Μάνου Καραβασίλη
Άννα, 88 ετών
Σκηνικό: ένα λιτό σαλόνι. Καναπές, κουνιστή πολυθρόνα, ένα μεγάλο παράθυρο πίσω από τον καναπέ, δύο τρία κάδρα στους τοίχους και πολλά λουλούδια σε όλα τα βάζα που υπάρχουν. Ένα μεγάλο ραδιόφωνο παλιό κ.α. Η Άννα κοιμάται στην κουνιστή πολυθρόνα. Φοράει μία ρόμπα. Από το μεγάλο παράθυρο μπαίνει φως. Σιγά σιγά αρχίζει να ξυπνάει.
ΑΝΝΑ: Εδώ κοιμήθηκα; Δεν πήγα πάλι στο δωμάτιό μου; Νύσταζα πολύ φαίνεται. Παρά πολύ. Α, ναι, τώρα το θυμήθηκα. Άκουγα στο ραδιόφωνο μέχρι αργά και φαίνεται αποκοιμήθηκα. Δεν πειράζει. Καθόλου δεν πειράζει. Και εδώ μια χαρά κοιμάμαι. Είναι και τα λουλούδια μου εδώ. Πολύ τα αγαπώ τα λουλούδια μου. Πολύ τα αγαπώ. Πέρασα όλη μου τη ζωή μαζί τους. Με τα λουλούδια. Μου αρέσει πολύ να τα φροντίζω και να τα περιποιούμαι. Είναι η παρέα μου. Για την ακρίβεια είναι η μόνη παρέα μου. Η γεροντοκόρη με τα πολλά λουλούδια. Έτσι με λένε όλοι στη γειτονιά. Έτσι με φωνάζουνε. Αλλά στα αλήθεια, αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου. Ίσα ίσα μου αρέσει πολύ αυτό. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Δεν έτυχε; Δεν ήθελα; Σημασία έχει ότι δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν παντρεύτηκα. Μα δεν το μετάνιωσα. Είδα και αυτές που παντρεύτηκαν! Όλοι μένουμε μόνοι στα γεράματα. Είτε έχουμε κάνει παιδιά, είτε όχι. Είτε παντρευτήκαμε, είτε μείνανε μόνοι. Στα γεράματα ορφανεύεις από τα νιάτα, αυτό ούτε άλλαξε, ούτε θα αλλάξει ποτέ του. Πάω να φέρω τον καφέ μου. Δεν μπορώ άμα δεν πιω το καφεδάκι μου.
Ένας καφές είναι ό,τι πρέπει. Πίνω πολλούς καφέδες. Πέντε την ημέρα. Κάποιες φορές μπορεί και έξι. Ακόμα πιο σπάνια φτάνω τους εφτά. Καφέδες, λουλούδια και το ραδιόφωνο ανοιχτό· αυτή είναι η ζωή μου. Πάντα έτσι ήταν η ζωή μου. Μοναχική και ήρεμη.
Βέβαια κάποτε δούλευα. Αλλά είναι περίπου στα τριάντα χρόνια που βγήκα στην σύνταξη. Έχω κάνει ωραία πράγματα στη ζωή μου. Γιατί έχω κάνει μικρά πράγματα. Τα μικρά είναι που δίνουν ζωή. Ζωή και οξυγόνο! Δούλευα σε ένα κατάστημα με ρούχα. Αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήτανε κάπου στα τριάντα οκτώ χρόνια. Μετά σύνταξη. Ωραία είναι η σύνταξη από τη δουλειά.
Άσχημη είναι η σύνταξη από τη ζωή. Όποιος παραιτείται από τη δουλειά του το χαίρεται και το γλεντάει. Όποιος παραιτηθεί από τη ζωή –από τη ζωή του– αυτό είναι άσχημο. Μια πνευματική αυτοκτονία είναι. Δεν μου αρέσουν οι αυτοκτονίες. Θα πεθάνω όταν έρθει η ώρα μου. Έναν θάνατο χρωστάω και έναν θα δώσω. Όχι άλλους. Όχι θάνατο του πνεύματος και της χαράς. Πάω για τον καφέ.
(Σηκώνεται. Κοιτάει προς το παράθυρο.)
Αυτός ο καιρός μου αρέσει πολύ. Ταιριάζει με το φως της ψυχής μου. Σε ευχαριστώ Θεέ μου! Σε ευχαριστώ πολύ!
