Εκείνο το βράδυ η Ελένη έμεινε ξύπνια διαβάζοντας τα ποιήματα του Θαλασσινού. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η γραφή του ήταν μοναδική. Ήταν νοτισμένη μ' ένα αξόδευτο γκρίζο, έναν ατέρμονο χιονιά. Η θλίψη και η μελαγχολία έρρεε ασταμάτητη μέσα από κάθε του στίχο. Το αδύναμο της ανθρώπινης φύσης, ο πόνος του χωρισμού, η απουσία της αγάπης, τα ναυάγια της ζωής ήταν οι θεματικές της γραφής του. Πρέπει να ήταν ένας βαθιά μελαγχολικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με μάτια σαν λίμνες γεμάτα δάκρυα. Άραγε πού να είχε μεγαλώσει και ποιες συνθήκες της ζωής του να είχαν γεννήσει αυτόν τον ατέλειωτο χειμώνα στη γραφίδα της πένας του; Πώς ήταν ποτέ δυνατόν η μητέρα της να μαγευτεί από έναν τόσο θλιμμένο άνθρωπο και να είναι παντρεμένη με κάποιον τόσο διαφορετικό όπως ο πατέρας της; Ο Στέφανος Θεοτοκάτος ήταν ένας άνδρας γεμάτος ζωντάνια. Η φωνή του γλυκιά μα βροντερή και το γέλιο του γάργαρο σαν το νερό της πηγής. Τον θυμόταν πάντα να έχει γύρω του ανθρώπους που επιζητούσαν την παρέα του και την ξάστερη σκέψη του. Καπετάνιος για χρόνια, που είχε γυρίσει τον κόσμο δέκα φορές, μετά τον γάμο του είχε επιλέξει κοντινά ταξίδια γιατί δεν άντεχε να είναι για πολύ μακριά από τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Θυμήθηκε κάθε που έφευγε ο πατέρας της ταξίδι, τις φιλούσε και τις τρεις όλο αγάπη και κάθε που γύριζε τον πρόσμεναν στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, μάνα και κόρες, στη σειρά με το τραπέζι στρωμένο και το φαγητό ζεστό. Κι αφού χόρταιναν από αγκαλιές και φιλιά, κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι να γευτούν τα εδέσματα, που κάθε φορά είχε ετοιμάσει όλο λαχτάρα κι αγάπη η μητέρα της.
Όσο αναπολούσε όλα αυτά η Ελένη, τόσο πιο δύσκολο της φαινόταν να έχει η μητέρα της σχέση μ' αυτόν τον άνθρωπο. Όμως όλα αυτά που είχε βρει και το πόσο επιμελώς ήταν φυλαγμένα, ήταν λίγο ύποπτα. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος για τόση μυστικότητα. Κι αν όντως δεν ήταν παιδί του Στέφανου Θεοτοκάτου; Να το ήξερε άραγε εκείνος; Κι αν ναι, πώς δεν την ξεχώρισε ποτέ από την Κατερίνα, την αδερφή της; Μα θα δεχόταν ποτέ ο πατέρας της ένα νόθο παιδί; «Τα παιδιά δεν φταίνε σε τίποτα, θα μου πεις» σκέφτηκε, μα θα ήταν πολύ τραβηγμένο στην αρχή του γάμου του να ζήσει και να δεχτεί κάτι τέτοιο από τη νιόπαντρη γυναίκα του. Κι αν τον κορόιδεψε; Αν η μητέρα της είχε παράλληλο δεσμό όταν παντρεύτηκε και του είπε πως είναι δικό του το παιδί; Αποκλείεται. Η μητέρα της δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Τα μάτια της ήταν καθάρια σαν τον ξάστερο ουρανό. Σε θέματα τιμής ήταν πάντα δίκαιη και γεμάτη κατανόηση, μα και αυστηρότητα. Η εμπιστοσύνη, έλεγε, είναι ένα κρύσταλλο που αν σπάσει δεν ξανακολλάει κι αν ραγίσει, το σημάδι του μένει για πάντα. Όλα αυτά σκεφτόταν η Ελένη κι άκρη δεν έβγαζε. Όμως δεν μπορούσε και να τα προσπεράσει. Ένιωθε πως με κάποιο τρόπο η ίδια εμπλεκόταν σ' όλο αυτό και ήταν αδύνατον να μην το ερευνήσει.
