Ένα καλό βιβλίο. Με όλες εκείνες τις ποιότητες που μπορεί να περιέχει αυτή η φράση: λογοτεχνική γραφή, όμορφη αφήγηση, ωραίο ύφος, ενδιαφέρουσα υπόθεση, ενδιαφέρουσα πλοκή κ.ο.κ.
Ένα καλό βιβλίο αναζητά κάθε φορά, ο κάθε φιλαναγνώστης και σε αυτό ελπίζει. Κι αυτό ακριβώς είναι η συλλογή διηγημάτων της Τίτσας Διαμαντοπούλου, Μέχρι να δω τον Άλκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Ένα καλό βιβλίο. Από εκείνα που ξέρουν να σε ταξιδέψουν και συμπαρασύρουν στις ιστορίες τους, από εκείνα που μπορούν να μιλήσουν μέσα σου, δηλαδή να σε αγγίξουν, να σε συναρπάσουν, ταρακουνήσουν, ενθουσιάσουν... κι ύστερα, στο τέλος, να σε αφήσουν πλουσιότερο.
Η πένα της κυρίας Διαμαντοπούλου είναι ψυχογραφική –καλύτερα ψυχοαισθαντική, αλλά δεν υπάρχει αυτή η λέξη–, με ευκολία και αμεσότητα αντανακλά το συναίσθημα κάθε προσώπου ή εικόνας. Με άνεση μεταφέρει τις πληροφορίες και δημιουργεί συνθήκες, σκηνές, περιστατικά... Με ανεπιτήδευτη τεχνική «γνωρίζουμε» άντρες και γυναίκες, τους ήρωες των αφηγήσεων, που είναι τόσο οικείοι που, αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι ή οι συγγενείς κι οι φίλοι μας, είναι σίγουρα οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι συμπολίτες μας. Κυκλοφορούν τριγύρω, αν δεν μένουμε στην ίδια πολυκατοικία σίγουρα τους έχουμε συναντήσει κάπου ή ακόμα μπορεί και να ανταλλάξαμε καλημέρες ωστόσο –κι εδώ είναι το μαγικό– είναι μοναδικοί και ξεχωριστοί, όπως όλοι οι μεγάλοι λογοτεχνικοί ήρωες, που έχουν αυτό το άπιαστο ή το ιδανικό ή το εξωπραγματικό ή το αξιοπερίεργο...
Οι ιστορίες είναι και αντρικές και γυναικείες· αυτό που εννοώ είναι ότι συναντάμε χαρακτήρες και των δύο φύλων. Ανθρώπους σε ανάγκη (όλοι έχουν μία) και σκηνές αστικής καθημερινής ζωής. Διάσπαρτη παντού μια μελαγχολία, όχι θλίψη ή μουντάδα, αλλά μια μελαγχολικότητα όπως η αίσθηση μιας ανάμνησης γλυκόπικρης.
...την άκουγα να βρίζει και να καταριέται μιαν αόρατη μοίρα, αυτή που στεγνώνει τους ανθρώπους.
Πλήθος κειμένων είναι πρωτοπρόσωπα, σαν μαρτυρίες... Αυτή η εξομολογητική διάθεση ζωντανεύει παραστάσεις και πρόσωπα, δημιουργεί ανάγλυφες υφές και σε βάζει μέσα στη συνθήκη.
Προσέχω τη βροχή. Είτε επειδή η συγγραφέας έχει εστιάσει πάνω της, είτε επειδή έκανε εμένα να εστιάσω πάνω της... πάντως προσέχω τη βροχή. Έχει ειδικό ρόλο στα κείμενα, δηλαδή στις ζωές των προσώπων. Κατά συνέπεια, προσέχω το νερό. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Το ποτάμι μέσα του» με κάνει να οραματιστώ τον Ιλισσό ως φλέβα που μεταφέρει αίμα-νερό κάτω από το δέρμα-επιφάνεια της πόλης.