(Σηκώνεται και πάει μέσα. Σκοτάδι.)
(Φως. Μετά από λίγο μπαίνει μέσα η Άννα με τον καφέ στο χέρι. Έχει βάλει ένα απλό φόρεμα.)
ΑΝΝΑ: Πιστεύω να τον πέτυχα. Δεν έβαλα ζάχαρη. Για την ακρίβεια δεν είχα και γι' αυτό δεν έβαλα. Πάντα βάζω λίγη ζάχαρη. Όχι πολύ, μισή κουταλίτσα. Έτσι για να γλυκαθώ λιγάκι. Άλλωστε η πολλή ζάχαρη και τα γλυκά με πειράζουνε. Είναι αυτό το δύστυχο το ζάχαρο που με κάνει κομμάτια. Ο γιατρός μου μου το είπε καθαρά. «Πες ναι στη ζωή, όχι στα γλυκά».
(Κάθεται.)
Είναι καλός άνθρωπος ο γιατρός μου. Καλό παιδί! Θα μπορούσε να ήτανε και γιος μου. Θα είναι κάπου στα εξήντα υποθέτω. Μπορεί και εξήντα δύο. Τον λένε Γεράσιμο. Είναι παντρεμένος με συνάδελφό του. Γιατρό παντρεύτηκε ο γιατρός μου! Και η γυναίκα του είναι ωραία κυρία. Αυτή είναι λίγο μικρότερή του. Πόσο να είναι άραγε; Μμ... γύρω στα πενήντα εφτά ή κάπου εκεί. Τέλος πάντων.
Ωραία γυναίκα! Θα μπορούσε και αυτή να είναι κόρη μου! Δεν το λέω με πίκρα. Προς Θεού! Μου αρέσει που είμαι μόνη. Είμαι μόνη μα δεν νιώθω μόνη. Είπαμε, έχω παρέα και συντροφιά. Τα λουλούδια μου, το ραδιόφωνο και τους καφέδες μου! Αλήθεια, για να πιω να δω αν τον πέτυχα!
(Πίνει.)
Α, βάλσαμο είναι. Εντάξει. Τον πέτυχα! Ωραίος καφές. Μου αρέσει πολύ ο καφές. Μόνο που δεν έχω ζάχαρη. Αλλά μπορώ να ζητήσω να μου φέρουνε. Εγώ δεν πολυβγαίνω έξω τώρα πια. Ψωνίζω πολύ σπάνια και όταν το μπορώ. Έχω γεράσει λίγο. Ή πολύ; Δεν έχει σημασία. Πάντως νέα δεν είμαι πια. Φαίνεται βέβαια, τι το λέω; Όταν ορφανεύεις από νιάτα ορφανεύεις από όλα. Κακό πράγμα τα γεράματα. Δεν τα θέλει κανείς αλλά έρχονται.
Βέβαια, επειδή μου αρέσει πολύ η αλήθεια, εδώ πρέπει να πω ότι είναι πολύ τυχεροί όσοι γερνάνε· όσοι γερνάμε είμαστε τυχεροί! Αυτό το προνόμιο δυστυχώς δεν ανήκει σε όλους. Ανήκει σε λίγους. Πόσα νέα παιδιά, με όρεξη και κέφι για ζωή, σταματάνε ή τους σταματάει η ίδια η ζωή πάνω στο άνθος της ηλικίας τους και πάνω στην όρεξή τους για δημιουργία; Αυτά είναι τα άσχημα. Αυτά είναι τα λυπηρά. Να φεύγει κάποιος από τη ζωή προτού ζήσει. Να δει το σκοτάδι πριν δει το φως. Γέρασα, επομένως είμαι τυχερή.
Σε ευχαριστώ πολύ Θεέ μου! Όπως ζει κάνεις είναι ωραίο. Τόσο πολύ ωραίο και όμορφο που δεν μπορείς παρά να πεις μόνο μια λέξη. Ευχαριστώ. Μικρή λέξη για το μεγαλείο της ζωής. Πολύ μικρή λέξη, όμως αποκτάει νόημα όταν δεν την λες μόνο με τα χείλη σου μα και με την καρδιά σου. Ό,τι γίνεται και ό,τι λέγεται από την καρδιά δεν είναι καθόλου λίγο. Ίσα ίσα είναι πολύ. Σε ευχαριστώ λοιπόν πολύ Θεέ μου, σε ευχαριστώ από καρδιάς!