Το επόμενο πρωινό είχε κιόλας χαθεί κάθε σημάδι από την ξαφνική μπόρα της προηγούμενης νύχτας. Ο ήλιος έκαιγε δηλώνοντας την κυριαρχία του εκείνο το αυγουστιάτικο πρωί. Η Ελένη αποφάσισε ν' αφήσει για λίγο στην άκρη τον ποιητή Θαλασσινό και να προσπαθήσει να συμμαζέψει τη σοφίτα, που τρεις μέρες τώρα είχε αφήσει στη μέση. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε στη μητέρα της και ίσως κατάφερνε να μάθει κάτι από αυτήν. Κάποιον τρόπο θα έβρισκε να μιλήσουν οι δυο τους. Έδεσε μ' ένα μαντήλι τα μαλλιά της ψηλά και κατευθύνθηκε προς τη σοφίτα. Κατέβασε τις κούτες που είχε γεμίσει στην πίσω αυλή, που κοιτούσε η κουζίνα, και τηλεφώνησε στην κοινωφελή υπηρεσία του δήμου να έρθει να πάρει τα πράγματα για να τα διαθέσει όπου υπήρχε ανάγκη.
Σειρά τώρα είχαν τα έπιπλα και τα μπαούλα. Αυτό το μικρό γκρενά σαλονάκι από βελούδο, σίγουρα δεν είχε πια θέση στο σπίτι, όπως κι εκείνος ο βαρύς μπουφές. Αύριο κιόλας θα έπαιρνε τηλέφωνο έναν γνωστό, που είχε στο Μοναστηράκι, που αγόραζε παλιά έπιπλα. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν ήθελε να τα πετάξει, ούτε όμως και μπορούσε να τα αφήσει για πάντα στη σοφίτα. Αυτός ο χώρος θα μπορούσε να γίνει το ατελιέ της. Τώρα πια που η μόνη ευθύνη που τη βάραινε ήταν αυτή του εαυτού της, μπορούσε ν' ασχοληθεί με όσα αγαπούσε και είχε αφήσει στην άκρη. Κάπου σε μια γωνιά βρήκε το καβαλέτο της, χωμένο στα πλαϊνά μιας ντουλάπας. Το άγγιξε με την άκρη του χεριού της και χαμογέλασε θλιμμένα. Πόσα όνειρα, πόσα σχέδια. Ο χρόνος είναι ένας οδοστρωτήρας με οδηγό τα πρέπει, που περνά πάνω απ' όσα ονειρευόμαστε. Όμως αυτό θα άλλαζε. Τα χρόνια μπορεί να είχαν περάσει, ήταν όμως ακόμα αρκετά νέα για να δημιουργήσει και να χαρεί.
Εκείνο το πρωινό η Ελένη δούλεψε πολύ σκληρά. Ο χώρος στη σοφίτα άνοιξε, τα άχρηστα αντικείμενα πετάχτηκαν, τα παλιά έπιπλα ήταν προς αποχώρηση. Μαζεύοντας τον χώρο βρήκε και τα χρώματα και τα πινέλα της, που είχε από μικρή, και που κι αυτά είχαν μεγαλώσει όσο κι εκείνη. «Θα πρέπει να πάρω καινούρια» σκέφτηκε. «Καιρός είναι η ζωή μου κι εγώ να ανανεωθούμε λίγο». Πετάχτηκε ξαφνικά σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. Κατέβηκε από τη σοφία και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Πέταξε τα ρούχα της στο πάτωμα και μπήκε στο μπάνιο. Το ζεστό νερό απομάκρυνε τη σκόνη και τη θλίψη των περασμένων ετών.
Στέγνωσε και ενυδάτωσε το σώμα της και αφού φόρεσε ένα υπέροχο φλοράλ μακρύ φουστάνι με κίτρινες και μαβιές ανεμώνες, σχημάτισε στο κινητό της το νούμερο του κομμωτής της. «Καλημέρα Λευτέρη», είπε στη φωνή που απάντησε στην κλήση της. «Έχεις χρόνο γι' αλλαγή ενός λουκ;» ρώτησε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Σύμφωνοι» συνέχισε. «Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί». Έκλεισε το τηλέφωνο, φόρεσε το αγαπημένο της άρωμα και βγήκε από το σπίτι αφού πρώτα ασφάλισε όλες τις εισόδους του. Καιρός ήταν να ταράξει λίγο τα νερά. Στο κάτω κάτω, ήταν μόλις πενήντα ετών.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το έβδομο μέρος.