Τρεις ώρες μετά η Ελένη έκανε είσοδο στο σπίτι μ' ένα κοντό ασύμμετρο καρέ και ξανθοκόκκινες ανταύγειες. Τα νύχια της, περιποιημένα και βαμμένα σ' ένα εξωτικό κοραλί, ταίριαζαν υπέροχα με το καινούριο μακρύ της φόρεμα στο χρώμα της άμμου. Μια φαρδιά λευκή ζώνη τόνιζε την όμορφη λεπτή μέση της. Άφησε την τσάντα που κρατούσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας κι άρχισε να την αδειάζει με τη χαρά των λουλουδιών σαν έρχεται ο Μάης και καρτερούν ν' ανθίσουν. Πρώτα έβγαλε ένα μικρό ξύλινο βαλιτσάκι. Το άνοιξε. Ήταν γεμάτο χρώματα και πινέλα. Έβγαλε άλλα δυο κουτιά. Το ένα με πάστες μορφοποίησης και το άλλο με σπάτουλες. Γύρισε και κοίταξε τους δυο μεγάλους καμβάδες που είχε ακουμπήσει στην άκρη της κουζίνας. Τα μάτια της γυάλισαν στη θέα τους. Η Ελένη ήταν σίγουρη πια πως η πρώτη της αγάπη, η ζωγραφική, είχε επιστρέψει για τα καλά στη ζωή της και αυτή τη φορά δεν θα την αποχωριζόταν για τίποτα στον κόσμο.
Πήγε στο δωμάτιό της κι άλλαξε. Ένα μακρύ πουκάμισο και ένα κοντό σορτς ήταν ό,τι έπρεπε. Όταν ζωγραφίζεις δεν χρειάζεσαι στόλισμα, έλεγε κάποτε η δασκάλα της. Το αντίθετο μάλιστα. Παλεύεις με την έμπνευση. Σταυρώνεσαι με τα μεγάλα νοήματα και τις κρυφές εικόνες της ψυχής σου. Γονυπετής σωπαίνεις και προσκυνάς πάνω στο λευκό του καμβά πριν –μέσα από τα χρώματα και τα πινέλα– αναστήσεις τη σκέψη, την ιδέα, την εικόνα που μόνο εσύ έχεις φυλάξει βαθιά μέσα στον νου σου. Αποδομείς και συνθέτεις τον παράδεισο και την κόλαση, άλλοτε ως θεός και άλλοτε ως δαίμονας. Το τελευταίο που χρειάζεται ν' ασχοληθείς είναι πού θα στάξει το χρώμα και πού θ' αγγίξει το κάρβουνο. Στη γένεση προσέρχεσαι γυμνός. Ξυπόλητη προχώρησε προς τη σοφίτα με τους δυο καμβάδες στα χέρια. Πήρε το καβαλέτο της και τ' άνοιξε. Γεμάτη συγκίνηση απίθωσε πάνω του τον ένα καμβά με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια. Ένιωθε τη στιγμή ετούτη τόσο εύθραυστη! Σαν κρύσταλλο τόσο λεπτοδουλεμένο που φοβάσαι μην σπάσει στην πρώτη ψηλή νότα μιας άριας που θ' ακουστεί.
Στάθηκε δυο τρία μέτρα μακριά και κοίταξε το απόλυτο λευκό. Κράτησε την ανάσα της για μια στιγμή, δυο στιγμές, τρεις στιγμές. Ένιωσε όλο της το είναι να αναμετράται με το λευκό του καμβά. Αναγνώρισε πάνω στο απόλυτο λευκό το κενό που είχε χαρίσει στα θέλω της, το τίποτα που είχε φιλέψει την κατά τα άλλα ισορροπημένη και νοικοκυρεμένη ζωή της. Έψαξε μέσα στη λευκή αυτή κυριαρχία να βρει ένα σημείο που μαρτυρούσε το ίχνος της… Κι όμως δεν βρήκε. Οι σκέψεις της ξόδεψαν όλον τον αέρα, που είχε φυλακίσει μέσα της, και ξαφνικά ένιωσε να πνίγεται όπως ο δύτης που του τελειώνει το οξυγόνο. Τίναξε το κεφάλι της αναδυόμενη από τον βυθό των αναμνήσεων και πήρε μια βαθιά ανάσα, αχόρταγη και λυτρωτική σαν αν είχε βγει μόλις στην επιφάνεια της θάλασσας. Ήταν έτοιμη…
