γονείς του αγοριού στη συνέχεια κάλεσαν το δάσκαλό του στο σπίτι. Ο μαθητής υποδέχεται τον δάσκαλο με δουλοπρέπεια και τον οδηγεί στην τιμητική θέση του σπιτιού, όπου του παρέθεσαν γεύμα και του πρόσφεραν δώρα, έναν καινούργιο μανδύα και ένα ακριβό δαχτυλίδι. Μετά από αυτό η στάση του άλλαξε. Ο δάσκαλος αναφέρθηκε με ενθουσιασμό στις ικανότητες του μαθητή του και παρακάλεσε τη Νισσάμπα, τη θεά των σχολείων και των γραφέων, να δείξει εύνοια στη γραφίδα του αγοριού. Όπως πολύ συχνά, λοιπόν, συμβαίνει σε σουμερικά κείμενα, η αναφορά του δασκάλου τελειώνει με την άποψή του για το μέλλον του μαθητή: «Νεαρέ μου, εύχομαι να μην αγνοήσεις τα λόγια και τις συμβουλές μου και τις αφήσεις να τις πάρει ο αέρας. Αν θέλεις να μάθεις να γράφεις, πρέπει να κοπιάσεις πολύ γι' αυτό. Μακάρι να γίνεις πρότυπο για τα αδέλφια σου και να είσαι ο πρώτος ανάμεσα στους φίλους σου και ο καλύτερος απ' όλους τους άλλους μαθητές. Έμαθες καλά το μάθημά σου, έχεις γίνει ένας σοφός άνδρας.». Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι, τα δώρα που πήρε ο δάσκαλος από τον πατέρα του μαθητή έπιασαν τόπο, χωρίς βέβαια να μιλάει γι' αυτά. Με αρκετή διπλωματία αποδέχεται τη δωροδοκία του πατέρα.
Σύμφωνα με τη νοοτροπία των Σουμερίων, από το επαγγελματικό σχολείο εκείνης της εποχής δημιουργήθηκε το πρώτο πανεπιστήμιο. Αντίθετα με άλλα γνωστά εκπαιδευτικά ιδρύματα των αρχαίων πολιτισμών, το σουμερικό πανεπιστήμιο δεν είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά φαίνεται ότι έμοιαζε πολύ με τα σύγχρονα ιδρύματα ως προς τη διδασκαλία και τα ερευνητικά προγράμματα. Μέσα από την εργασία των ακάματων δασκάλων, εξελίχθηκε η σουμερική γραφή και έγινε τελικά μια πιο εύκολη μορφή της σφηνοειδούς γραφής, η οποία ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και για λογοτεχνικά, θεολογικά και επιστημονικά κείμενα.
Έτσι, όπως εξελίχθηκε η γραφή από την αρχική πρακτική της χρήσης σε όλο και πιο διαφορετικές μορφές για να απλοποιηθεί στο τέλος και να γίνει μια συλλαβική γραφή, εξελίχθηκαν και οι επιστήμες για χάρη της βελτίωσης των συνθηκών ζωής στη Μεσοποταμία. Επιπλέον, η εξάπλωση των επιστημών και οι προσπάθειες για την απλούστευση της γραφής οδήγησαν σύντομα στην ανακάλυψη μιας γραφής η οποία ήταν σε θέση να απλοποιήσει και πολύπλοκα ή σύνθετα πράγματα.
Πάντως ακόμη οι επιστήμες ήταν συγκεκριμένες: γεωγραφία, βοτανολογία, ζωολογία, ορυκτολογία, αρχιτεκτονική και μαθηματικές βοηθητικές επιστήμες. Τον πυρήνα της διδασκαλίας αποτελούσαν η ανάγνωση και η γραφή, στη συνέχεια όμως και η θεολογία και η λογοτεχνία.
Επιστημονική ή πρακτική επιμόρφωση δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Πάντως οι μαθητές μπορούσαν μετά από τις βασικές σπουδές, που περιελάμβαναν κυρίως γραφή και αριθμητική, να αποφασίσουν αν θα ακολουθούσαν την καριέρα του δάσκαλου, του επιστήμονα, του στρατιωτικού, του αυλικού, του πολιτικού, του επιστάτη ναών, του διπλωμάτη, του τραπεζίτη, του καλλιτέχνη, του διανοούμενου.
