Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ο αρχαιότερος ανεπτυγμένος πολιτισμός του κόσμου - Οι πρώτες λέξεις αποτελούνται από εικόνες - Η σφηνοειδής γραφή

Η σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud

Τα αρχαιότερα κείμενα στη γη, αν και δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί όλα ακόμη, έχουν βρεθεί στην Ουρούκ της Νότιας Μεσοποταμίας, επάνω σε πήλινες πλάκες. Επίσης, βρέθηκαν στη Φάρα, το αρχαίο Σουρουπάκ (μια από τις πέντε πόλεις που, σύμφωνα με την σουμερική μυθολογία, υπήρχαν πριν από τον κατακλυσμό και η οποία ήταν η πατρίδα του Ουτ-Ναπιστίμ, του σουμερικού Νώε), και στο Άμπου Σαλάμπιχ.[1]

Την εποχή που ανακαλύφθηκε η γραφή, η Ουρούκ ήταν ήδη μια ανεπτυγμένη πόλη υπό θρησκευτικό καθεστώς. Κάτω από τον ιερέα-βασιλιά υπήρχε εκτός από τους αγρότες, τους κτηνοτρόφους και τους τεχνίτες και ένας μεγάλος αριθμός κληρικών υπαλλήλων, που φρόντιζαν για τα έσοδα και τη δίκαιη διανομή των αγαθών.[2]

Έτσι, η αφορμή για τις δύο πλέον σημαντικές ανακαλύψεις των Σουμερίων εκείνης της περιόδου, τις κυλινδρικές σφραγίδες και τη γραφή, ήταν η σωστή φύλαξη και η δίκαιη μοιρασιά των αγαθών. Επίσης, οι υπάλληλοι σκέφτηκαν να χαράζουν διαφορετικά σύμβολα για το κάθε προϊόν.

Περίπου 1000 πλάκες με τέτοια σύμβολα από την περίοδο του 3000 π.Χ., ανακαλύφθηκαν τους χειμώνες 1929-1930 και 1930-1931 από Γερμανούς αρχαιολόγους στην περιοχή του λεγόμενου «κόκκινου ναού» της Ουρούκ. Οι αρχαιολόγοι τις χαρακτήρισαν οικονομικούς καταλόγους. Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η γραφή αρχικά είχε καθαρά πρακτικό λόγο ύπαρξης και αποτελείτο μόνο από σύμβολα.

Το σχέδιο μιας γαβάθας σημαίνει αγγείο, αργότερα όμως έγινε σύμβολο της σουμερικής λέξης ninda που σημαίνει φαγητό. Το επάνω μέρος από το στάχυ συμβολίζει το sche, που σημαίνει κριθάρι. Το σχηματοποιημένο κεφάλι ενός μοσχαριού συμβολίζει τον ταύρο, όταν έχει όρθια τα κέρατα. Το ψάρι, το πουλί, ο σκύλος, η κατσίκα παριστάνονται συνήθως ολόκληρα, κάποιες φορές όμως παριστάνεται μόνο το κεφάλι. Και στις δύο περιπτώσεις όμως αποδίδονται πολύ ρεαλιστικά και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι συμβολίζουν.

Εντούτοις από πολύ νωρίς υπάρχουν αφαιρετικές τάσεις. Έτσι, ένα τρίγωνο, που συμβολίζει το εφηβαίο, παριστάνει τη sal, τη γυναίκα. Αν τώρα το τρίγωνο συνοδεύεται και από τρεις λόφους, συμβολίζει την kur, που σημαίνει σκλάβα. Αυτός ο συνδυασμός στηρίζεται στο γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια οι σκλάβες κατάγονταν από ξένους λαούς, που είχαν έλθει από τα βουνά για να κατοικήσουν στις πόλεις των Σουμερίων.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι πρώιμες γραφές των Σουμερίων είναι τόσο απλές όσο αυτή. Από την αρχική ακόμη περίοδο, που παρουσιάστηκε η γραφή, υπάρχουν πολλές πήλινες πλάκες που δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ σύντομα χρησιμοποίησαν τα σύμβολα με διαφορετική έννοια και σήμερα δεν είναι εύκολο να ερμηνευθούν.

