Συνέχεια πρώτου μέρους, που θα βρείτε εδώ
Πάντως οτιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα για τη Μεσοποταμία της 4ης χιλιετίας π.Χ. βασίζεται στα αρχαιολογικά ευρήματα, σε έρευνες και στην ερμηνεία των κειμένων της σφηνοειδούς γραφής, που χρονολογούνται σε μεταγενέστερη εποχή, αλλά αναφέρονται σε αυτήν την περίοδο. Ο Χάρτμουτ Σμέκελ γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του Ιστορία του πολιτισμού της αρχαίας Ανατολής, που εκδόθηκε το 1961: «Επάνω από την τέταρτη χιλιετία απλώνεται για εμάς το αχνό φως της προϊστορίας. Με την κεραμική να αλλάζει διαδοχικά υλικό, σχήμα και διακόσμηση, τα πήλινα ειδώλια σε μορφή ταύρου και Θεάς-Μητέρας και με τα κατώτερα στρώματα του Τέπε Γκάουρα και του Εριντού, που αποκάλυψαν μικρούς ναούς, μας επιτρέπεται σήμερα να έχουμε μια πιο άρτια γνώση για την πολιτισμική ανάπτυξη, αν και η εικόνα ξεκαθαρίζει μόλις λίγο πριν τις αρχές του 3000.».
Ο Σμέκελ γράφει για τον πληθυσμό: «Οι κάτοικοι της χώρας κατά την τέταρτη χιλιετία ήταν κυρίως σημιτικής καταγωγής και ακόμη και μετά την άφιξη των Σουμερίων, λίγο πριν το 3000, ήταν εκείνοι που είχαν το επάνω χέρι στον Βορρά, ενώ ο Νότος παρέμεινε σουμερικός για περισσότερα από 1000 χρόνια.».
Αντίθετα στον τόμο Εγγύς Ανατολή του έργου Εγχειρίδιο της Αρχαιολογίας του Μπάρθελ Χρούντα, ο οποίος εκδόθηκε το 1971, παρατηρούμε ότι «η μεγάλη σημασία που απέκτησε η Μεσοποταμία ως πυρήνας της αρχαιολογίας στην Εγγύς Ανατολή, το χρωστάει κυρίως στους Σουμέριους, οι οποίοι κατά την 4η χιλιετία π.Χ. δημιούργησαν στο Νότιο τμήμα τους πρώτους αστικούς πολιτισμούς της Αρχαίας Ανατολής.».
Οι μέχρι σήμερα πολυσυζητημένες θεωρίες για τη μετακίνηση των λαών δεν αναφέρονται καν από τον Χρούντα. Δεν γίνεται πλέον λόγος για έναν ανεπτυγμένο σουμερικό πολιτισμό, που εμφανίστηκε σε μια νύχτα, όπως συχνά διατυπώνεται σε διάφορες μελέτες. Ο Βίνφριντ Όρτμαν, εκδότης και συγγραφέας του τόμου Η Αρχαία Ανατολή ως προπομπός της Ιστορίας της τέχνης, που εκδόθηκε το 1975, αποφεύγει εντελώς τον όρο Σουμέριοι και γράφει: «Οι λαοί που μιλούσαν τη σουμερική πιθανότατα δεν ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας, υποθέτουμε όμως ότι έφθασαν εδώ κατά την προϊστορική περίοδο.».
Από αυτήν την αντιμετώπιση του θέματος φαίνεται καθαρά ότι κλονίζεται πλέον η σιγουριά, με την οποία πίστευε κάποιος πριν από 30 χρόνια ότι ήταν σε θέση να γράψει την ιστορία του σουμερικού λαού, εξαιτίας του νεότερου και μεγάλου υλικού που έχει βρεθεί. Έτσι, όσο και αν θεωρείται σήμερα βέβαιη η ύπαρξη της σουμερικής γλώσσας και του σουμερικού πολιτισμού, τόσο αμφισβητούμενα είναι τα αρχαιολογικά πορίσματα. Οι πολλές ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών έκαναν γνωστό ότι αυτά που γνωρίζουμε για την πρώιμη ιστορία της Μεσοποταμίας είναι ένα μέρος μόνο και είναι πολύ πιθανό να παραμείνει έτσι για πολλά χρόνια ακόμη. Ίσως για πάντα. Αυτό εξαρτάται από το υλικό που έχει χαθεί, όπως νωποί πλίνθοι, και από τον περιορισμό των αρχαιολογικών δυνατοτήτων για μελέτη ιδιαίτερα στην περιφέρεια.