(Παύση.)
Η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν κοριτσάκι. Πρέπει να ήμουν τότε, αν θυμάμαι καλά, δεκατριών ετών. Υπέφερε από μια σπάνια νόσο. Όταν μιλάω για την μάνα μου θυμάμαι χωρίς να το θέλω χρώματα. Πολλά χρώματα, φωτεινά χρώματα, άσπρο, γαλάζιο, κόκκινο... Έτσι, ό,τι έχει σχέση με τη μάνα μου έχει σχέση και με τη χαρά Με την ευτυχία, και με το φως, το μεγάλο φως. Και με τα λουλούδια φυσικά. Με τα φωτεινά λουλούδια. Γι' αυτό τον λόγο μπορεί και να αγαπάω τόσο τα λουλούδια. Μου θυμίζουν τη μάνα μου.
Μάνα. Μητέρα και τριανταφυλλιά. Μάνα, μητέρα και επίγεια Παναγιά. Έτσι την θυμάμαι τη μάνα μου. Με φως και με χαρά. Ο θάνατος δεν θέλει μήτε φόβο μήτε κλάματα. Αφού όλοι θα πεθάνουμε όλοι θα ξανασυναντηθούμε. Πολύ απλό ακούγεται, ίσως γιατί είναι και απλό. Πολύ απλό.
Ο πατέρας μου ήταν έμπορος γυαλικών, ωραίος άντρας. Και εσωτερικά και εξωτερικά. Θύμιζε ηθοποιό του Χόλιγουντ! Αλλά είχε ένα ελάττωμα. Έπινε πολύ. Δουλευταράς, οικογενειάρχης αλλά το ποτό ποτό. Δεν ήθελε να το κόψει ή έστω δεν προσπάθησε ποτέ να το ελαττώσει. Μάλλον δεν μπορούσε. Άσχημο πράγμα το ποτό. Πολύ άσχημο. Στην αρχή σε πηγαίνει πάνω και ύστερα κάτω, όλο και πιο κάτω, πολύ κάτω μέχρι την στιγμή που... δεν έχεις άλλη στιγμή.
(Παύση.)
Είχα και έναν αδερφό. Έφυγε πέρσι. Μηχανικός αυτοκινήτων ήταν. Είχε κάνει δύο γάμους. Και για να τον πειράζω του έλεγα: «Έκανες έναν γάμο για σένα και έναν για μένα.». Να είναι καλά εκεί που είναι η ψυχούλα του! Από τον γάμο του, τον πρώτο, έχει μια κόρη που είναι στην Αμερική και από τον δεύτερο γάμο του έχει δύο γιους. Καλά παιδιά. Καλά παιδιά αλλά δεν έχουμε επαφή. Έχουν τις δουλειές τους, τις οικογένειές τους, έχουν τη ζωή τους. Να είναι καλά τα παιδιά. Να είναι καλά τα παιδιά. Να είναι καλά για να είναι ήρεμη και η ψυχή του αδερφού μου.
(Παύση. Πίνει καφέ)
Κρύωσε. Ωραίος ζεστός, ωραίος και κρύος. Μόνο που θέλει ζάχαρη. Για να δω αυτή είναι έξω;
(Σηκώνεται, προς το κοινό.)
Είναι η Ελένη. Μία νέα γυναίκα που με βοηθάει κάποιες φορές αν μου λείπει κάτι.
(Πηγαίνει στο παράθυρο. Κοιτάζει έξω.)
Δεν είναι έξω. Συνήθως κάθεται εδώ, στα απέναντι σκαλάκια και παίζει με την κορούλα της. Καλή κοπέλα η Ελένη! Και όμορφη! Μόνο που φοράει πολύ κοντές φούστες. Αν εξαιρέσεις όμως αυτό είναι κυρία. Άλλωστε αν δεν φορέσει η Ελένη τις κοντές φούστες, ποια θα τις φορέσει; Μήπως η αφεντιά μου; Είναι νέα. Ωραίο πράγμα τα νιάτα. Μπορείς και κανείς. Στα γεράματα ούτε μπορείς ούτε κάνεις
(Πίνει.)
Να της τηλεφωνήσω να δω αν είναι σπίτι. Αχ βρε Ελένη!
(Παίρνει τηλέφωνο.)