Μάλιστα, σε σχετικά πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλωσε ο αριθμός των εικόνων και των συμβόλων, που χρησιμοποίησαν οι Σουμέριοι για να γράψουν. Ανέρχονται στον αριθμό των 2000. Έτσι, ακόμη και για τους σύγχρονους, η γραφή είχε πολλές ερμηνείες και σίγουρα δεν ήταν απλή.

Η μεγάλη ποικιλία συνδυασμών που άρχισαν να χρησιμοποιούνται γρήγορα δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τη διαδικασία να κατανοήσουμε τη γραφή. Ο συνδυασμός κυματιστών γραμμών για το νερό με δύο στάχυα είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι σημαίνει χωράφι. Ή το πουλί μ' ένα αυγό είναι αυτονόητο ότι συμβολίζει τη γέννα ή πάλι ένα μάτι και νερό συμβολίζει το κλάμα.

Δύσκολη γίνεται η κατανόηση της γραφής όταν τα σύμβολα αποκτούν περισσότερες από μία σημασία. Έτσι, το σύμβολο του άστρου συμβολίζει ταυτόχρονα και τον ουρανό και τον θεό. Ο ήλιος συμβολίζει την ημέρα αλλά και το φωτεινό, τη φιλία, τη χαρά. Η σειρά τέτοιων συμβόλων είναι ατέρμονη και θα ήταν αδύνατο να τα ερμηνεύσουμε, αν δεν υπήρχαν κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές. Αυτές δημιουργήθηκαν αργότερα, όταν η γραφή εξελίχθηκε από τα σύμβολα και έγινε σφηνοειδής.

Το αποφασιστικό βήμα από τη συμβολική γραφή προς τη σφηνοειδή το έκαναν οι γραφείς που πιθανόν ήδη, αμέσως μετά την ανακάλυψη της συμβολικής γλώσσας, θα εργάζονταν σε όλους τους ναούς της Ουρούκ και αργότερα και σε άλλες περιοχές ως βοηθοί των ιερέων. Έστρεψαν, για να μπορούν να γράφουν γρηγορότερα, επάνω στον πηλό τα σύμβολα κατά 90 μοίρες προς τα αριστερά, έτσι ώστε όλα ήταν πλάγια. Παρ' όλα αυτά οι καμπύλες και οι διάφορες γραμμές σε πολλά σημεία της πλάκας δεν ήταν εύκολο να χαραχτούν στον πηλό. Αυτό προέκυψε όταν αυξήθηκε ο αριθμός των πλακών που έπρεπε να γραφτούν αλλά και το μέγεθός τους. Το επάγγελμα του γραφέα έγινε χρονοβόρο, αφού έπρεπε να δουλεύει αδιάκοπα ολόκληρη την ημέρα στις αποθήκες των ναών.

Η εξέλιξη της γραφής και η γέννηση της σφηνοειδούς γραφής είχε ως αποτέλεσμα και την αισθητή μείωση των συμβόλων. Η σφηνοειδής γραφή εξελίχθηκε σύντομα σ' ένα γραφικό σύστημα που έχασε την ποικιλία σε ερμηνείες, αφού μεταμορφώθηκε σε γραφή με φθόγγους.