...πέφτει μια ήσυχη βροχή και καλύπτει όλα τα ίχνη.Βρέχει καταρρακτωδώς μαδέρια και ξηλωμένες σανίδες από τους πύργους της ματαιοδοξίας.
Οι άκρως συμπαθητικοί χαρακτήρες –ένας επιπλέον λόγος για αυτό είναι το «άνοιγμα» που κάνουν, δηλαδή η Διαμαντοπούλου, σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή άμεσα– βιώνουν απουσίες, βαραίνονται από σκιές, αντιμετωπίζουν τον θάνατο –μέχρι και την ευθανασία– προτάσσοντας διαδρομές ζωής, που αν έπρεπε να βάλω έναν τίτλο στο βιβλίο αυτόν θα έβαζα: διαδρομές ζωής.
...ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι μια πολύ σοβαρή, όσο και συνηθισμένη, υπόθεση.
Κι έτσι αυτές οι ανθρωποκεντρικές διηγήσεις είναι τόσο γοητευτικές! Αν κανείς ήθελε να βάλει μια αρνητική χροιά στο πόνημα θα μπορούσε να μιλήσει για τετριμμένες ιστορίες αλλά, σε τούτη την περίπτωση, το τετριμμένο είναι που σε αγγίζει, που προσφέρει την επαφή, που δημιουργεί την ταύτιση. Γιατί πώς να διαισθανθείς τον ήρωα, πώς να ταυτιστείς με τα μεγάλα κατορθώματα και τους άθλους; Όχι, τον απλό αστό θα συμπονέσεις, θα κατανοήσεις... Για χάρη του θα χαρείς, λυπηθείς και όλα τα άλλα.
Πρέπει να περισώσω ό,τι έχει μείνει από αυτή την ανάμνηση.
Μην ανησυχείτε για το παραμύθι. Η παραμύθα μέσα στην οποία μεγαλώσαμε και μεγαλώνουν όλες οι γενιές, δηλώνει και εδώ την παρουσία και τη δύναμή της. Όχι ως ψέμα, μυθοπλασία, αλλά σαν μια αδιαπραγμάτευτη –πικρή– αλήθεια.
Γενικά, λάτρεψα τις ατμόσφαιρές της και τον τρόπο που έχει να χωράει ολόκληρους βίους μέσα σε δυο σελίδες τυπωμένου κειμένου. Σημείωσα τις διαφορές των δύο φύλων όπως τις υπογραμμίζει η συγγραφέας αναφερόμενη απλώς σε συμπεριφορές και στάσεις. Πέρασα πολύ πολύ όμορφα και γοητεύτηκα από την απρόοπτη κατάληξη κάποιων διηγημάτων. Ενθουσιάστηκα με μια υποδόρια σχεδόν σουρεαλιστική «αχλή» που «κεντάει» εδώ κι εκεί στις αφηγήσεις και με την ποιητική της «αύρα», εκείνη την ομίχλη που λειτουργεί ως λήθη λόγω ματαιότητας στους ποιητές, που δεν βρίσκουν φλόγα στα κοινότυπα, θνητά μερονύχτια.
...εμείς οι ποιητές [...] μείναμε οι τελευταίοι ρομαντικοί αυτής της ζωής.Μετρώ τις φουσκάλες στους φραπέδες. Είναι μια ανώδυνη ενασχόληση που δεν ενέχει κανέναν απολύτως κίνδυνο. Αυτό μπορεί να κρατήσει για πάρα πολλά χρόνια. Μπορεί και μέχρι την αιωνιότητα...Ίσως να γράφω αυτό το διήγημα για να εξιλεωθώ.Με τους ανθρώπους ποτέ δεν ξέρεις.
Το βιβλίο είναι ένα σκάψιμο μέσα στην ψυχή καθενός, είτε ανθρώπου, είτε διηγήματος της συλλογής. Είτε δικό σου, είτε δικό τους, είτε δικό μου, είτε δικό της...
Είναι η μαγεία δίπλα στην πραγματικότητα, το άγγιγμα δίπλα στο δάκρυ, η ζωή δίπλα στον θάνατο...
Οπωσδήποτε ναι!