Πάντως οι γραφείς ήταν εκείνοι που αντέγραφαν κάθε είδους κείμενα. Ποιοι ήταν, όμως, οι αρχικοί συγγραφείς της δημιουργικής λογοτεχνίας; Οι μαρτυρίες γι' αυτούς είναι λιγοστές και πρέπει να ερμηνευτούν προσεκτικά.
Το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχει πρωτότυπη συγγραφή προϋποθέτει την ύπαρξη μεμονωμένων συγγραφέων. Η σφηνοειδής όμως φιλολογία σχεδόν ποτέ δεν τους κατονομάζει. Σύμφωνα με την παράδοση, η συγγραφή των αρχαιότερων έργων είχε ανατεθεί σε σοφούς, τους οποίους έστειλε πριν τον Κατακλυσμό ο θεός Έα για να φέρουν τον πολιτισμό στους ανθρώπους. Μετά τον Κατακλυσμό, οι συγγραφείς θεωρούνταν σοφοί, πράγμα που έδινε στην εργασία τους τα σταθερά πλεονεκτήματα της αρχαιότητας και της θεϊκής έμπνευσης. Οι συγγραφείς, όμως, δεν ανέφεραν τα ονόματά τους και στο σύνολο της λογοτεχνίας της Μεσοποταμίας υπάρχουν μόνο δύο πιθανές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα. Η πρώτη είναι ο Καμπτί-Ιλανί-Μαρδούκ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι έχει συντάξει τις πινακίδες του Έπους του Έρρα, παρόλο που επιμένει ότι συνέλαβε ολόκληρο το έργο σ' ένα όραμα, πράγμα που μειώνει την αξίωσή του για την πρωτότυπη συγγραφή. Ο συγγραφέας του Έπους του Γκιλγκαμές αναφέρεται σ' έναν κατάλογο της σφηνοειδούς φιλολογίας της πρώτης χιλιετίας ως Σιν-Λεκί-Ουννινί (Ω-Σιν-Δέξου-την-Προσευχή-μου), κάποιος εξορκιστής-ιερέας, ο οποίος πιθανώς ζούσε στην Ουρούκ. Το όνομά του ανάγεται στη Μέση Βαβυλωνιακή περίοδο (1600-1000 π.Χ.), όταν η Βαβυλώνα εξουσιαζόταν από τους Κασσίτες και, επειδή αυτήν την εποχή το έπος είχε τυποποιηθεί, είναι πιθανόν ο Σιν-Λεκί-Ουννινί να είναι μάλλον αυτός που κατέγραψε μια τελική εκδοχή παρά ο αρχικός συγγραφέας. Πάντως η εκδοχή του άσκησε αρκετή επιρροή ώστε να εξασφαλίσει τη μόνιμη σύνδεση του ονόματός του με το έπος.
Ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, ένας πολιτισμός που δημιούργησε από τα πολύ πρώιμα χρόνια αναγνωστικά και καταλόγους των σφηνοειδών συμβόλων, όπως και δίγλωσσες πινακίδες σουμερικών λέξεων με τις αντίστοιχες ακκαδικές, θα πρέπει επίσης να είχε συντάξει κατάλογο συγγραφέων. Ένας τέτοιος κατάλογος, αν και αποσπασματικός και κάπως μυστηριώδης, βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ. Καταγράφει έργα και τα αποδίδει σε επώνυμους λόγιους. Επίσης, ορίζει τέσσερις κατηγορίες συγγραφέων: τους θεούς, τους μυθικούς και πανάρχαιους ανθρώπους, τους ανθρώπους χωρίς στοιχεία οικογενειακής προέλευσης και τους ανθρώπους με στοιχεία οικογενειακής προέλευσης, οι οποίοι αναφέρονται ως «γιοι» κάποιου σπουδαίου προγόνου.[4]
Οι δύο πρώτες κατηγορίες υπογραμμίζουν την άποψη ότι, σύμφωνα με τη γνώμη των Μεσοποτάμιων, η αληθινή αυθεντία πρέπει να προέρχεται από θεϊκή έμπνευση και από παρωχημένους χρόνους. Το πιθανότερο είναι να προέρχονται από την εποχή που εξετάζουμε, την 3η χιλιετία π.Χ., αφού τότε ήταν που άνθισε η σουμερική λογοτεχνία. Εκτός από αυτές τις κατηγορίες, αναφέρονται διάφορα άλλα ονόματα, τα οποία πιστεύεται ότι ανήκουν σε λόγιους συγκεκριμένων πόλεων, οι οποίοι κατείχαν ιερατικούς τίτλους. Θα ήταν συναρπαστική η ανίχνευση των προγόνων και των απογόνων αυτών των ονομάτων, με τα στοιχεία οικογενειακής προέλευσης. Αυτό, όμως, θα απαιτούσε την ύπαρξη πολύ περισσότερων πληροφοριών από αυτές που ήδη διαθέτουμε. Ωστόσο, ο κατάλογος δείχνει ότι οι ίδιοι οι Μεσοποτάμιοι ενδιαφέρονταν για την ταυτότητα των αρχιγραφέων των σχολείων των ναών και τους θεωρούσαν ως συγγραφείς των έργων.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν τα συγκεκριμένα έργα ήταν υπογεγραμμένα, θα ήταν πιθανό να θεωρήσουμε τις περισσότερες από τις εκδοχές που διαθέτουμε ως συμπιλήματα μάλλον παρά ως πρωτότυπα. Φανερό είναι ότι οι γενεές των αφηγητών και των γραφέων έχουν προσθέσει και αφαιρέσει κεφάλαια, όπως νόμιζαν αυτοί ότι ήταν ταιριαστό ή επίκαιρο εκείνη την εποχή. Ελάχιστα έργα φέρουν τη σφραγίδα μίας και μόνο προσωπικότητας. Το ίδιο το Έπος του Γκιλγκαμές έχει χαρακτηριστεί ως συρραφή και σίγουρα διακρίνονται σε αυτό κάποιες τεχνικές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για να δώσουν συνοχή και συνέχεια στο σύνολο. Μερικές φορές βεβαίως οι ραφές δεν είναι και τόσο κανονικές.
Ομολογουμένως, είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τα ίχνη των συγγραφέων. Πολύ πιο δύσκολο όμως είναι να βρεθεί η ταυτότητα των αναγνωστών ή του ακροατηρίου. Γνωρίζουμε ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού ήταν εγγράμματοι, και έτσι η επαφή των υπολοίπων με τη λογοτεχνία κατά πάσα πιθανότητα θα εξαρτιόταν από κάποιον που ήξερε να διαβάζει, όπως ήταν, για παράδειγμα, ένας γραφέας. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, το κοινό ικανοποιούσε τις λογοτεχνικές ανάγκες του;