Η γραφή με εικόνες δεν είχε καμία σύνδεση με τη γλώσσα. Ο καθένας μπορούσε να την κατανοήσει από την αρχή, άσχετα με τη γλώσσα που μιλούσε. Μόνον όταν άρχισαν τα σύμβολα να σημαίνουν συλλαβές και λέξεις –και αυτό συνέβη το 2800 π.Χ. περίπου– άρχισαν οι άνθρωποι να διαβάζουν τη γραφή με τη σημερινή έννοια. Τότε εμφανίστηκαν και σύμβολα για αφηρημένες έννοιες, για ρήματα και συνδετικές προθέσεις. Έτσι, από την αρχική μορφή της γραφής με εικόνες γεννήθηκε μια γραφή με κανονικές προτάσεις, που σημαίνει παράλληλα τη μετάβαση από τα στοιχεία των λέξεων σε αυτά των συλλαβών. Αυτή η μετάβαση δεν έφερε μεγάλες αλλαγές στη σουμερική γλώσσα, καθώς οι περισσότερες σουμερικές λέξεις ήταν μονοσύλλαβες.

Ο Samouel Ν. Kramer συγκέντρωσε στα τέλη του περασμένου αιώνα σ' έναν μεγάλο κατάλογο όλα τα στοιχεία από την εξέλιξη των 18 σημαντικότερων συμβόλων από την πρώιμη γραφή με εικόνες, την αλλαγή στα πλάγια σύμβολα και τα πρώτα σύμβολα της σφηνοειδούς γραφής. Ο κατάλογος αυτός προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα από τη δημιουργία και την εξέλιξη της αρχαιότερης γραφής των ανθρώπων.

Σίγουρα για τους Σουμέριους τίποτα δεν ήταν τυχαίο στη σφηνοειδή γραφή. Το να παριστάνουν, για παράδειγμα, τη λέξη ζωή μ' ένα βέλος, να την ταυτίζουν μ' ένα βέλος, είναι κάτι παραπάνω από τυχαίο σύμβολο. Είναι πιθανό να κρύβεται στη συλλαβή ti (βέλος, ζωή) η γνώση για τις πρώτες μετακινήσεις, αφού η έκφραση «η ζωή είναι ένα ιπτάμενο βέλος» ταιριάζει απόλυτα με την ιδιοσυγκρασία των Σουμερίων. Αντικατοπτρίζει τη δραστηριότητα ενός λαού, που άφησε πίσω του μεγάλο πολιτισμό σε πολλούς τόπους και τεράστιο αριθμό λογοτεχνικών κειμένων, τα περισσότερα των οποίων είναι ανώνυμα, με ορισμένες βέβαια εξαιρέσεις. Το 2350 π.Χ. περίπου μια ποιήτρια, η Ενχεντουάνα, κόρη του βασιλιά Σαργκόν και ιέρεια του ναού του Νανά, θεού του φεγγαριού στην Ουρ, έγραψε επώνυμα ή συναρμολόγησε ύμνους, που ήδη υπήρχαν.[3] Ανάμεσα, λοιπόν, στις πολλές χιλιάδες κείμενα που βρέθηκαν και είναι γραμμένα επάνω σε πήλινες πινακίδες και είναι λογαριασμοί, καταγραφές της σοδειάς ή εμπορικές συναλλαγές, ξεχωρίζουν περίπου 6000, που είναι λογοτεχνικές δημιουργίες, δηλαδή σουμερικοί μύθοι, ηρωικά ποιήματα, ύμνοι, μοιρολόγια, δοκίμια, συζητήσεις, παροιμίες, διδάγματα.