Πάντως σήμερα γνωρίζουμε όλο και περισσότερα πράγματα για την πρώιμη ιστορία της Μεσοποταμίας. Ήδη την ελληνιστική περίοδο οι πρώτες ιστορικές αποδείξεις της Μεσοποταμίας είχαν λησμονηθεί. Οι αναφορές της Γένεσης διαβάζονταν πια σαν μύθος και ο Ηρόδοτος, ο οποίος είχε ταξιδέψει στη Μεσοποταμία, απλώς κάνει μια αναφορά που είναι εν μέρει αληθινή. Οι περιγραφές του αφήνουν να εννοηθεί ότι η παρατηρητικότητα των μεγάλων Ελλήνων, κατά την επίσκεψή τους στην περσική επαρχία της Μεσοποταμίας είχε υποστεί μείωση. Ο Ηρόδοτος και οι άλλοι συγγραφείς της εποχής του αναφέρουν κάποια πράγματα από την ιστορία της Μεσοποταμίας, αλλά για τους Σουμέριους δεν μιλάει κανείς. Το όνομα αυτό ήταν άγνωστο στη Βίβλο και η γλώσσα που είχε διατηρηθεί όσο και η ιστορία των Σουμερίων είχε σβηστεί πια από τη μνήμη των ανθρώπων.
Αυτό άλλαξε όμως, όταν ο Ρωμαίος προσκυνητής της Ανατολής Πιέτρο ντελα Βάλλε, επέστρεψε το 1626 στη Ρώμη, φέρνοντας μαζί του Άραβες ακολούθους και πολύτιμες συλλογές μετά από πολύχρονη παραμονή του στην Ανατολή. Δεν έφερε μαζί του μόνο πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως αγγεία, λειτουργικά αντικείμενα, κοσμήματα και δυο αιγυπτιακές μούμιες, αλλά και τα πρώτα κείμενα σφηνοειδούς γραφής στην Ευρώπη. Αυτά όμως αποτέλεσαν περισσότερο αντικείμενο θαυμασμού και ελάχιστα επιστημονικής έρευνας και μελέτης. Θα κυλούσαν άλλοι δύο αιώνες περίπου μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης της σφηνοειδούς γραφής. Αυτές όμως οι προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα όχι στα κείμενα από τη Μεσοποταμία, αλλά στις περσικές επιγραφές. Η πρώτη ανήκει στον Γκέοργκ Φρίντριχ Γκρότεφεντ (1802) και η δεύτερη στον Βρετανό αποικιακό αξιωματικό Χένρυ Ρόλινσον (1835).
Μόλις τον 19ο αιώνα αρχίζει μια συστηματική έρευνα των διαφόρων κειμένων σφηνοειδούς γραφής. Αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ίσχυε τελικά η θεωρία που είχε διατυπωθεί ήδη από τον Γκρότεφεντ για τη συγγένεια μεταξύ των γλωσσών. Παρ' όλα αυτά πέρασαν ακόμη αρκετές δεκαετίες μέχρι την πλήρη αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής από τη Μεσοποταμία. Με την αποκρυπτογράφησή της όμως αναδύθηκαν στην επιφάνεια νέα αινίγματα.
Ο Γάλλος ασσυριολόγος Ζυλ Οππέρ, που είχε λάβει προσωπικά μέρος στις ανασκαφές της Μεσοποταμίας, αμφέβαλε ότι το σχήμα και ο τρόπος της τόσο τέλειας βαβυλωνιακής σφηνοειδούς γραφής βρισκόταν στην αρχή μιας εξέλιξης. Μετά από τις επιστημονικές του μελέτες, πίστευε ότι πρέπει να ήταν το τελικό προϊόν και όχι η μαρτυρία μιας επερχόμενης αρχής.
Το επόμενο βήμα του Οππέρ ήταν μια τολμηρή υπόθεση. Ανάμεσα στους Βαβυλώνιους με την τελειοποιημένη γραφή και τον ανεπτυγμένο πολιτισμό και στους λαούς της προϊστορικής περιόδου, που δεν γνώριζαν γραφή, πρέπει να υπήρχε κάποια σύνδεση. Και αυτός πρέπει να ήταν, όπως υποστηρίζει ο Οππέρ, ο ρόλος που έπαιξε ο πολιτισμός ως δημιουργός και η ανακάλυψη της γραφής. Χωρίς να γνωρίζουμε τίποτε άλλο από αυτόν τον λαό, εκτός από τη μαρτυρία ότι υπήρξε κάποτε, ο Οππέρ οδήγησε τη θεωρία του σε επιστημονική συζήτηση και ονόμασε αυτόν τον λαό σύμφωνα με το αρχαίο όνομα της Νότιας Μεσοποταμίας: Σουμέριοι.