Στην περίπτωση των Επιστολών προς τον Θεό, που τις αναφέραμε λίγο παραπάνω, η μορφή και το περιεχόμενό τους υποδηλώνουν ότι κάποιες τουλάχιστον από αυτές προορίζονταν μάλλον να διαβαστούν δυνατά σε κάποια συγκέντρωση πολιτών, παρά να κατατεθούν σιωπηλά στο ιερό ενώπιον κάποιας συγκέντρωσης μυημένων. Μερικές από τις Επιστολές παρουσιάζουν μια προσεκτική κλιμάκωση της έντασης: μετά τον καθορισμό ενός θανάσιμου εχθρού, ακολουθεί η κρίση όπου όλα φαίνονται μάταια, και τέλος η ξαφνική θεϊκή επέμβαση οδηγεί σε σίγουρο θρίαμβο. Ύστερα είναι η γλώσσα, η οποία είναι ιδιαίτερα συναρπαστική και γεμάτη ζωντανές παρομοιώσεις. Επίσης, υπάρχουν φανταστικές διηγήσεις για τα θαύματα των άλλων λαών. Όλα αυτά μαρτυρούν ένα κοινό αρκετά απαιτητικό ώστε να γνωρίζει όχι μόνο τις δικές του παραδόσεις, αλλά και την ύπαρξη άλλων, και συνεπώς ικανό να κάνει συγκρίσεις και αντιπαραθέσεις. Εξαιτίας των εμπορικών διασυνδέσεών τους, οι Μεσοποτάμιοι γνώριζαν για τις ξένες χώρες και ήταν σε θέση να διαμορφώσουν ευρεία άποψη για το τι συνέβαινε εκτός των συνόρων τους. Όσο για τις ζωντανές περιγραφές της ομορφιάς της φύσης, έχουν νόημα μόνο εφόσον το κοινό συμμετέχει ενεργά. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αντιδράσεις θαυμασμού και έκπληξης σε μερικές από τις πιο τρελές πτήσεις της φανταστικής αφήγησης. Μερικές φορές παρατίθενται αρκετά τεχνικές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα για την κατασκευή οπλισμού, και αυτό μαρτυρεί για άλλη μια φορά ένα κοινό που στα μέλη του συμπεριλαμβάνονταν έμπειροι τεχνίτες που γνώριζαν, για παράδειγμα, την ποσότητα του μετάλλου που χρειαζόταν για την κατασκευή ενός καλού πέλεκυ.
Το να αναφερθούμε στο κοινό ως μια συγκέντρωση πολιτών είναι σίγουρα αόριστο, εφόσον δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιοι απολάμβαναν τέτοιων προνομίων, που να μπορούν να παρακολουθούν αυτές τις αναγνώσεις. Προφανώς εξαρτιόταν σε κάποιο βαθμό από το πού λάμβαναν χώρα οι αναγνώσεις. Αν λάμβαναν χώρα δηλαδή σε αυλή, σε ναούς κατά τη διάρκεια εορτών ή ακόμη και γύρω από κατασκηνώσεις καραβανιών. Σαφές είναι ότι διαφορετικοί τόποι θα απαιτούσαν και διαφορετικού είδους κοινό.
Ποιο είναι το κοινό για τη φανταστική λογοτεχνία, που την απάρτιζαν οι γραπτές εκδοχές των μύθων και των θρύλων; Μήπως ήταν η ίδια συγκέντρωση πολιτών που άκουγαν τις ιστορίες, που έχουν ανακαλυφθεί στις αρχαίες βιβλιοθήκες και φέρουν γι' αυτό τη σφραγίδα της επίσημης αποδοχής; Μήπως επρόκειτο για το εκλεκτό προσωπικό του ναού και των ανακτόρων;
Αυτά τα κείμενα που ανακαλύφθηκαν κατά λάθος είναι περίπλοκα και απόκρυφα, πολύ περισσότερο από τις Επιστολές προς τον Θεό. Αν και στις ιστορίες μπορεί να αναφέρονται συγκεκριμένοι τόποι, όπως η Ουρούκ και ο Λίβανος στο Έπος του Γκιλγκαμές, ή η Νιππούρ στο Έπος του Ανζού, και η υπόθεση μπορεί να περιγράφει ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, όπως το κτίσιμο των τειχών της πόλης Ουρούκ, και οι ήρωες να είναι γνωστά και πραγματικά πρόσωπα, όπως ο Γκιλγκαμές και ο Ετάνα, όλα παρουσιάζονται με εξειδικευμένο τρόπο. Ο αριθμός των πεζών στοιχείων είναι μικρός. Η πλοκή είναι ασήμαντη, σε μερικές περιπτώσεις σχεδόν δεν υπάρχει. Η δράση έχει αργή εξέλιξη και αρκετά συχνά διακόπτεται για να αναλυθούν οι ομορφιές της φύσης και τα θαύματα του σύμπαντος, όπως και η ερμηνεία εξαιρετικά αινιγματικών ονείρων. Όλα αυτά δημιουργούν μια εκλεπτυσμένη μορφή λογοτεχνίας, όχι απαραίτητα εύκολα προσιτή, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι επιπρόσθετες λεπτολογίες στη γλώσσα και στο ύφος, τα περίτεχνα λογοπαίγνια και οι επεξεργασμένες επαναλήψεις.
