«Ελένη..!» «Ελένηηη..!» άκουσε μια φωνή από μακριά να την καλεί. Μια φωνή που όλο και πλησίαζε. Έστρεψε το βλέμμα της να δει ποιος φώναζε το όνομά της. Αυτή η φωνή τής ήταν άγνωστη, αλλά είχε τόση αγωνία στη χροιά της. Προσπάθησε να δει, όμως κάτι δυσκόλευε την όρασή της. Ο χώρος είχε ξαφνικά γεμίσει από καπνό. Η ανάσα της την έκαιγε και την έπιασε ένας πνιγηρός βήχας. «Φωτιά!» σκέφτηκε τρομοκρατημένη και πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Φωτιά!» ξαναείπε και ένας κρύος ιδρώτας την έλουσε. Έτρεξε προς την πόρτα, μα την βρήκε κλειδωμένη. Κλειδωμένη; Μα ποιος είχε κλειδώσει την πόρτα; Αφού ήταν μόνη της στο σπίτι. Ο καπνός όλο και πύκνωνε. Της ήταν τόσο δύσκολο να αναπνεύσει. «Φωτιάααα!» φώναξε, «Βοήθειαααα!» όμως καμιά απόκριση δεν φανέρωνε ότι κάποιος την είχε ακούσει. Έτρεξε στο κομοδίνο όπου είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ το κινητό της τηλέφωνο. Άφαντο! «Βοήθειαααα!» ξαναφώναξε απελπισμένη. Τίποτα. Μόνο ένας πυκνός καπνός. «Στο παράθυρο» σκέφτηκε. «Θα πηδήξω από το παράθυρο» είπε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Τράβηξε τις κουρτίνες, αλλά… «Μα τι συμβαίνει;» ούρλιαξε. «Ποιος μου κάνει πλάκα;» Το παράθυρο ήταν χτισμένο. Κόντευε να τρελαθεί. Όλο αυτό δεν είχε λογική ούτε εξήγηση. Τι συνέβαινε γύρω της; Τι συνέβαινε γενικώς; Άρχισε να καλεί σε βοήθεια πεπεισμένη πια ότι κι αυτό ακόμα ήταν μάταιο και θα καιγόταν ζωντανή σε μια πραγματικότητα του παραλόγου. Και τότε, την άκουσε ξανά να φωνάζει… «Ελένηηη..!» Μέσα στον πανικό της σκεφτόταν πως ήταν δυνατόν να είναι μέσα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο που φλεγόταν και να μη μπορεί να βγει, αλλά μια φωνή από το πουθενά να την καλεί. «Εδώ είμαι…» απάντησε. «Ποιος είναι; Πού είσαι; Βοήθεια…» φώναξε. «Ελένη…» άκουσε πάλι να την καλούν με τη φωνή τώρα να ακούγεται μέσα από αναφιλητά. Είδε μια μορφή να την πλησιάζει. Μια μορφή μικρόσωμη ντυμένη στα λευκά. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Έμοιαζε με παιδί όπως πλησίαζε. «Ελένη μου…» είπε η μορφή που την πλησίαζε και η Ελένη άπλωσε το χέρι να την αγγίξει. Και τότε την είδε… ένα κορίτσι νεαρό γύρω στα δεκαεπτά με καστανοκόκκινα μαλλιά και λευκό δέρμα. Κοιτούσε κάτω κι έλεγε μόνο «Ελένη μου…»
«Πώς μπήκες εδώ; Ποια είσαι;» ρώτησε η Ελένη και πλησίασε κι άλλο. Είδε τότε τον πράσινο αστερία να κρέμεται στον λαιμό του κοριτσιού πάνω από τη λευκή της νυχτικιά και σάστισε. Το κορίτσι σήκωσε το πρόσωπό του και την κοίταξε και η Ελένη πισωπάτησε τρομαγμένη. Το μισό μέρος του προσώπου της κοπέλας ήταν καμένο και αλλοιωμένο. Όσο όμορφη ήταν η δεξιά πλευρά του προσώπου της με τα τέλεια φυσικά χαρακτηριστικά της νιότης της, άλλο τόσο τρομακτική και στενάχωρη ήταν η όψη της αριστερής πλευράς με τα χαρακτηριστικά αλλοιωμένα και την τραγικότητα αποτυπωμένη από την αβυσσαλέα επίθεση της φλόγας. Μια οδύνη κατέβαλε την Ελένη μόλις υποχώρησε το ξάφνιασμα. Μια συμπόνια που την τρυπούσε κατάστηθα. Σαν να το ήξερε αυτό το κορίτσι, ειδάλλως πώς ένιωθε τον πόνο και την απόγνωσή του; «Ποιος σου το έκανε αυτό παιδί μου; Ποιος; Πώς σε λένε;» ρώτησε η Ελένη.
«Ελένη…» απάντησε το κορίτσι. «Με λένε Ελένη…» είπε. «Εγώ μου το έκανα αυτό. Εγώωωωω..!» και κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της έβγαλε μια δυνατή κραυγή σαν ουρλιαχτό πληγωμένου λύκου.
Η Ελένη πετάχτηκε κάθιδρη. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη και της πήρε μερικές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό που έζησε ήταν ένα όνειρο. Βρισκόταν πάντα στο δωμάτιο των δικών της, στο πατρικό της σπίτι και δεν υπήρχε πουθενά ούτε φωτιά, ούτε καπνός. Κοίταξε το ρολόι της. Ήθελε ακόμα αρκετά μέχρι να ξημερώσει. Όμως αυτή τη στιγμή της φαινόταν αδιανόητο να γυρίσει πλευρό και να ξανακλείσει τα μάτια. Ήταν ακόμα συγκλονισμένη από το όνειρο που είχε δει. Σχεδόν ένιωθε το κάψιμο από τον καπνό στον λαιμό της. Σηκώθηκε και δίχως δεύτερη σκέψη κατέβηκε στην κουζίνα να ετοιμάσει λίγο χαμομήλι.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το ένατο μέρος.