Στις ημέρες μας ακόμη δεν έχουν σταματήσει οι διαμάχες για την ταυτότητα του σουμερικού λαού –όνομα και γλώσσα. Αντίθετα έχουν αναζωπυρωθεί. Η ίδια η θεωρία του Οππέρ, ότι οι Σουμέριοι πρέπει να υπήρξαν, παρόλο που δεν υπήρχε κάποια χειροπιαστή απόδειξη γι' αυτό, δεν ήταν μια συγκεκριμένη θεωρία. Στηριζόταν σε υποθέσεις και όχι σε γραπτά στοιχεία. Από το 1851 μέχρι το 1855 ο Οππέρ βρισκόταν στη Μεσοποταμία και συνέχιζε τις ανασκαφές, όταν κατάλαβε ότι πολλοί από τους λόφους με τα ερείπια, που βρήκε στα νότια της χώρας, είχαν μεγάλη ιστορική αξία, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να ολοκληρώσει τις ανασκαφές.
Πάντως σε εκείνον οφείλουμε έστω και την υποθετική σημασία εκείνου του χώρου, που είκοσι χρόνια αργότερα θα έφερνε στο φως πολλές αποδείξεις, οι οποίες επιβεβαίωναν τη θεωρία του Οππέρ. Ήταν το Τέλλο, περίπου 40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βάρκα, της ιστορικής Ουρούκ, που αποδείχτηκε από τις ανασκαφές που έγιναν μεταξύ του 1878 και του 1900 και μεταξύ του 1903 και του 1909 ότι επρόκειτο για τη σουμερική πόλη Γκιρσού, την πρωτεύουσα της Λαγκάς.
Τον Ιανουάριο του 1872 έφθασε στην Μπάσρα ένας νέος Γάλλος πρόξενος, ο Ερνέστ ντε Σαρζέκ. Αυτός είχε ακούσει για τις προγενέστερες ανασκαφές του Βρετανού συναδέλφου του Τέιλορ στην Ουρ και είχε και ο ίδιος αρχαιολογικές φιλοδοξίες.
Όταν έμαθε από κάποιον ντόπιο έμπορα για τις πλάκες με τη σφηνοειδή γραφή και τα γλυπτά, που είχαν βρεθεί στο Τέλλο, πήρε αμέσως την απόφαση να αρχίσει να σκάβει. Αντιμετώπισε όμως τεράστιες πρακτικές δυσκολίες από την πρώτη στιγμή που σχεδίασε αυτή την επιχείρηση. Όσο σίγουρος ήταν ο Ντε Σαρζέκ για την υποστήριξη που θα είχε από τις γαλλικές αρχές, τόσο μεγάλα ήταν τα εμπόδια μέσα στην ίδια τη χώρα. Η περιοχή του Τέλλο είχε πέσει στα χέρια ενός πολεμικού αραβικού λαού, των Μοντεφίτζ, που δεν αναγνώριζαν την κυβέρνηση της Βαγδάτης και τους διπλωμάτες και πρόξενους που βρίσκονταν εκεί. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το διπλωματικό ταλέντο του Ντε Σαρζέκ, ο οποίος κέρδισε την εύνοια του Νασίρ-πασά, του αρχηγού των Αράβων, ο οποίος του επέτρεψε να ταξιδέψει άφοβα στην περιοχή.
Αυτό που ανακάλυψε ο Ντε Σαρζέκ στο Τέλλο ξεπερνούσε και τα πιο τολμηρά του όνειρα. Η ανατολική όχθη του Σατ-ελ-Χάι,[1] ενός καναλιού που είχε κτιστεί κατά την αρχαιότητα και ένωνε τον Ευφράτη με τον Τίγρη, ήταν γεμάτη και αυτή, όπως και ο λόφος του Τέλλο, με αγάλματα και θραύσματα από αγγεία και πλάκες, που έφεραν κείμενα σφηνοειδούς γραφής, που αναμφίβολα δεν ήταν ασσυριακή. Το σημαντικότερο όμως που βρήκε ο Ντε Σαρζέκ ήταν το επάνω μέρος από το άγαλμα ενός βασιλιά από μαύρη πέτρα, δυστυχώς χωρίς το κεφάλι του, το οποίο επάνω στους ώμους έφερε σύμβολα όμοια με αυτά της σφηνοειδούς γραφής, που μέχρι τότε ήταν άγνωστα. Αυτό το άγαλμα βρέθηκε κάτω από έναν πανύψηλο σωρό από ερείπια και πιθανόν ήλθε στο φως από τον αέρα και τις βροχές που ξέπλυναν το χώμα. Ήταν μεγάλη τύχη που η περιοχή του Τέλλο δεν κατοικήθηκε –όπως φάνηκε στις ανασκαφές– κατά τη μετασουμερική περίοδο και γι' αυτό τα ερείπια δεν είχαν θαφτεί πολύ βαθιά στην άμμο.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1878 έφερε στο φως όχι μόνο τα ερείπια ενός κτηρίου, που ήταν καλυμμένο με ψημένα τούβλα, αλλά βρήκε και το κάτω μισό του αγάλματος, που είχε ανακαλύψει νωρίτερα.