Ο πρώτος θησαυρός λογοτεχνικών κειμένων, ίσως μια από τις αρχαιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, ανακαλύφθηκε ανάμεσα στο 1889 και στο 1900 κατά τις ανασκαφές της σουμερικής Νιππούρ, της ιερής πόλης της Μεσοποταμίας. Χιλιάδες πήλινες πλάκες με κείμενα ήλθαν τότε στο φως. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Πανεπιστημίου της Φιλαδέλφειας και στο Μουσείο Αρχαίας Ανατολικής Τέχνης στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτές τις πλάκες δεν περιγράφονταν εμπορικά ή οικονομικά αρχεία ή έστω στιγμές της καθημερινής ζωής, αλλά κάποιες πρώτες μαρτυρίες μιας μέχρι τότε εντελώς άγνωστης λογοτεχνίας. Καμία πλάκα όμως δεν είχε κάποιο ολοκληρωμένο κείμενο. Έπρεπε, λοιπόν, οι επιστήμονες να αναζητήσουν να βρουν ποια από τις πλάκες είχε το υπόλοιπο του κειμένου. Έτσι, από το περίφημο Έπος του Γκιλγκαμές υπάρχουν πολλά αντίτυπα, από τα οποία έχουν βρεθεί αρκετές πλάκες. Οι διάφορες σημειώσεις απλώνονται σε διάστημα μεγαλύτερο των 1000 ετών. Εξάλλου από την προσπάθεια μετάφρασης μιας πλάκας από τον Σάμουελ Ν. Κράμερ, οδηγηθήκαμε στην αποκρυπτογράφηση του αρχαιότερου έπους της ανθρωπότητας. Ο Κράμερ το ονόμασε Ενμερκάρ και ο Κύριος της Αράττα. Το χαρακτήρισε σαν το πρώτο ντοκουμέντο ενός πολέμου των νεύρων. Επίσης, το έργο αυτό αποκαλύπτει σαφώς μια πρώιμη πολιτική σκέψη. Οι θεοί γίνονται όργανα διπλωματικών διαπραγματεύσεων.

Ο Ενμερκάρ ανήκει όπως και ο Γκιλγκαμές στους θρυλικούς αρχηγούς της Ουρούκ, της βιβλικής πόλης Ερέχ. Σύμφωνα με τον μύθο είναι ο γιος του θεού Ήλιου, Ούτου, και αδελφός της θεάς του έρωτα, Ινάννα. Στο έπος Ενμεκάρ και ο Κύριος της Αράττα εμφανίζεται ως επικαρπωτής της ριψοκίνδυνης ερωτικής αποπλάνησης του θεού Ένκι από την Ινάννα, η οποία είχε φέρει από το Εριντού, όπου βρισκόταν ο Ένκι, τις θεϊκές δυνάμεις στην Ουρούκ.

Ο Ενμερκάρ είναι, σύμφωνα με τους βασιλικούς καταλόγους των Σουμερίων, ο δεύτερος βασιλιάς της πρώτης δυναστείας της Ουρούκ και αναφέρεται ότι βασίλευσε για 420 χρόνια. Ως μεγάλος και ικανός βασιλιάς, κύριος της Ουρούκ και της Κουλλάμπ, εμφανίζεται και σε αυτό το έπος, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1952. Είναι, όπως όλοι οι προηγούμενοι βασιλείς της Ουρούκ, ευνοούμενος της Ινάννα. Η θεά είναι εκείνη που αγαπούσε πολύ την πόλη Ουρούκ, μετά την παρακμή του Εριντού, και έβαλε το χέρι της στη μάχη εναντίον της πλούσιας πόλης Αράττα, που ήταν κτισμένη στα βουνά.

Ο τρόπος που πλησιάζει ο αδελφός τη θεϊκή αδελφή του και της προσφέρει κάτι μέσα από την καρδιά του, φανερώνει τη λεπτότητα της πολιτικής σκέψης των Σουμερίων, την ανάγκη αιτιολόγησης των πράξεών τους για τον πόλεμο, τις κατακτήσεις και τις σφαγές.
Αν και το ιστορικό κέρδος του έπους φαίνεται να μην είναι πολύ μεγάλο, αποκαλύπτει πάντως πολλά σχετικά με τη σκέψη των Σουμερίων εκείνης της εποχής. Μας δείχνει πως από τη θρησκευτική αφέλεια πέρασαν στην τακτική. Οι θεοί Ινάννα και Ούτου θεωρήθηκαν ότι διαπραγματεύονταν σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους που πολλές φορές ήταν ανέντιμοι.