Αυτό καταδεικνύει το ζήτημα μιας προφορικής λογοτεχνίας, που υπήρχε παράλληλα με τα λογοτεχνικά κείμενα. Δυστυχώς, υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες για την προφορική παράδοση, αλλά κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε. Μεμονωμένες πινακίδες που διατηρήθηκαν σ' ένα μόνο αντίγραφο δείχνουν ότι υπήρχε αφθονία ερωτικών τραγουδιών, αριστοκρατικών μύθων και θρύλων, επίκαιρων λαϊκών και αισχρολογικών ιστοριών, αινιγμάτων, ιστοριών για ζώα και παραβολών. Πιθανώς κάποιες παραλλαγές αυτών απαγγέλλονταν και παριστάνονταν όχι μόνο στην αυλή των ανακτόρων, αλλά και σε πιο ταπεινά περιβάλλοντα. Οι βασιλικές αυλές της 2ης χιλιετίας π.Χ. στην Ουρ, την Ισίν, τη Λάρσα και τη Βαβυλώνα συγκέντρωναν σοφούς και ποιητές, και αυτά τα μέρη πιθανότατα ήταν κέντρα δημιουργίας γι' αυτό το λογοτεχνικό είδος και σε προγενέστερες εποχές. Εξαιτίας της εφήμερης και επίκαιρης φύσης τους, αυτές οι ιστορίες ενδεχομένως να έχουν καταγραφεί σε υλικό λιγότερο ανθεκτικό από τις ψημένες πήλινες πινακίδες. Ο πάπυρος και το δέρμα, για παράδειγμα, δεν διατηρούνται για καιρό σε συνθήκες υγρασίας, και οι ξύλινες πινακίδες με κέρινη επικάλυψη εύκολα καταστρέφονται.
Πιθανώς η λογοτεχνική παράδοση, που έχει διασωθεί, κάποιες φορές να τραγουδιόταν με συνοδεία άρπας ή λύρας από έμπειρους καλλιτέχνες που ήξεραν τους στίχους απέξω. Όσο για τη δημόσια απαγγελία, μόνο το Έπος της Δημιουργίας αναφέρει ρητά ότι πρέπει να διαβάζεται ως τμήμα του τελετουργικού την τέταρτη ημέρα της Εορτής του Νέου Έτους στη Βαβυλώνα, αλλά αυτό γινόταν πολύ μεταγενέστερα από την εποχή που μας ενδιαφέρει.
Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στον μύθο και την ιεροτελεστία, όμως η ερμηνεία του πόσο στενός είναι αυτός ο δεσμός αλλάζει. Οι μελετητές της Βίβλου στις αρχές του 20ού αιώνα, επηρεασμένοι από τις θεωρίες του Τ. Γ. Φρέιζερ, συγγραφέα του Χρυσού Κλώνου, πίστευαν ότι όλοι οι μύθοι προέρχονταν από τελετουργίες. Αυτή η άποψη όμως επανεξετάζεται σήμερα με περισσότερη προσοχή. Σε πολλά παραδείγματα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αν προηγήθηκε ο μύθος της τελετουργίας ή το αντίστροφο. Σίγουρα υπάρχουν μύθοι σε άλλους πολιτισμούς, που δεν έχουν καμία εμφανή σύνδεση με την ιεροτελεστία. Η σχέση μεταξύ των δύο είναι σύνθετη και ποικιλόμορφη. Όσον αφορά την Εγγύς Ανατολή είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας την πιθανή τελετουργική σύνδεση, αλλά να θυμόμαστε, επίσης, ότι εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως στο τελευταίο τμήμα της Καθόδου της Ιστάρ στον Κάτω Κόσμο όπου σχεδιάζεται μια τελετουργία για τη γονιμότητα που εμπλέκει και τον Ντουμούζι, τέτοιες σχέσεις είναι κατά πάσα πιθανότητα μικρής σημασίας, τυχαίες ή και ανύπαρκτες.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων κατά την επιλογή του συγγραφέα.