Τα επόμενα χρόνια ο Ντε Σαρζέκ συγκέντρωσε Άραβες εργάτες και ξεκίνησε συστηματικές ανασκαφές, ψάχνοντας τη γη του Τέλλο σπιθαμή προς σπιθαμή. Εκτός από αμέτρητες επιγραφές και δυο πήλινους κυλίνδρους με σφηνοειδή γραφή, ανακάλυψε κομμάτια ενός πέτρινου ανάγλυφου με τα ίδια σύμβολα, που αργότερα ονομάστηκε «Η Στήλη των Γυπών» και πολύ μετά έγινε παγκόσμια γνωστή ως ένα μνημείο του βασιλιά Εαννάτουμ της Λαγκάς, που βασίλευσε στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Επίσης, τα αγάλματα του Γουδέα και τα μνημεία των πρώτων μοναρχών, του Ουρ-νάνσε, του Εαννάτουμ, του Εντεμενά και του Ουρουκαγκίνα, όπως και «Η Στήλη των Γυπών» βεβαίωναν την ύπαρξη μιας μη σημιτικής γλώσσας και μιας γραφής σχεδόν εικονογραφικής, από την οποία, χωρίς αμφιβολία, είχε προέλθει η ασσυριακή σφηνοειδής.
Ο Ντε Σαρζέκ είχε καταλάβει τη σπουδαιότητα των ευρημάτων και το καλοκαίρι του 1878 κατόρθωσε να κινήσει το ενδιαφέρον του Λεόν Χοϊζύ, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν έφορος της πτέρυγας αρχαίας ανατολικής τέχνης στο Λούβρο. Ο έφορος συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι ανασκαφές ήταν πολύ σημαντικές για τη συνέχιση της μελέτης της αρχαίας ιστορίας της Βαβυλώνας.
Με τα ευρήματα του Ντε Σαρζέκ, ο Ζυλ Οππέρ είχε στα χέρια του τις αποδείξεις για τη θέση του σχετικά με την ύπαρξη ενός προβαβυλωνιακού λαού, του λαού των Σουμερίων. Αυτή την άποψη ενίσχυαν όχι μόνο τα ευρήματα του Ντε Σαρζέκ με μια γραφή προγενέστερη της βαβυλωνιακής, αλλά και τα ειδώλια των βασιλέων που αναφέρονται σε αυτά τα κείμενα. Επομένως, θεωρούταν πλέον βέβαιο ότι κυβέρνησαν τη Νότια Μεσοποταμία πριν από τους Βαβυλώνιους.
Αν και η άποψη του Οππέρ μετά τα ευρήματα ήταν πια αδιαμφισβήτητη, ξεκίνησε ένας πραγματικός πόλεμος ανάμεσα στους επιστήμονες. Αιτία η γλώσσα. Ο Οππέρ πίστευε ότι η διαφορά ανάμεσα στη βαβυλωνιακή και στη σουμερική γραφή προέκυπτε από τη διαφορετικότητα των δύο γλωσσών. Απέδειξε ότι η σουμερική, αντίθετα με τη βαβυλωνιακή, δεν ήταν σημιτικής καταγωγής.
Για την καταγωγή της σουμερικής δεν γνώριζε τίποτε ούτε και ο Οππέρ. Αυτό το ερώτημα παραμένει αναπάντητο μέχρι σήμερα για τους επιστήμονες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έχουν γίνει. Επίσης, η καταγωγή των Σουμερίων βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι.