Διαβάζουμε, λοιπόν, στο έπος:

Κάποτε ο βασιλιάς εκλέχτηκε από την Ινάννα στην ιερή ψυχή της,
εκλέχτηκε από τη χώρα Σούμπα από την Ινάννα στην ιερή ψυχή της.
Ο Ενμερκάρ, ο γιος του Ούτου,
προς την αδελφή του, την καλή βασίλισσα, […]
προς την ιερή Ινάννα απευθύνει μια παράκληση:
«Ω! Αδελφή μου Ινάννα, για την Ερέχ
άφησε τους ανθρώπους της Αράττα να φτιάξουν
περίτεχνο χρυσό και ασήμι,
άφησέ τους να φέρουν λάπις λάζουλι
από τα βουνά στην κοιλάδα,
άφησέ τους να φέρουν πολύτιμους λίθους και
λάπις λάζουλι
στην Ερέχ, την ιερή γη. […]
Στο σπίτι της Ανσάν, εκεί που στέκεσαι εσύ,
άφησέ τους να κτίσουν. […]
Της ιερής Γιπάρ, εκεί που εγκαταστάθηκες,
είθε ο λαός της Αράττα να στολίσει όμορφα
το εσωτερικό.
Θέλω να προσευχηθώ στο κέντρο της πόλης.
Κάνε την Αράττα να υποταχθεί στην Ερέχ,
κάνε τον λαό της Αράττα,
αφού φέρει τους πολύτιμους λίθους
από το βουνό στην κοιλάδα,
να μου κτίσουν τον μεγάλο ναό να προσεύχομαι
και το μεγάλο ιερό,
να φτιάξουν για εμένα το μεγάλο ιερό,
το ιερό των θεών,
να τηρούν τους θεϊκούς μου νόμους
στην Κουλλάμπ,
να φτιάξουν προς τιμή μου την Άπτσου,
ώστε να μοιάζει με ιερό οροπέδιο,
να κάνουν το Εριντού σαν βουνό,
να κτίσουν το ιερό μου στην Άπτσου,
και να μοιάζει με σπηλιά.
Όταν θα φέρω τους ύμνους από την Άπτσου,
όταν θα φέρω τους ιερούς νόμους από το Εριντού,
όταν θα τους χαρίσω τις αξίες σαν […]
όταν θα βάλω στο κεφάλι μου την κορόνα
στην Ερέχ και στην Κουλλάμπ.
Είθε […] να φέρουν στη Γιπάρ από το μεγάλο ιερό. […]
Είθε να […] φέρουν από τη Γιπάρ στο μεγάλο ιερό. […]
Είθε ο λαός να δει με θαυμασμό.
Είθε ο Ούτου να χαρεί!

Αυτό το κείμενο είναι, παρόλα τα κενά του, πολύ πλούσιο. Από τη γραπτή αυτή μαρτυρία καταλαβαίνουμε ότι ο βασιλιάς της Ουρούκ έγινε στο μεταξύ και άρχοντας ολόκληρης της χώρας μέχρι το Εριντού στον Νότο. Πιθανόν να κατέστρεψε το Εριντού, την ιερή πόλη του Ένκι. Τώρα, λοιπόν, έπρεπε οι κάτοικοι της Αράττα, για την οποία είχε ακούσει ότι ήταν πλούσια σε χρυσό και πολύτιμους λίθους, να «καθαρίσουν» το Εριντού, πράγμα που πιθανότατα σημαίνει να απομακρύνουν τα ερείπια και να κτίσουν από την αρχή τον ναό του Ένκι. Θέλει από αυτούς να φέρουν χρυσό, ασήμι, και λάπις λάζουλι, για να στολίσουν τον ναό της Ουρούκ και να κτίσουν εκεί και έναν καινούργιο ναό. Αυτό δείχνει θρησκευτικό ζήλο και καλύπτει τη φιλοδοξία για την εξουσία που έχουν οι θνητοί, η οποία φανερώνεται αργότερα και διατυπώνεται ως θέληση του θεού μέσω ενός κήρυκα που το ανακοινώνει στον άρχοντα της Αράττα.

