Κάθε τρίτη Κυριακή του Ιούνη γιορτάζεται η Παγκόσμια ημέρα του πατέρα.
Σήμερα όμως δεν θα σε πάρω τηλέφωνο, ούτε θα κρυφτώ στην αγκαλιά σου. Δεν θα ακούσω αυτό το βροντερό «Κόρηηη!!!» κάθε που σήκωνες το ακουστικό. Σήμερα είμαι σιωπηλή και ο ουρανός ολάκερος με σκεπάζει γιατί τον ουρανό μου τον σήκωνες στις πλάτες σου εσύ, Πατέρα. Είναι παράξενο σχεδόν έναν χρόνο τώρα να προχωρώ πάνω στη γη χωρίς τη φωνή σου, χωρίς τη συμβουλή σου, χωρίς το άγγιγμά σου, Πατέρα!
Και είναι η ζωή, φορές φορές, ανούσια και υφάλμυρη όταν σου λείπει του πατέρα η αγκαλιά, που ήταν τόσο μικρή ώστε να χωρά μονάχα εσένα και τόσο μεγάλη για να αγκαλιάζει τις χαρές και τις λύπες σου, τα κατορθώματα, τις σκανδαλιές και τα παράπονά σου. Και είναι ο μόνος που γέμιζε το ποτήρι του και με τις πίκρες σου και με τις χαρές σου και όλα τα κατάπινε στην υγειά σου.
Χτες βράδυ που επέστρεφα από τη δουλειά μέσα στη βουή του κόσμου και τη σιωπή της απουσίας σου, πόσο ανάγκη το είχα να σου πω τι άκουσα και τι είδα σήμερα, Πατέρα! Για ένα θαύμα, που συνέβη μπρος στα μάτια μου, σαν αυτά τα μοναδικά που κι εσύ είχες δει στη ζωή σου να συμβαίνουν. Σαν αυτό το μοναδικό που περίμενα για σένα μα ποτέ δεν συνέβη. Και φέρνω στο μυαλό μου όλες τις δύσκολες διαδρομές που διαβήκαμε μαζί και που πάντα μαζί επιστρέφαμε νικητές. Λαβωμένοι, πληγωμένοι, μα πάντα πίσω γυρνούσαμε Πατέρα εκτός από την τελευταία φορά. Εκείνη τη στιγμή που σου ψιθύρισα «Πέτα, Πατέρα μου, δικοί σου οι ουρανοί, δική σου και η αιωνιότητα. Πέτα και μη φοβάσαι αντέχω εγώ. Για μένα είσαι πάντα νικητής».
Όμως πόσο φτωχές κι αδύναμες οι λέξεις να αποτυπώσουν το φευγιό σου. Πόσο φτωχά τα λόγια για να γεμίσουν την καρέκλα σου στην κορυφή του τραπεζιού κάθε που 'ναι γιορτή. Πώς ξεθωριάζουν οι ευχές σαν λείπει η δική σου. «Αντέχεις» μου έλεγες. «Να αντέχεις, να μη σε βλέπουν δακρυσμένη. Εγώ φεύγω ορθός, γεμάτος στην αγκαλιά παιδιά και εγγόνια, πλημμυρισμένος από θύμησες κι αγάπη.» Και όλα μου τα 'πες και όλα τα άκουσα και όλα σαν που ήθελες έγιναν και όμως κάθε που γυρνώ τα βράδια…
Σιωπή…
Και κάθε που τελειώνουν τα σκολειά έρμαιο κρέμεται το ακουστικό στο χέρι να σου πω πως πάλι τα καταφέραμε και ήρθε το καλοκαίρι. Και τώρα που πλησιάζουν οι μέρες να βρεθώ σε τόπο αγαπημένο γεμάτο από σένα, πες μου αλήθεια πώς θα σταθώ χωρίς να ουρλιάξω. Χωρίς τα βήματά σου στα σκαλοπάτια, χωρίς το γέλιο σου στη μπροστινή αυλή, με το ποτήρι της ρακής ατσούγκριστο να πίνω στο φευγιό σου.
Κι ακούω τη μικρή μου να φωνάζει, «Μαμά κοίτα ο παππούς» και πάντα γυρίζω ξαφνιασμένη για να δω να δείχνει το φεγγάρι με το μικρό της δάχτυλο στην άκρη του χεριού της. Και αναγκάζομαι να συμβιβάζομαι με της σελήνης το λιγοστό το φως για να σε ανταμώνω, έστω και εκεί, και να σου λέω όσα πια δεν μπορώ κοιτώντας σε στα μάτια. Έτσι κι απόψε πηγαίνοντας στη δουλειά όταν βραδιάσει θα σε ανταμώσω εκεί ψηλά και θα σου πω «Πατέρα μου, χρόνια σου πολλά!»
Κι όχι δεν κλαίω πια… δεν κλαίω. Απλά κάποιες φορές βρέχει μέσα μου!
Σταυρούλα Δεκούλου του Ιωάννη
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Dattatraya Thombare (Father and child)