Η χώρα του σουμερικού λαού ανακαλύφθηκε ουσιαστικά τον 20ό αιώνα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου έγιναν πολλές αρχαιολογικές εκστρατείες στην περιοχή, που σήμερα θεωρείται ότι ήταν η χώρα του σουμερικού λαού. Η εικόνα της μοιάζει με μωσαϊκό που αποτελείται από μύθους και θρύλους και αργά μετατρέπεται σε ιστορία. Εκατοντάδες επιστήμονες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν εκατοντάδες χιλιάδες κείμενα σφηνοειδούς γραφής. Πολλά από αυτά αναφέρονται στον λαό των Σουμερίων, τη ζωή τους, τη θρησκεία τους, τον πολιτισμό τους, χωρίς όμως, δυστυχώς, να αναφέρουν το παραμικρό για την καταγωγή και την πρώιμη ιστορία τους. Τα μυστικά της προϊστορικής Σουμερίας υποχωρούσαν πέρα από την 3η χιλιετία π.Χ. Η αποκατάσταση του παρελθόντος κέρδιζε συνεχώς έδαφος, και το πεδίο της έρευνας διευρυνόταν, ακριβώς τη στιγμή που οι ασσυριολόγοι έγιναν κάτοχοι των εργαλείων της εργασίας τους. Η ανάγνωση των κειμένων δεν έθετε πια μεγάλα προβλήματα. Ο Carl Bezold είχε ολοκληρώσει τον κατάλογο των πινακίδων του Γκουγιουντζίκ, που βρισκόταν στο Βρετανικό Μουσείο, και η διεύθυνση του Μουσείου συνέχιζε τη δημοσίευσή τους, που είχαν εγκαινιάσει οι Rawlinson, G. Smith, Th. G. Pinches και ο E. Norris με πέντε μνημειώδεις τόμους. Το λεξικό του Fr. Delitzsch δημοσιεύτηκε το 1896. Οι ιστορικές, φιλολογικές και θρησκευτικές μελέτες πολλαπλασιάζονταν σε νέα περιοδικά, όπως το REVUE D’ASSYRIOLOGIE. Μόνον που από την αρχαιολογία έλειπε ακόμη μια άρτια επιστημονική τεχνική. Οι ανασκαφές του De Sarzec δεν αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση, και αυτές που είχαν από το 1889 αναλάβει οι Αμερικανοί στη Νιππούρ χαρακτηρίζονταν από ακόμη πιο ριζική έλλειψη μεθόδου. Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα σημειώθηκε σε αυτόν τον τομέα μια σημαντική αλλαγή. Στο εξής οι ανασκαφείς άρχισαν να κάνουν ακριβείς αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις, δίνοντας προσοχή στη στρωματογραφία των θέσεων και σημειώνοντας την ακριβή θέση των ευρημάτων.
Το 1975 εμφανίστηκε στη Βηρυτό το μεγάλο εικονογραφημένο έργο ενός Άραβα επιστήμονα για την προϊστορία της Μεσοποταμίας. Σε αντίθεση με παρόμοιες εκδόσεις, που στις πρώτες σελίδες παρουσιάζουν αεροφωτογραφίες της περιοχής και φωτογραφίες με παραδείγματα της πρώιμης κεραμικής και πλαστικής, σε αυτό το έργο παρουσιάζονται ζωγραφιές ανθρώπων και γίνεται μια προσπάθεια να ψηλαφιστεί ο λαός των Σουμερίων από την πλευρά της ανθρωπολογικής έρευνας.
«Άνθρωποι με βραχύ κρανίο και φαρδύ μέτωπο, πεταχτή αλλά ίσια μύτη, μικρό στόμα και λεπτά χείλη, μικρό σαγόνι, χαμηλό μέτωπο και φαρδιές πλάτες.» Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει ο Γερμανός επιστήμονας Χάρτμουτ Σμέκελ τη μορφή των ανθρώπων που αποτελούσαν αυτόν τον άγνωστο λαό. Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζονται, σύμφωνα με τα ανάγλυφα και τους σφραγιδόλιθους που έχουν βρεθεί, οι άνθρωποι αυτής της φυλής με βραχύ κρανίο, μαύρα μαλλιά χτενισμένα σε στεφάνι ή κοτσίδα, μερικές φορές περιποιημένα γένια, άλλες φορές πάλι φαλακροί με μεγάλα μάτια.
Ο Σμέκελ λησμόνησε να αναφέρει τα μεγάλα μάτια. Αυτά τα αμυγδαλωτά μάτια είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φυλής και φαίνεται αργότερα και στις μορφές που παριστάνονται επάνω σε στήλες. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν αυτά τα μεγάλα μάτια ήταν φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό των Σουμέριων ή έκφραση μιας ιδιαίτερης κατάστασης στη ζωή τους. Υπάρχει η πιθανότητα τα αγάλματα που έχουν βρεθεί να παριστάνουν έναν ιερέα και μια ιέρεια ενώπιον του θεού τους. Στην περίπτωση αυτή τα ορθάνοιχτα αμυγδαλωτά μάτια είναι σημάδι του σεβασμού, του θαυμασμού και του δέους, που θέλουν να δείξουν προς τον θεό τους. Εξάλλου δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έβλεπαν και φαντάζονταν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Το θέμα είναι ότι γίνεται μια προσπάθεια να προσεγγιστούν οι Σουμέριοι ανθρωπολογικά, πράγμα που υποκινεί το ενδιαφέρον για την έρευνα σχετικά με την καταγωγή τους.
Το γεγονός πάντως είναι ότι γνωρίζουμε για τους Σουμέριους περισσότερα απ' όσα μας επιτρέπουν να μαντέψουμε η κεραμική, τα ανάγλυφα και τα αγάλματα. Αυτό το οφείλουμε στους ίδιους τους Σουμέριους ή στους προγόνους τους που ανακάλυψαν τη γραφή, η οποία στο μεταξύ έχει γίνει πιο προσιτή σε εμάς μετά την αποκρυπτογράφηση. Η σουμερική γραφή μας καθοδηγεί στην ορθότερη χρονολόγηση των ευρημάτων και με τη βοήθειά της κατορθώσαμε να πληροφορηθούμε κάτι από το παρελθόν και την ιστορία αυτών των ευρημάτων.
Στη Μεσοποταμία έχουν βρεθεί τεράστιες συλλογές από πήλινες πινακίδες που καταγράφουν τα πάντα, από την απλούστερη καταμέτρηση προβάτων μέχρι την πιο απόκρυφη μαντική τελετουργία.[2] Αυτά συγκροτούν έναν κώδικα που παρουσιάζει θέματα κοινού ενδιαφέροντος για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Τέτοια θέματα δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν ή να ερμηνευτούν σ' έναν κόσμο τόσο πολύ απομακρυσμένο από την πηγή τους. Για τον λόγο αυτό είναι ίσως τα πιο ενδιαφέροντα από όλα. Αν και οι περισσότερες πληροφορίες αυτών των πινακίδων μπορούν να θεωρηθούν ότι αφορούν καθημερινές υποθέσεις, σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και ένα μικρό ποσοστό πινακίδων που εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν λογοτεχνικές. Αυτές οι πινακίδες αναφέρουν ιστορίες που στο μεγαλύτερο μέρος τους παραμένουν άγνωστες, αν και στην αρχαιότητα τουλάχιστον μερικές ήταν πολύ γνωστές. Οι ιστορίες αυτές επέζησαν χωρίς να έχουν διαβαστεί από την εποχή περίπου της γέννησης του Χριστού μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν αποκρυπτογραφήθηκε η ακκαδική, η γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένες.
Οι βασιλικές βιβλιοθήκες, που ανακαλύφθηκαν στη Νινευί, έχουν προσφέρει μεγάλο μέρος του υλικού που διαθέτουμε, αρκετό από αυτό εξαιρετικά διατηρημένο, όμως η Νινευί δεν ήταν παρά μόνο μία από τις πολλές τοποθεσίες της Μεσοποταμίας όπου υπήρχαν βιβλιοθήκες και αρχεία.[3] Μια ανασκαφή σχεδόν οπουδήποτε θα αποκαλύψει τουλάχιστον λίγες πινακίδες έστω και αν καταγράφουν απλώς αριθμούς κοπαδιών και καταλόγους νοικοκυριών. Σε όλες τις περιόδους γίνονταν συλλογές πινακίδων και λείψανά τους βρέθηκαν στην Ασσούρ και τη Χαρράν στον Βορρά και στη Βαβυλωνία, Ουρ, Νιππούρ, Ουρούκ και Βόρσιππα στον Νότο.
Μία επιστημονική ομάδα από την Ιταλία, με υπεύθυνο τον Πάολο Ματία, μετά από πολλά χρόνια ερευνών έφερε στο φως το 1975 στη Βόρεια Συρία, 60 χιλιόμετρα νότια του Αλέππο, τα ερείπια μιας πόλης με το όνομα Έλβα. Ανακάλυψαν ότι επρόκειτο για την πρωτεύουσα μιας άγνωστης μέχρι τότε ισχυρής χώρας της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο Ιταλός αρχαιολόγος Σαμπατίνο Μοσκάτι ανέφερε την ανακάλυψη των συναδέλφων του από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης, ως μια «πραγματική επανάσταση στις γνώσεις μας γύρω από τον αρχαίο κόσμο».
Η Έλβα ήταν χωρίς αμφιβολία ένα από τα κέντρα της Εγγύς Ανατολής, τα οποία είχαν ζωηρή εμπορική επαφή με τις πόλεις της Μεσοποταμίας. Στις χιλιάδες πλάκες πηλού, που ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στα κρατικά αρχεία της Έλβα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1975, παρατηρούμε να υπάρχουν δύο διαφορετικές γραφές, μία σε κάποια μέχρι σήμερα άγνωστη σημιτική γλώσσα και μία στη σουμερική. Μια ομάδα από πήλινες πλάκες, που παρουσιάζουν μαζί με σουμερικές λέξεις και έννοιες της σημιτικής γλώσσας, θεωρούνται τα αρχαιότερα λεξικά της ανθρωπότητας. Το σίγουρο είναι ότι, θα διευκολύνουν πολύ την επίλυση των μυστηρίων, που κρύβει η Έλβα και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας σχετικά με την ιστορία της αρχαίας Ανατολής.
Το μεγάλο εύρημα της Έλβα ήλθε στο φως, όταν οι αρχαιολόγοι μετά από ανασκαφές, που είχαν κρατήσει πολλά χρόνια, έφθασαν στο σημείο στο οποίο κάποτε βρισκόταν η αίθουσα ακρόασης στα ανάκτορα του βασιλιά. Στα πλάγια μιας τεράστιας ανοιχτής αίθουσας υπήρχαν οι πήλινες πλάκες επάνω σε ξύλινα ράφια, από τα οποία σήμερα σώζονται κομμάτια, ακριβώς όπως τοποθετούμε τα βιβλία σε μια σύγχρονη βιβλιοθήκη. Εκεί βρέθηκαν συμβόλαια, που είχε συνάψει ο βασιλιάς με γειτονικούς λαούς, διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, νομικά βιβλία, φορολογικές πράξεις των πολιτών της Έλβα, εμπορικά συμφωνητικά και νομικές διευθετήσεις.
Ακριβώς δίπλα ανακάλυψαν και θεολογικά και λογοτεχνικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και μια ολοκληρωμένη έκδοση του Έπους του Γκιλγκαμές. Οι πήλινες πλάκες που βρέθηκαν στην Έλβα χρονολογούνται από τους ειδικούς το 2300 π.Χ. περίπου. Επειδή όλα τα σημαντικά κείμενα ήταν γραμμένα όχι μόνο στην τοπική σημιτική διάλεκτο της Έλβα, αλλά και στη σουμερική γλώσσα, θεωρείται πλέον βέβαιη η άποψη ότι η σουμερική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν σε ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή για το εμπόριο και τις διπλωματικές συμφωνίες.
Την πρώτη απόδειξη για την ιστορική σημασία της Έλβα είχαν στα χέρια τους οι αρχαιολόγοι, απλά επειδή είχαν παρατηρήσει ότι το όνομά της αναφερόταν συχνά στις πήλινες πλάκες των σουμερικών αρχείων. Εκεί διάβασαν ακόμη ότι ο βασιλιάς της Ακκάδ της Ναραμσίν, ο τρίτος διάδοχος του μεγάλου βασιλιά Σαργκόν της Ακκάδ, είχε καταλάβει την πόλη το 2350 π.Χ. περίπου και είχε καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της. Σήμερα, 4000 χρόνια αργότερα, η γη μάς αποκαλύπτει τα μυστικά που έκρυβε μέσα της και για άλλη μια φορά είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε την τεράστια εξάπλωση της σουμερικής επιρροής, η οποία, έφθανε από την Αίγυπτο μέχρι τη Βόρεια Συρία και από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι την Ινδία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ύπαρξη συλλογών, όπως οι παραπάνω, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο εκπαιδεύονταν οι γραφείς, ο οποίος παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος για δύο χιλιετίες. Αυτός περιλάμβανε την επαναλαμβανόμενη πιστή αντιγραφή κειμένων. Γραφείς από όλη τη χώρα πιθανώς κρατούσαν για τον εαυτό τους τα κείμενα, που είχαν αντιγράψει στη διάρκεια της μαθητείας τους, και έτσι σχεδόν πανομοιότυπα αντίγραφα των κειμένων μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές. Πάντως θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των συλλογών σχολικών ασκήσεων, όπως αυτές που βρέθηκαν στο Σουλτάντεπε (που περιείχαν και αρκετά μαθητικά μαργαριτάρια), των διοικητικών αρχείων, όπως αυτά που βρέθηκαν στην Έμπλα και σκορπισμένα στο Μάρι, και μιας πραγματικής βιβλιοθήκης, δηλαδή μιας εσκεμμένης συλλογής εκλεκτών λογοτεχνικών κειμένων, που συγκεντρώθηκαν αποκλειστικά και μόνο για να αποτελέσουν συλλογή (in situ), πιθανώς σε ανάκτορο ή σε ναό.
Επίσης, σωστό είναι να γνωρίζουμε ότι, παρόλο που η ανθεκτικότητα των πήλινων πινακίδων και η ευρεία διάδοσή τους μπορεί να αποτελεί θετική είδηση για τους σύγχρονους μελετητές, η τυχαία ανακάλυψή τους, οι ακατάλληλες μέθοδοι ανασκαφής και η σποραδική χρήση λιγότερο ανθεκτικών ξύλινων πινακίδων με κέρινη επικάλυψη δεν είναι και τόσο καλή. Κάποια πολύ δημοφιλή κείμενα μπορεί να μην έχουν βρεθεί ποτέ, και ίσως κάνουμε λάθος να πιστεύουμε ότι μερικά κείμενα ήταν στην αρχαιότητα περισσότερο δημοφιλή από όσο πραγματικά ήταν, αποκλειστικά και μόνο γιατί έχουν έρθει στο φως τόσα πολλά κομμάτια αυτών των κειμένων.
Τα λογοτεχνικά έργα ήταν τακτοποιημένα με βάση τον τίτλο και το είδος, την ποσότητα στην οποία ήταν διαθέσιμο το κείμενο και την περιγραφή του υλικού του. Σύμφωνα με το τελευταίο μπορούσε να ανήκει σε μία από τις εξής τέσσερις κατηγορίες: πήλινη πινακίδα μεγάλου μεγέθους χωρισμένη σε δύο ή περισσότερες στήλες, μικρότερη πινακίδα με μία μόνο στήλη, πινακίδα γραφής με κέρινη επικάλυψη αποτελούμενη από δύο ή περισσότερα φύλλα, μονόφυλλη πινακίδα γραφής.
Στις λογοτεχνικές πινακίδες φρόντιζαν να υπάρχει κενός χώρος στην τελευταία στήλη για κολοφώνα, ο οποίος περιείχε το είδος των πληροφοριών, τις οποίες ένα σύγχρονο βιβλίο παρέχει στα πρωτοσέλιδά του. Ο κολοφώνας μπορούσε να περιλαμβάνει μερικές από τις ακόλουθες πληροφορίες: τον τίτλο του έργου, το όνομα του κτήτορα, το όνομα του γραφέα, την ημερομηνία του έργου, σχόλια για το πρωτότυπο από το οποίο είχε αντιγράψει ο γραφέας, χαρακτηρισμό του κειμένου ως «μυστικού» και επίκληση κατάρας εναντίον οποιουδήποτε αναρμόδιου έπαιρνε την πινακίδα.
Μερικές φορές ο κολοφώνας περιλάμβανε μόνο τον πρώτο στίχο του συγκεκριμένου έργου, συντομευμένο, μαζί με τον αριθμό των πινακίδων της σειράς. Για παράδειγμα, για το Έπος του Γκιλγκαμές γράφει: «Από αυτόν που ανακάλυψε τα πάντα (ο πρώτος στίχος) Πινακίδα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κ.ο.κ.».
Τα κείμενα ήταν γραμμένα σε σφηνοειδή γραφή επάνω σε πήλινες πινακίδες, συνήθως τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος, ή μερικές φορές επάνω σε ξύλινες πινακίδες. Ο πηλός αφθονούσε πάντα στη Μεσοποταμία και εύκολα πλαθόταν στο ζητούμενο σχήμα. Οι γραφείς χρησιμοποιούσαν μια γραφίδα από καλάμι ή ίσως από ελεφαντόδοντο ή μέταλλο. Η άκρη της ήταν μυτερή ή στρογγυλεμένη, πράγμα που επηρέαζε αντίστοιχα τον τύπο γραφής. Οι γραφείς χρησιμοποιούσαν πρώτα την επίπεδη πρόσθια όψη της πινακίδας και, αν χρειαζόταν, συνέχιζαν στην πίσω όψη, που ήταν ελαφρά κυρτή. Αφού ολοκληρωνόταν το γράψιμο, συχνά την άφηναν απλώς να στεγνώσει, κυρίως η επιγραφή δεν προοριζόταν για μόνιμη καταγραφή. Μερικές φορές όμως την έψηναν ώστε να γίνει άφθαρτη. Πολλές από τις πινακίδες που έμειναν άψητες στην αρχαιότητα σώζονται σήμερα, μερικές εντελώς κατά τύχη. Οι χώροι όπου φυλάσσονταν πυρπολήθηκαν από ξένους κατακτητές και έτσι η φωτιά έψησε τις πινακίδες, που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν σταδιακά να αποσυντεθούν και με την υγρασία, που επικρατεί συχνά στο Ιράκ.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων σύμφωνα με την επιλογή του συγγραφέα.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Διαβάστε το τρίτο μέρος.
[1] Garelli, Paul, Ασσυριολογία, μεφρ. Νικήτα Λιανέρη, Αθήνα, 1964 και 1995, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ - Μ. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, σ. 27-28
[2] McCall, Henrietta, Μύθοι της Μεσοποταμίας, Αθήνα, 1996, Δημ. Ν. Παπαδήμα, σ. 7
[3] McCall, Henrietta, Μύθοι της Μεσοποταμίας, Αθήνα, 1996, Δημ. Ν. Παπαδήμα, σ. 20-25