Ο κήρυκας ανακοινώνει στον άρχοντα της Αράττα:

«Ο πατέρας σου, βασιλιά μου, με έστειλε σε σένα,
ο κύριος της Ερέχ, ο κύριος της Κουλλάμπ,
με έστειλε σε σένα».
«Τι είπε ο βασιλιάς σου, τι ζητεί;»
«Βασιλιά μου, αυτό είπε, αυτό ζητεί.
Βασιλιά μου, εκείνος που από την ημέρα που γεννήθηκε,
ορίστηκε να στεφθεί με την κορόνα,
ο κύριος της Ερέχ, η μεγάλη οχιά της χώρας των Σουμερίων,
[…]
το κριάρι με τη μεγάλη δύναμη στο βουνό,
ο Ενμερκάρ, ο γιος του Ούτου, με έστειλε,
βασιλιά μου, αυτά είπε:
“Θα διώξω τους κατοίκους από την πόλη,
για να φύγουν όπως τα πουλιά
από τα δέντρα τους.
Θα τους διώξω για να βρουν όπως τα πουλιά
καταφύγιο στα διπλανά δέντρα.
Θα ερημώσω την πόλη [Αράττα], όπως…
Θα την κάνω σκόνη, όπως μια εντελώς
κατεστραμμένη πόλη,
την Αράττα, την πόλη που καταράστηκε
ο Ένκι,
θα την καταστρέψω, θα την μετατρέψω
σε ερείπια.
Η Ινάννα σήκωσε τα όπλα εναντίον της
και μίλησε στην πόλη. [Αράττα]
Θα ρίξω επάνω από τα σπίτια σκόνη
και θα την αφανίσω.
Αφού έφτιαξε χρυσό από το χαλκό,
και ασήμι από τη σκόνη,
τα κοφίνια κουβάλησε επάνω σε γαϊδούρια
του βουνού.
Το σπίτι του νεαρού Ενλίλ, θεού των Σουμερίων,
εκλεγμένος από τον Ένκι, τον κύριο,
στην άγια ψυχή του,
κάνε τον λαό να καθαρίσει την πόλη και
να μου γράψει τους ιερούς νόμους,
κάνε τον να ανθίσει σαν λουλούδι,
φώτισέ τον όπως έκανε σε μένα ο Ούτου,
στόλισε τις πύλες…”».

Στην συνέχεια της ιστορίας ο κύριος της Αράττα αποκρούει τα τελεσίγραφα του Ενμερκάρ για παράδοση της πόλης και απαντάει στις απειλές του, λέγοντας ότι η θεά Ινάννα προστατεύει την Αράττα και ότι η ίδια τον όρισε βασιλιά. Σε αυτό ανταπαντάει ο αγγελιαφόρος του Ενμερκάρ, ο οποίος είναι φανερό ότι είναι πολύ καλός διπλωμάτης, ότι η Ινάννα, που είχε γίνει τώρα προστάτιδα της Ουρούκ, είχε υποσχεθεί στον κύριό του την παράδοση της Αράττα. Ο βασιλιάς της Αράττα φάνηκε να ενοχλείται από αυτή την πληροφορία και πρότεινε να γίνει μια μονομαχία ανάμεσα στους δύο καλύτερους πολεμιστές των δύο πόλεων. Την ίδια στιγμή όμως πληροφόρησε τον Ενμερκάρ ότι μόνο στην περίπτωση που ο λαός της Αράττα είχε έλλειψη σιταριού μπορούσε να ελπίζει ότι η πόλη θα του παραδινόταν.