Λίγες στιγμές αργότερα έπιασε το μολύβι στα χέρια της και πλησίασε αποφασιστικά το λευκό φόντο. Ακούμπησε την άκρη του πάνω στον καμβά και το έσυρε πλάγια και μετά ξανά απ' την άλλη πλευρά και μετά μια έξαψη την κατέκλυσε και δεν όριζε πια τα χέρια της μήτε τη σκέψη της. Σχεδίαζε η ψυχή της. Οι γραμμές αγκαλιάζονταν πάνω στον καμβά. Δημιουργούσαν μυστικά περάσματα μέσα από άγνωστους λαβύρινθους και ενώ κινδύνευε να χαθεί, ένας μίτος μαγικός της έδειξε τον δρόμο για την έξοδο. Πόση ώρα είχε περάσει άραγε; Το χαμηλό φως γύρω της την έκανε να καταλάβει πως κόντευε να σκοτεινιάσει. Άναψε το φως στη σοφίτα και γύρισε να κοιτάξει το προσχέδιο του πίνακά της. Αναφώνησε στη θέα της εικόνας που είχε απέναντί της. Ένας αστερίας δέσποζε επιβλητικός μπροστά στα μάτια της. Ένας αστερίας παγιδευμένος στην άκρη του γιαλού, δεμένος με μια αλυσίδα στερεωμένη στην άκρη ενός ξύλου, ανίκανος ν' αφεθεί να τον παρασύρει το θαλασσινό νερό. Ένας πράσινος αστερίας…
Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε πως η ανακάλυψη που είχε κάνει την απασχολούσε πολύ περισσότερο απ' ό,τι εκείνη νόμιζε ή ήθελε να παραδεχτεί. Έπρεπε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της. Τρόμαζε και μόνο στη σκέψη μιας νέας ανακάλυψης, που θα ανασκάλευε όλη της τη ζωή. Θα ξεθεμελίωνε το πιο ειλικρινές και ανόθευτο κομμάτι της ύπαρξής της. Ήδη το επικείμενο διαζύγιό της είχε φέρει τα πάνω κάτω. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τι θα γινόταν αν οι ρίζες της δεν ήταν αυτές που ήξερε ως τώρα, αν έπρεπε να μπει σε μια διαδικασία ν' αναθεωρήσει ό,τι γνώριζε ως οικογένεια. Αυτό το μυστήριο έπρεπε να λυθεί όσο το δυνατόν συντομότερα. Αν ήθελε να προχωρήσει μια εποχή παρακάτω έπρεπε να το κάνει πάνω σε βάσεις γερές, χωρίς σκιές και αναπάντητα ερωτήματα.
Κατέβηκε στο ισόγειο και άνοιξε το συρτάρι του πορτ μαντό. Μέσα βρήκε την κάρτα του ταξιδιωτικού γραφείου που συνεργαζόταν. Χωρίς δεύτερη σκέψη σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου και πριν καλά καλά πάρει ανάσα άκουσε τη
φωνή της υπαλλήλου να ρωτά πώς μπορούσε να την εξυπηρετήσει. «Ένα αεροπορικό εισιτήριο για Κρήτη παρακαλώ. Την πιο άμεσα διαθέσιμη ημερομηνία» είπε. Έκλεισε το τηλέφωνο λίγες στιγμές μετά και αμέσως σχημάτισε το νούμερο του σπιτιού των γονιών της. «Μαμά; Τι κάνεις; Είσαι καλά;» ρώτησε με ζωηρή φωνή τη μητέρα της. «Τάξε μου. Σε δυο μέρες θα είμαι κάτω στο χωριό. Όχι, όχι τίποτα δεν συνέβη. Απλά μου λείψατε πολύ και είπα να μην περιμένω άλλο για να σας δω. Οι δουλειές μπορούν να περιμένουν». Έκλεισε το τηλέφωνο ικανοποιημένη. Ποτέ δεν της άρεσε να ζει σε γκρίζες ζώνες. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε βρει έπρεπε να μάθει αν την αφορούσε ή όχι. Ίσως να ήταν απλά ένα παλιό ρομάντζο της μητέρας της. Θα την αγκάλιαζε μ' αγάπη. Εξάλλου δεν είχε γεννηθεί παντρεμένη με τον πατέρα της. Αν ήταν όμως κάτι άλλο έπρεπε να το ξέρει. Τόσα και τόσα γίνονται στον κόσμο. Είχε παιδιά. Δεν μπορούσαν να είναι μετέωρα απέναντι σε οικογενειακά μυστικά.
Την επόμενη μέρα έδωσε όλα τα παλιά έπιπλα και οι κοινωνικές υπηρεσίες πήραν τις κούτες με όλα όσα είχε αποφασίσει να δωρίσει. Κάλεσε έναν φίλο της, που αναλάμβανε ανακαινίσεις χώρων και αφού του εξήγησε τι σκεφτόταν να κάνει στη σοφίτα, του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού και μια προκαταβολή για τα πρώτα έξοδα. Το είχε πάρει απόφαση. Θα την έκανε ατελιέ. Μετά από τόσα χρόνια είχε κερδίσει το δικαίωμα να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Του είπε επίσης πως ήθελε να αναμορφώσει και το παλιό της υπνοδωμάτιο. Ήθελε έναν χώρο όπου το βράδυ η ψυχή της θα έβρισκε γαλήνη και τα όνειρά της θα είχαν χώρο ν' αναπνεύσουν. Του ζήτησε να χρησιμοποιήσει κατά βάση ξύλο και παστέλ χρώματα.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας το πέρασε στα μαγαζιά. Χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα καινούριο μαγιό. Ένα μπικίνι ίσως. Γιατί όχι; σκέφτηκε την ώρα που το δοκίμαζε. Νέα ήταν ακόμα, ο γιος της δεν θα ήταν μαζί της, οπότε θα μπορούσε να διεκδικήσει ένα πιο γενναιόδωρο χάδι από τον ήλιο. Μόνο από τον ήλιο όμως. Η Ελένη δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να επιβεβαιωθεί μέσα από το φλερτ. Είχε πάντα μια πολύ καλή σχέση με τον εαυτό της, αλλά και μετά που έκανε παιδιά θεωρούσε ότι δεν της επιτρεπόταν να δώσει το παραμικρό δικαίωμα που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον σύζυγο ή τα παιδιά της. Ούτε τώρα είχε ανάγκη να αποδείξει στον εαυτό της αν άρεσε στο άλλο φύλο ή όχι. Θα ήταν σαν να παραδεχόταν πως ο γάμος της δεν ήταν παρά ένα χαρτί που μόλις σκίστηκε, εκείνη γύρισε σελίδα στο βιβλίο των συναισθημάτων της. Δεν ήταν έτσι όμως. Εκείνη όπως και οι περισσότεροι άλλωστε άνθρωποι, μεγάλωσε και άλλαξε μέσα στον γάμο της. Η καθημερινή συμβίωση και αλληλεπίδραση με τον Δημήτρη είχε φέρει τους δυο τους τόσο κοντά, όσο χρειαζόταν για να μπορούν να επικοινωνούν και ν' αλληλοσυμπληρώνονται. Να υπάρχει ένα κοινό σημείο αντίληψης κι αναγνώρισης της τρυφερότητας και του ερωτισμού. Ένας κοινός γνώμονας στη λογική και την αντιμετώπιση των δυσκολιών ή την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Το άγγιγμα του Δημήτρη είχε αποκτήσει το δικό του αποτύπωμα πάνω στο σώμα και την ψυχή της. Το σ' αγαπώ του είχε τον δικό του απόηχο μέσα στην καρδιά της. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια δεν θα μπορούσε έτσι απλά ν' αποτινάξει όλ' αυτά όπως τη σκόνη πάνω από ένα ρούχο και να επιτρέψει σε κάτι άλλο να τ' απαλείψει. Η Ελένη ήταν ακόμα στη συνείδησή της σύζυγος και μητέρα κι αυτό ήταν κάτι που δεν άλλαζε μέσα σ' ένα τρεμόπαιγμα του βλεφάρου.
Μ' αυτές τις σκέψεις έδωσε το μαγιό στο ταμείο και αφού διάλεξε κι ένα παρεό στα ίδια χρώματα, κίτρινο και μενεξεδί, πλήρωσε κι έφυγε. Επόμενη στάση, το αγαπημένο ζαχαροπλαστείο της μητέρας της. Ήθελε να της πάρει εκείνα τα υπέροχα νηστίσιμα κουλουράκια με σουσάμι και κανέλα. Αρχές Αυγούστου ακόμα και η μαμά της σίγουρα θα νήστευε ως τις δεκαπέντε του μήνα. Από μικρή θυμόταν την συνέπεια της μητέρας της στις νηστείες. Τετάρτη και Παρασκευή δεν έφτιαχνε ποτέ κρέας στο σπίτι, αλλά και όλη τη σαρακοστή, ακόμα και όταν μαγείρευε για τους υπόλοιπους, εκείνη έτρωγε πάντα κάτι διαφορετικό. Η Ελένη με τα ωράρια της δουλειάς της, αλλά και με την αγάπη που είχε ο άντρας της στο κρέας σπάνια κρατούσε τέτοιες συνήθειες. «Εσείς οι νέοι δεν κρατάτε μήτε έθιμα, μήτε νηστεία, αλλά μόλις τύχει κάτι γυρνάτε το κεφάλι σας στον ουρανό σαν τη κότα που πίνει νερό και ζητάτε βοήθεια» έλεγε η μητέρα της, σαν δεν ήταν οι άντρες μπροστά. Αλίμονο η κυρά Μυρτώ να έδινε δικαίωμα στους γαμπρούς της ότι ανακατεύεται στα γούστα τους ή στα σπιτικά τους. Την κατσάδα την άκουγαν μόνο οι κόρες της, αλλά ήταν πάντα με τόση αγάπη στολισμένη που καμιά τους, ούτε η Ελένη ούτε η Κατερίνα, μπορούσαν να της θυμώσουν.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το όγδοο μέρος.