Θωμαής Τσιμερίκα
Έπεσα νωρίς για ύπνο, ένιωθα τόσο κουρασμένη από τους προσκεκλημένους και τις συζητήσεις που είχαμε όλο το βράδυ. Τα παιδιά τα είχαμε αφήσει στους γονείς μου. Ξαπλώσαμε με τον σύζυγό μου και αρχίσαμε να μιλάμε για το μέλλον, για τα όνειρα των παιδιών μας να σπουδάσουν. Ο ύπνος τον πήρε γρήγορα. Αντίθετα με μένα που, παρά την κούραση, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ένιωθα μέσα μου ότι κάτι θα γίνει απόψε. Άλλαζα πλευρό, αλλά η ανησυχία δεν με εγκατέλειπε. Έβλεπα τον σύζυγό μου να κοιμάται και αναρωτιόμουν. «Μόνο σε μένα συμβαίνει αυτό; Να μην μπορώ να κοιμηθώ;»
Μέσα στην αϋπνία μου άκουσα σειρήνες και δυνατούς θορύβους. Ξύπνησα τον σύζυγό μου. Βγήκαμε στο μπαλκόνι. Οι καμπάνες χτυπούσαν ακατάπαυστα. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, όταν από το διπλανό μπαλκόνι ακούσαμε: «Πόλεμος, μας βομβαρδίζουν!». Μπήκαμε μέσα έντρομοι. Ετοιμαστήκαμε. Πήραμε λίγους παράδες που είχαμε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια. Μπήκαμε στο αμάξι, έπρεπε να φυγαδεύσουμε τα παιδιά μας, τους γονείς μας, όμως δεν προλάβαμε. Χτύπησε το κινητό μου· ήταν η μάνα μου. «Φεύγουμε, κόρη μου για τον ουρανό, κάνε πέτρα την καρδιά σου να αντέξεις όσα σου πω, μας βομβαρδίζουν οι εχθροί, κανένας μας δεν θα γλυτώσει, ούτε τα παιδιά. Χανόμαστε...»
«Μάνααα!» φώναζα με όση δύναμη είχα. Καμία απάντηση. Ένιωθα να μην θέλω να ζήσω χωρίς τη μάνα μου, χωρίς τα παιδιά μου, χωρίς το αίμα μου. Ο σύζυγός μου με τραβούσε να με προφυλάξει από τους συνεχόμενους βομβαρδισμούς, που δεν σου θύμιζαν τίποτε από το χθες που είχαμε όνειρα και ελπίδα για το μέλλον. Οι βόμβες έπεφταν γύρω μας και εμείς εκεί στο ίδιο σημείο να παρακαλάμε για ένα σημάδι του Θεού, να παρακαλάμε να μας λυπηθεί. Όταν έπαψαν οι βομβαρδισμοί, σηκωθήκαμε από το έδαφος σαν ζωντανοί νεκροί.
Άκουγα από τον παππού μου για τον αναθεματισμένο πόλεμο, που αφήνει μάνες χωρίς παιδιά, παιδιά χωρίς γονείς, αφήνει νεκρούς στο διάβα του και ζωντανούς χωρίς όνειρα, χωρίς πατρίδα. Καταλαβαίνω των πόνο αυτών που τον έζησαν… που τον ζουν. Που είδαν τους δικούς τους να πιάνονται στα δίχτυα του, να αιμορραγούν στο προσκεφάλι τους, να μένουν ορφανοί χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή. Να βλέπουν τις περιουσίες τους να λεηλατούνται, από τον πιο δυνατό. Τους συντοπίτες τους αιχμαλώτους, να τους βασανίζουν. Να βλέπουν το αίμα να κοίλα σαν ποτάμι στους δρόμους, στα σοκάκια. Κάθε βήμα και νεκρός, κάθε βλέμμα και ένας θάνατος. «Πόλεμος» ψιθύρισα «μοιάζει ατελείωτο φίδι με δηλητήριο». Όπου και να γυρνάω το βλέμμα αντικρίζω πόνο, ατελείωτο πόνο, διαμελισμένα ανθρώπινα κουφάρια γύρω μου.
Κοίταξα ψηλά, ξέσπασα σε λυγμούς και φώναξα με όλη τη δύναμη που είχα. «Γιατίιι;» Καμία απάντηση. Μόνο φωνές, κραυγές, και θάνατος. Ένιωσα τα πόδια μου να μην με βαστούν. Νόμιζα ότι ζούσα ένα άσχημο όνειρο. Έχασα την επαφή με το περιβάλλον γύρω μου. Ήθελα να πεθάνω, χωρίς τα παιδιά μου, η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα. Οι χτύποι της καρδιάς μου λιγόστευαν, ο ιδρώτας και τα δάκρυά μου ενώθηκαν και έγιναν ένα.
Μια έκρηξη ακούστηκε δίπλα μας. «Εδώ θα αφήσουμε την τελευταία μας πνοή» είπα στον σύζυγό μου και τον πήρα αγκαλιά. Ήθελα να του πω τόσα, αλλά δεν μπορούσα. «Μακάρι, όταν ήμασταν καλά, να του έλεγα τα αισθήματά μου, το ποσό τον αγάπησα, τότε όμως μας ένοιαζε η δουλειά, μόνο η δουλειά». Αυτά σκεφτόμουν όταν ακούσαμε τα κλάματα ενός μικρού μωρού. Φτάσαμε στα χαλάσματα του σπιτιού και αντικρίσαμε μια ζωή και πολύ θάνατο. Ένα μικρό αγοράκι, έκλαιγε δίπλα στους σκοτωμένους γονείς του. Μου άπλωσε τα χεράκια. Έσκυψα και το πήρα αγκαλιά. Σκέφτηκα ότι μου το έστειλε ο Θεός να αντέξω τον πόνο των χαμένων παιδιών μου. Σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί και ξεκινήσαμε με τα πόδια, για μια νέα πατρίδα.
Το μικρό αγόρι με έσφιγγε με τα μικρά χεράκια του γύρω από τον λαιμό μου. Περπατούσαμε μέρες και νύχτες. Τα παπούτσια μας είχαν λιώσει. Η ζωή μας ξεκινούσε τον Γολγοθά της, το αγοράκι κοιμόταν, πότε στην αγκαλιά μου, πότε στην αγκαλιά του συζύγου μου. Ήμασταν δύο χαροκαμένοι γονείς που δεν πρόλαβαν ούτε καν να θρηνήσουν τα παιδιά τους. Να τους κάνουν έναν πρόχειρο τάφο. Πόλεμος, προσφυγιά, κατατρεγμός, πείνα, δυστυχία.
Στον δρόμο μας συναντούσαμε παιδιά να ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Μαυροφορεμένες και χαροκαμένες μάνες με δακρυσμένα μάτια. Όπως και γω, αλλά τώρα είχα μια ελπίδα χαράς. Ήμουν υπεύθυνη για το μικρό αγόρι.
Ακόμα περπατάμε, τώρα πια ξυπόλητοι. Χάλασαν τα παπούτσια μας. Ψάχνουμε μια νέα πατρίδα, χωρίς μίσος, χωρίς πόλεμο, τυλιγμένη με αγάπη και στοργή. Ιδανική για να μεγαλώσει ένα παιδί. Το παιδί μας.
Copyright © Θωμαή Τσιμερίκα All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Φωτεινής Χαμιδιέλη (Επιστροφή, ακουαρέλα)