Μιλάει. Μπράβο. Είναι λίγο φλύαρη. Αλλά μου έχει σταθεί σαν κόρη μου. Σαν πραγματική μου κόρη. Με νοιάζεται. Ενδιαφέρεται για μένα. Δεν περνάει μέρα που να μην μου έχει χτυπήσει την πόρτα για να με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάτι. Και όλα αυτά χωρίς λεφτά. Δεν έχει κίνητρο τα λεφτά, μα την αγάπη. Μόνο την αγάπη. Που γεννιέται χωρίς πώς και γιατί. Άλλωστε τα χρήματα που παίρνω από την σύνταξή μου δεν φτάνουν για τίποτα. Ακριβή η ζωή για τους ηλικιωμένους. Τι να πρωτοπληρώσω; Φάρμακα; Γιατρούς; Νοίκι; Φως; Τηλέφωνο; Φαγητό;
(Χτυπάει το τηλέφωνο.)
Α, αυτή θα είναι.
(Το σηκώνει.)
Έλα, Ελένη; Ναι, εγώ σε πήρα. Μου κάνεις σε παρακαλώ μια χάρη; Μπορείς οπότε βγεις έξω, να μου πάρεις λίγη ζάχαρη; Σε ευχαριστώ καλή μου. Σε ευχαριστώ πολύ. Με την ησυχία σου. Μέσα άλλωστε είμαι συνέχεια. Να σου τα δίνει ο Θεός δίπλα και τρίδιπλα. Και πάλι σε ευχαριστώ γλυκιά μου. Σε περιμένω. Γεια σου. Γεια.
(Το κλείνει.)
Πάει και αυτό. Εντάξει και η ζάχαρη, εντάξει. Και τώρα λίγη μουσική. Πολλά ραδιόφωνα, πολλές μοναξιές. Ας βάλω λοιπόν λίγη μουσική ν' ακούω ενώ συγχρόνως θα ποτίζω τα λουλούδια μου. Τα λουλούδια μάνα μου, τα λουλούδια.
(Σηκώνεται και πάει μέσα, για λίγο μένει άδεια η σκηνή. Μπαίνει μέσα με το ποτιστήρι.)
Όταν αγαπάς τα λουλούδια τότε σε αγαπάνε και εκείνα.
(Άρχιζε το πότισμα.)
Τι ωραία που μυρίζουνε! Βάλσαμο η μυρωδιά τους. Και τα χρώματά τους, τι ωραία που είναι Θεέ μου! Φωτεινά, παραμυθένια. Μακάρι όταν πεθάνω να μου φέρουν τέτοια λουλούδια! Αυτό εδώ μαράθηκε λιγάκι. Θα το κόψω.
(Βγάζει από την τσέπη της ένα ψαλιδάκι.)
Σιγά λουλουδάκι μου, θα σε κόψω για το καλό σου. Από αγάπη. Μη φοβάσαι.
(Το κόβει.)
Δεν ήθελα να το κάνω. Αλλά έπρεπε. Με συγχωρείς. Ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Όλα τα λουλούδια τα αγαπάω τόσο πολύ όπως και τη μάνα μου! Άλλη μεγάλη μου αγάπη είναι η μουσική. Μεγάλη αγάπη. Την άκουγε ο πατέρας μου. Του άρεσε πολύ η μουσική. Το ραδιόφωνο εδώ παίζει πολλές ώρες κάθε μέρα. Προτιμώ όμως, όχι τά τραγούδια αλλά την απαλή ρομαντική μουσική χωρίς στίχους. Γιατί έτσι ήταν και ο πατέρας μου, ρομαντικός. Ποτέ δεν φώναξε, ούτε στα παιδιά του, ούτε στη γυναίκα του. Ούτε χέρι σήκωσε ποτέ. Μπορεί να έπινε αλλά ήταν κύριος. Με το ποτό έκανε κακό στον εαυτό του, σε κανέναν άλλον. Πραγματικά ήταν κύριος! Και η μουσική μού τον θυμίζει. Τώρα, όσον αφορά τους καφέδες, αυτούς τους πίνω για άλλο λόγο. Κάτι άλλο μου θυμίζει ο καφές. Ή μάλλον, κάποιον άλλον. Ένα νεαρό παιδί, πριν πολλά πολλά χρόνια.
(Παύση.)
Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά του. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν η πρώτη μου αγάπη. Μια αγάπη χωρίς λόγια, χωρίς ραβασάκια, χωρίς υποχρεώσεις, μα μια αγνή, αθώα και ειλικρινή αγάπη. Δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι ήταν μεγαλύτερός μου. Θα με πέρναγε κάπου στα δέκα χρόνια. Ήταν καλό παιδί, καλό παιδί και όμορφο. Δεν έμαθε ποτέ πόσο τον αγαπώ. Έπινε, έπινε πολλούς καφέδες. Το θυμάμαι σαν τώρα. Δεν τόλμησα ποτέ μου να του πω τίποτα. Τον έβλεπα. Μόνο αυτό και μου ήταν αρκετό. Σίγουρα το είχε καταλάβει ότι κάτι ένιωθα για αυτόν. Έτσι όπως τον κοίταζα, με το βλέμμα μου γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα. Γεμάτο λέξεις –ναι αυτό είναι! Οι λέξεις και τα λόγια, που δεν τα ακούς παρά μόνο τα νιώθεις. Ωραία είναι η αγάπη. Υπέροχο συναίσθημα. Το πιο ακριβό του κόσμου. Και δεν στοιχίζει τίποτα. Ύστερα έφυγε για έξω. Πήγε να σπουδάσει στο εξωτερικό και μετά έμεινε εκεί μόνιμα. Μόνο αυτό ξέρω. Δεν ξέρω αν παντρεύτηκε, αν έκανε οικογένεια. Κανείς δεν έμαθε ποτέ του τίποτα. Χάσαμε κάθε ίχνος του. Μάλλον θα έφτιαξε τη ζωή του. Θα προχώρησε. Μακάρι να ζει! Θα πλησιάζει τα εκατό. Γιατί όχι; Μακάρι να ζει! Μου έκανε εντύπωση ότι ποτέ του δεν με πλησίασε. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα, ούτε μια λέξη. Θα τον θυμάμαι πάντα. Δεν τον σκέφτομαι με λύπη. Ούτε με χαρά. Τον σκέφτομαι επειδή έτσι έχω μάθει. Έτσι έχω συνηθίσει. Χωρίς λόγο, δίχως απωθημένα. Μόνο τον σκέφτομαι.
(Παύση.)
Όταν μεγάλωσα δεν έτυχε, δεν θέλησα να παντρευτώ. Δεν έχει σημασία. Δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει η οικογένεια Αφού δεν είχα, ούτε έχω. Χάρηκα και εξακολουθώ να χαίρομαι που απολαμβάνω τη ζωή με τα μικρά πράγματα, που δίνουν πολύ χώρο για ευτυχία στην καρδιά. Όταν ξέρεις να ζεις δεν θες πολλά. Και με τα λίγα χαίρεσαι. Και με τα λίγα νιώθεις τα πολλά. Αν κάποιος περιμένει ένα μεγάλο γεγονός για να χαρεί έχει καταστραφεί. Μην αναβάλλουμε την ευτυχία μας. Να προσπαθήσουμε να της έχουμε μια πόρτα στην καρδιά μας ορθάνοιχτη. Στις χαρές οι πόρτες ανοιχτές και στις λύπες κλειστές! Δεν χρειάζεται να λυπόμαστε με τα πάντα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διορθώσουμε τα πάντα. Και πριν από όλα τους εαυτούς μας. Ωραία τα λουλούδια μου. Αχ, μάνα! Και το ραδιόφωνο ωραίο. Λουλούδια λοιπόν και μουσική θέλω στην κηδεία μου. Καφέ για τους άλλους. Θα πούνε όλοι στη γειτονιά πέθανε η γεροντοκόρη... Ε, ας το πούνε. Αλλά εγώ θέλω να ζήσω. Είναι ωραία η ζωή. Είναι ωραία τα λουλούδια, η μουσική και οι καφέδες!
(Σκοτάδι.)
(Φως. Η Άννα έχει πεθάνει στην κουνιστή πολυθρόνα της. Στο χέρι της κρατάει λουλούδια, ο καφές είναι δίπλα της ενώ παίζει το ραδιόφωνο μουσική. Από έξω ακούγεται η φωνή της Ελένης: «Κυρία Άννα, ανοίξτε έφερα την ζάχαρη!».
(Σκοτάδι.)
Τέλος του έργου.
Copyright © Μάνος Καραβασίλης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Tony Johnson