Ο Ενμερκάρ δέχεται την πρόκληση, δίνει εντολή να φορτώσουν πολλά ζώα με σιτάρι και στέλνει αυτή την τροφή, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν σπάνια στα βουνά, στην πόλη της Αράττα. Ο λαός δέχτηκε το σιτάρι με ενθουσιασμό. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν έτοιμοι να στείλουν στον Ενμερκάρ τα δώρα που ζήτησε και να του κτίσουν έναν ναό. Τότε όμως ο βασιλιάς της Αράττα δήλωσε ότι εκείνος είχε στα χέρια του την απόλυτη εξουσία και στο όνομα του σκήπτρου του απαίτησε να πάνε σε εκείνον τους πολύτιμους λίθους. Στο σημείο αυτό το νόημα του κειμένου δεν είναι πολύ σαφές. Ξεκαθαρίζει στη συνέχεια, στο σημείο που ο Ενμερκάρ αντιδρά στις απαιτήσεις του βασιλιά της Αράττα.

Σε μια δεύτερη επίσκεψη, οι αγγελιαφόροι του Ενμερκάρ ανακοινώνουν τρία πράγματα στον βασιλιά της Αράττα: Καταρχήν ήταν σύμφωνος να στείλει έναν πολεμιστή για τη μονομαχία. Η δεύτερη ανακοίνωση όμως ακούγεται σαν να έχει κερδίσει κιόλας τη μάχη. Ζητάει από τον βασιλιά της Αράττα να του στείλει χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες για την Ινάννα και να φυλάξουν τους θησαυρούς στον ναό της. Και πάλι φαίνεται σαν να είναι η θεά εκείνη που ζητάει και δέχεται τα δώρα, ενώ ο βασιλιάς είναι φανερό ότι υποκύπτει στους όρους του αντιπάλου του.

Ο Ενμερκάρ όμως δεν αρκείται σε αυτά που ζητάει η Ινάννα. Επανέρχεται απειλητικός και λέει ότι θα καταστρέψει την πόλη Αράττα, στην περίπτωση που ο βασιλιάς και ο λαός της δεν συμφωνήσουν να κτίσουν από την αρχή τον ναό στο Εριντού και να τον διακοσμήσουν με πολυτέλεια. Πίσω από αυτήν την απαίτηση κρύβεται η επιθυμία ενός θυμωμένου θεού, του Ένκι, ενώ αποσιωπείται το γεγονός ότι ο Ενμερκάρ, που ήταν υπεύθυνος για όλα τα ανοσιουργήματα, δεν είχε σκοπό να επανορθώσει. Ακόμη και το ενδιαφέρον του να ξανακτίσει τον ναό στο Εριντού συνδέεται επίσης με νέες πράξεις βίας.

Για άλλη μια φορά ο βασιλιάς της Αράττα αντιστέκεται στις προκλήσεις και τις απειλές του αντιπάλου του. Στέλνει μήνυμα στον Ενμερκάρ ότι ο θεός της βροχής, ο Ισκούρ, στεκόταν στο πλευρό του και ότι η Ινάννα δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι της στην Αράττα, εννοώντας τον ναό που υπήρχε εκεί προς τιμή της.

Στη συνέχεια το κείμενο –με τα κενά του– αφήνει μεγάλα ερωτήματα στον αναγνώστη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, που αποδυνάμωσαν την Αράττα, οι κάτοικοι της πόλης συμφώνησαν να στείλουν χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες στην Ουρούκ και να τα αφήσουν στα πόδια της θεάς Ινάννα, μέσα στο ιερό της. Ίσως ήθελαν να τιμήσουν τη θεά, αλλά όχι να παραδοθούν στον εχθρό.

