Νικόλας Βεντουρής: Η αρχική ιδέα, που είχα καιρό στο μυαλό μου και ήθελα να αναδείξω, ήταν η παράνομη αλιεία και η υπεραλίευση. Είναι χρόνια μάστιγα και επειδή ζω κοντά στη θάλασσα, βλέπω καθημερινά τις αλλαγές και την επερχόμενη καταστροφή. Ήθελα λοιπόν να το μάθει ο κόσμος και να αφυπνιστεί. Έστω και μέσα από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Όπως έχω αναφέρει πολλές φορές, η θάλασσα δεν είναι χωράφι που έχεις τη δυνατότητα να το σπείρεις για να θερίσεις αργότερα. Οι θάλασσες πρέπει να προστατευτούν. Αυτή ήταν η βασική ιδέα. Υπάρχουν βέβαια και άλλα προβλήματα τα οποία αναδεικνύω στο βιβλίο και είναι το ίδιο σοβαρά, αλλά η κεντρική ιδέα ήταν αυτή που αναφέρω πιο πάνω.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί; Αν υπάρχει. Αν δεν υπάρχει, ποιος είναι ο πιο γοητευτικός.
Ν.Β.: Στο Ψαροκόκκαλο δεν υπάρχουν ήρωες, με την έννοια που συνήθως αποδίδουμε σε ένα μυθιστόρημα. Όλοι οι χαρακτήρες στο βιβλίο μου είναι άνθρωποι απλοί, άνθρωποι που μένουν δίπλα μας και συναντάμε στον δρόμο μας καθημερινά. Με τα προβλήματά τους, τα μυστικά τους και τις παραξενιές τους. Αν θα ξεχώριζα κάποιον χαρακτήρα, θα έλεγα πρώτα την Ελένη και μετά τον λιμενικό Σάκη Πατέλη. Έχουν και οι δύο αυτή την παραξενιά και τον αυθορμητισμό, που τους κάνει συμπαθητικούς, ταυτόχρονα όμως σε κάποιους άλλους μπορεί να φαίνονται αντιπαθητικοί.
Παρατήρησα πως δεν ακολουθήσατε κάποια νόρμα αστυνομικού μυθιστορήματος. Διαβάζοντας το βιβλίο νομίζω πως ακολουθήσατε ένα εντελώς ιδιωτικό μονοπάτι δομής που εξυπηρέτησε τις ανάγκες του κειμένου. Είναι πράγματι έτσι; Πώς δομήσατε την ιστορία;
Ν.Β.: Αυτό συμβαίνει, επειδή στην ουσία το Ψαροκόκκαλο, δεν είναι απλά και μόνο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Έχει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του, κάποιοι τη λένε νουάρ, έχει όμως και στοιχεία που ξεφεύγουν από την κλασική δομή του αστυνομικού. Εγώ έχω τις σημειώσεις μου για το πώς θα ξεκινήσω και πώς θα τελειώσω το βιβλίο μου. Στη συγγραφή όμως οι χαρακτήρες ζωντανεύουν, γίνονται πρόσωπα υπαρκτά. Οπότε πρέπει να τους ακολουθήσεις, χωρίς να τους επιβάλεις κανόνες και περιορισμούς. Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι, λένε πάρα πολλοί συγγραφείς. Έχεις την αφετηρία, έχεις και τον προορισμό. Ενδιάμεσα όμως θα κάνεις στάσεις, θα πάρεις παράδρομους, ενίοτε χωρίς να γνωρίζεις πού θα σε βγάλουν και τέλος, μετά από πολλές περιπέτειες, θα φτάσεις στον προορισμό. Φαντάσου ότι η Αγκάθα Κρίστι, σε πολλά μυθιστορήματά της, δεν είχε καν επιλέξει προορισμό. Ποια νόρμα λοιπόν να ακολουθήσεις;
Θα αλλάζατε κάτι αν το ξαναγράφατε από την αρχή; Και γιατί;
Ν.Β.: Το βιβλίο αγαπήθηκε έτσι όπως είναι. Έχω κάποιους αναγνώστες οι οποίοι είναι φανατικοί. Όχι, δε θα άλλαζα κάτι.
Θα λέγατε πως είστε ένας «ταμένος» συγγραφέας του αστυνομικού;
Ν.Β.: Εντάξει, έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν μπορώ να το κρύψω άλλωστε. Έχω διαβάσει αμέτρητα βιβλία. Όχι μόνο αστυνομικά βέβαια. Σε μικρή ηλικία διάβασα όλα του Λουντέμη, μετά όλα του Καζαντζάκη, του Καραγάτση και πολλών ακόμα Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Για μένα η συγγραφή είναι χόμπι. Έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα το 1984 και έμεινε κλειδωμένο σε ένα συρτάρι, μέχρι που το διάβασε μία συγγραφέας και με παρότρυνε να το στείλω σε κάποιον εκδοτικό. Έτσι, το 2017 κυκλοφόρησε το «Στη σκιά του ψηλού βράχου». Αγαπήθηκε, και αυτό με ώθησε να γράψω και τα άλλα δύο. «Ο παρατηρητής του θανάτου» και το «Ψαροκόκκαλο». Εφόσον λοιπόν και τα τρία μου βιβλία έχουν να κάνουν με φόνους, αστυνόμους, δολοφόνους και έρευνα, τότε μπορείς να πεις πως, ναι, είμαι «ταμένος» συγγραφέας του αστυνομικού.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Έχετε κατά νου κάποιο νέο σύγγραμμα;
Ν.Β.: Τούτη την ώρα που σου γράφω τις απαντήσεις, θα ήθελα να πληροφορήσω τους φίλους και αναγνώστες μου, πως τελείωσα το τέταρτο μυθιστόρημα. Προς το παρόν έχει τον ενδεικτικό τίτλο «Ο αγιογράφος». Η πλοκή εκτυλίσσεται στη Νάξο, σε ένα μοναστήρι, όπου βρίσκεται νεκρός με κομμένο τον λαιμό, ένας νεαρός δόκιμος μοναχός και εξαίρετος βέβαια αγιογράφος. Τώρα βάζω κι εγώ με τη σειρά μου, τις τελευταίες πινελιές!
Τι θέλετε να πείτε στους φιλαναγνώστες;
Ν.Β.: Στους φιλαναγνώστες δεν έχω να πω κάτι. Ξέρουν να κρίνουν από μόνοι τους και γνωρίζουν τις επιλογές τους. Στους ανθρώπους που δε διαβάζουν έχω να πω πολλά, αλλά ό,τι και να αναφέρω εδώ δε θα το διαβάσουν, οπότε τσάμπα θα τα γράψω!
Ποια είναι η γνώμη σας για το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα;
Ν.Β.: Ανθεί! Δε θα αναφέρω ονόματα, αλλά έχουμε εξαίρετους Έλληνες συγγραφείς. Το πρόβλημα είναι το μικρό ποσοστό του αναγνωστικού κοινού. Λίγοι Έλληνες ζουν πια από τη συγγραφή των βιβλίων τους. Όλοι έχουμε τις δουλειές μας και αφιερώνουμε κάποιες ώρες από τον ελεύθερο χρόνο μας για να κάνουμε το μεράκι μας. Παρόλα αυτά το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, αρχίζει να αποκτά φανατικούς οπαδούς. Ελπίζω και εύχομαι, όπως γίνεται στις περισσότερες σκανδιναβικές χώρες, να υπάρξει μέριμνα από το ελληνικό κράτος, ούτως ώστε να μεταφραστούν και να προωθηθούν και σε άλλες χώρες, αξιόλογες δουλειές νέων συγγραφέων.
Τέλος θα ήθελα να σε ευχαριστήσω θερμά Τζένη, για το βήμα που μου έδωσες. Να είσαι καλά!
Αυτά είπε ο Νικόλας Π. Βεντουρής για το μυθιστόρημά του Ψαροκόκκαλο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υδροπλάνο. Σε αυτά που μπορώ να πω εγώ για το βιβλίο, πέρα των κοινότυπων –τα οποία ωστόσο εδώ ισχύουν στο απόλυτο– για την όμορφη αφήγηση, την απολαυστική εμπειρία (αν είχε διορθωθεί αλάνθαστα θα ήταν απείρως καλύτερη), το μυστήριο και τις εξελίξεις που γοητεύουν, πρέπει να υπογραμμιστεί –αρχικά– η πολύ καλή δομή που έχει και είναι βασικότατο στοιχείο για το είδος. Έχω διαβάσει πολλές συγγραφικές επιχειρήσεις για ένα καλό αστυνομικό που ναυαγούν άδοξα ένεκα των λανθασμένων χειρισμών των συγγραφέων τους.
Σε αυτό το μυθογράφημα, όλα ξεκινούν από τον δεύτερο φόνο, με μια εγκληματική σκηνή. Κι έχει μεγάλη σημασία η επιλογή αυτή καθώς ένας άλλος συγγραφικός δρόμος δεν θα είχε προσφέρει στο συνολικό αποτύπωμα ενώ θα κινδύνευε και με μια άστοχη τοποθέτηση που ενδεχομένως θα πρόδιδε τη συνέχεια ή τις εξελίξεις ή θα αφαιρούσε από το μυστήριο των φόνων (βλέπε και παραπάνω περί σωστής δομής και να προσθέσω ότι δεν αισθάνομαι πως σας προδίδω ότι θα γίνουν φόνοι καθώς ο δεύτερος φόνος δηλώνει από μόνος του ότι έχει γίνει τουλάχιστον άλλος ένας). Σε αυτό το βιβλίο όλα τελειώνουν με μια σκιαγράφηση του δράστη. Αναμενόμενο θα πείτε, όμως δεν μιλάμε για μια τυπική σκιαγράφηση αλλά για μια αναλυτική «ματιά» η οποία όχι μόνο θα συμπληρώσει τα κομμάτια αλλά θα προσθέσει στοιχεία στο προφίλ του χαρακτήρα ολοκληρώνοντάς το σφαιρικά. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία· και για τη «μεγάλη εικόνα» αλλά κι επειδή ο συγγραφέας αισθάνεται –τρόπον τινά– μια υποχρέωση να δείξει όλες τις παραμέτρους.
Στα άλλα σημεία, πρόκειται για μια ιστορία που θα σε κρατήσει από την αρχή ως το τέλος, θα σε ταξιδέψει ευχάριστα, θα σου προσφέρει το σασπένς και το ενδιαφέρον που χρειάζεσαι και θα σου γεμίσει τους πόρους με πολλή θάλασσα, νησί κι αλμύρα. Σε αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα θα γνωρίσουμε μια ολόκληρη τοπική κοινωνία να πρωταγωνιστεί εξίσου στην άκρως αβανταδόρικη ιστορία που έχει να «δώσει» πλούσιο και πολυεπίπεδο υλικό από πρόσωπα, γεγονότα, σκηνές, εικόνες...
Επίσης, θα βρούμε φιλοσοφικά εδάφια, κυρίως μέσω των συζητήσεων των ηρώων όπως και εδάφια της ιστορίας του τόπου. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι πραγματεύεται ένα ζήτημα σε σχέση με τους δράστες (τον όποιο δράστη) που έχει να κάνει με το κατά πόσο ο δράστης ενός κακού επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Και, κατά συνέπεια, κατά πόσο ένας δράστης μπορεί να έχει άφεση, δηλαδή δικαιολογία, κακής πράξης. Υπάρχει άραγε κάτι τέτοιο όταν μιλάμε για εγκλήματα; Με ποια προϋπόθεση; Κάτω από ποια συνθήκη;
Ένα παραμύθι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία βγαλμένη μέσα απ' την ίδια τη ζωή.
Αν ψάχνετε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ένα αστυνομικό που θα σας συναρπάσει ή ένα ανάγνωσμα για να ξεφύγετε χωρίς όμως να μπλέξετε με κάτι παιδιάστικο ή ρηχό, τότε αυτό το βιβλίο οφείλει να μπει στη λίστα.