Πάντως φαίνεται ότι οι διάφορες διαπραγματεύσεις, που γίνονταν προφορικά και από τις δύο πλευρές, ανάμεσα στον Ενμερκάρ και στον βασιλιά της Αράττα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Κι αυτό, γιατί προς το τέλος του έπους επαναλαμβάνεται προς τον αγγελιαφόρο της Ουρούκ ότι η αποστολή του είχε τελειώσει. Ο Ενμερκάρ πήρε τότε έναν σβόλο από πηλό, έφτιαξε μια πλάκα και έγραψε τις πρώτες λέξεις. Το έπος αφηγείται:

Πήρε έναν σβόλο από πηλό ο βασιλιάς της Ουρούκ,
έγραψε επάνω τις λέξεις σαν να ήταν πλάκα.
Ποτέ άλλοτε δεν είχε γράψει κάποιος επάνω σε πηλό.
Τώρα όμως που το διέταξε ο θεός Ήλιος, συνέβη.
Την πλάκα την έγραψε ο Ενμερκάρ.

Στο σημείο αυτό συναντάμε σχεδόν συμπτωματικά την πρώτη αναφορά για την ανακάλυψη της γραφής. Όπως όλα όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή και αυτό το γεγονός συνδέθηκε με τη μυθολογία. Ο θεός Ήλιος ήταν εκείνος που ενέπνευσε την ανακάλυψη της γραφής.

Πάντως η υπόδειξη για τον τόπο καταγωγής φαίνεται να ισχύει. Μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι η γραφή ανακαλύφθηκε στην πόλη Ουρούκ. Η πληροφορία, λοιπόν, ότι η ανακάλυψή της ήταν έργο του Ενμερκάρ δεν πρέπει να είναι επινόηση των επικών ποιητών, οι οποίοι έζησαν πολλούς αιώνες αργότερα, αλλά μια προφορική παράδοση που αναφέρεται σε αυτήν την πνευματική ανακάλυψη.

Το περιεχόμενο της πρώτης γραφής συμφωνεί απόλυτα με τα γεγονότα. Πάντως γνωρίζουμε ότι οι πρώτες πήλινες πλάκες με γραφή περιέχουν πληροφορίες, ανακοινώσεις και αποφάσεις. Μια επιστολή είναι μια πολύ καλή αρχή για το γράψιμο. Η εξήγηση που δίνει το έπος για αυτή την αρχή είναι αποφασιστική, γιατί ό,τι δεν μπορεί κάποιος να απομνημονεύσει ή να διαφυλάξει το καταγράφει.

Με αυτόν τον τρόπο κλείνει ο κύκλος των ερωτημάτων σχετικά με την καταγωγή και την ανακάλυψη της γραφής. Με αυτό το κομμάτι από το αρχαιότερο έπος, το οποίο γράφτηκε περίπου 1.000 χρόνια αργότερα. Επιβεβαιώνει την άποψη, που γεννιέται από τις πρώτες γραπτές πλάκες, ότι οι καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου οδήγησαν στα πρώτα σχέδια. Η ωραιότητα της γλώσσας και η ικανότητά της να καταγραφεί σε ποιητική μορφή είναι κάτι που ο άνθρωπος ανακάλυψε πολύ αργότερα.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)

Συνεχίζεται με το δεύτερο μέρος.

[1] Το Έπος του Γκιλγκαμές, Εισαγωγή - απόδοση: Αύρα Ward, Αθήνα, 2001, ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ, σ. 12
[2] Uhlig, Helmut, Οι Σουμέριοι: Ένας λαός στις απαρχές της Ιστορίας, μεφρ. Μαρούλα Κόντη, Αθήνα, 2003, Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ & ΣΙΑ Ε.Ε., σ. 81-92
[3] Το Έπος του Γκιλγκαμές, Εισαγωγή - απόδοση: Αύρα Ward), Αθήνα, 2001, ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ, σ. 12

Επίσης:
Πρώτος σουμεριακός μύθος: Το ταξίδι του Νάννα στη Νιππούρ
Δεύτερος σουμεριακός μύθος: Ο Ενλίλ διαλέγει τον Θεό-αγρότη
Τρίτος σουμεριακός μύθος: Κτήνη και σιτηρά
Τέταρτος σουμεριακός μύθος: Η δημιουργία της αξίνας

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα