Σταυρούλας Δεκούλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Εκείνο το βράδυ η Ελένη ονειρεύτηκε πως βρισκόταν σ' ένα νησί και περπατούσε ξυπόλητη σε μια ακρογιαλιά. Φορούσε ένα μακρύ λευκό φουστάνι, που φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένο και κουρελιασμένο, και τα πόδια της την πονούσαν αφόρητα. Όταν έσκυψε να τα κοιτάξει τα είδε καταματωμένα και βρόμικα. Στο χέρι της κρατούσε τον πράσινο αστερία και όποιον έβρισκε του τον έδειχνε κι έλεγε: «Ψάχνω τον Θαλασσινό, ξέρετε πού θα τον βρω;». Όμως οι άνθρωποι στο όνειρό της ανασήκωναν τους ώμους τους αδιάφοροι και την προσπερνούσαν. Εκείνη όμως συνέχιζε να περπατά όσο κι αν πονούσε και δακρυσμένη μονολογούσε: «Πρέπει να τον βρω. Δεν θα σταματήσω να περπατώ μέχρι να τον βρω.». Κάποια στιγμή μια μαυροντυμένη γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά της και με σιγανή φωνή της είπε: «Παιδί μου, γύρνα πίσω και φύλαξε τα πράγματα πίσω στο κουτί τους. Είναι πολύ αργά γι' αλήθειες.». Η Ελένη κοντοζύγωσε να δει πιο καλά τη γυναίκα που της μιλούσε κι αντίκρισε τη μητέρα της. «Μαμά», φώναξε και πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι λουσμένη στο ιδρώτα.
Μόλις συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι της κατάλαβε πως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα μόνο όνειρο και αχνογέλασε με την αφέλειά της. Όλο αυτό την είχε επηρεάσει περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ένιωσε το ζεστό νερό να χαλαρώνει την ένταση στο σώμα και την ψυχή της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην ηρεμία που τόσο απλόχερα της πρόσφερε ο ήχος του νερού. «Πόσο τυχεροί είμαστε ως παιδιά;» σκέφτηκε. «Προστατευμένοι μέσα στα σπλάχνα της μάνας μας, με το νερό να φιλτράρει καθετί αρνητικό πριν φτάσει σε μας σαν ψίθυρος». Τυλίχτηκε στο μπουρνούζι της και αφού άπλωσε ένα στρώμα ενυδατικής κρέμας στο πρόσωπό της κατέβηκε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ.
Η ώρα του πρωινού ήταν ανέκαθεν μια ιεροτελεστία για την Ελένη. Δεν την ένοιαζε ακόμα κι αν έπρεπε να χάσει μια ώρα από τον ύπνο της προκειμένου να προετοιμάσει και ν' απολαύσει το πρωινό της. Έβαλε νερό στην καφετιέρα και πρόσθεσε όσο καφέ χρειαζόταν. Τόσον καιρό μετά κι ακόμα υπολόγιζε καφέ για δύο. Πώς να την προσπεράσει τόσων χρόνων συνήθεια; Λίγο την πείραζε που μπερδευόταν και πετούσε τον καφέ. Αυτό που την ενοχλούσε στην πραγματικότητα ήταν ότι αυτή η συνήθεια ερχόταν κάθε μέρα να της θυμίσει πόσα πράγματα είχαν αλλάξει γύρω της και πως τώρα πια συνοδοιπορούσε μόνο με τον εαυτό της. Έκοψε δυο φέτες μαύρο ψωμί και τις έβαλε να φρυγανιστούν. Η κουζίνα άρχισε να μυρίζει φρεσκοψημένο καφέ και ζεστό ψωμί. Η Ελένη άνοιξε το βάζο με τη σπιτική μαρμελάδα φράουλα, που έφτιαχνε σύμφωνα με τη συνταγή της μητέρας της, και την άπλωσε πάνω στο ψωμί. Ένα βραστό αυγό περίμενε τη σειρά του μέσα στο μπρίκι να πάρει τη θέση του πάνω στο τραπέζι.
Μια ώρα μετά, η Ελένη σηκωνόταν χορτάτη από το τραπέζι, ενώ ο εκφωνητής του ραδιοφώνου την ενημέρωνε για όλα τα νέα του τόπου της και για τον καιρό. «Ζέστη θα έχει και σήμερα» σκέφτηκε η Ελένη. «Καλύτερα να μην καθυστερήσω άλλο». Ανέβηκε στο δωμάτιό της χωρίς ν' ασχοληθεί καθόλου να μαζέψει το σερβίτσιο του πρωινού της. Είχαν άλλα πράγματα προτεραιότητα σήμερα. Έπρεπε να πάει στη βιβλιοθήκη να ψάξει για τον Ορέστη Θαλασσινό. Ίσως εκεί στ' άπαντα των ποιητών να έβρισκε κάτι καταχωρημένο για εκείνον.
Παρά το προχωρημένο του καλοκαιριού η Αθήνα ήταν γεμάτη κόσμο σαν να είχαν αποφασίσει όλοι φέτος να μείνουν στην πρωτεύουσα να της συμπαρασταθούν. Πήρε το αυτοκίνητό της από το γκαράζ και σταμάτησε στον πιο κοντινό σταθμό του Μετρό. Ήταν μεγάλο επίτευγμα τούτο το έργο. Κάθε φορά που βρισκόταν εκεί, σκεφτόταν πόσο χρόνο θα έτρωγε στα λεωφορεία και στις στάσεις μέσα στο καυσαέριο και τον καυτό ήλιο. Επικύρωσε το εισιτήριο επιβίβασής της και κατέβηκε στην αποβάθρα να περιμένει τον συρμό που θα την οδηγούσε στη βιβλιοθήκη και ίσως στην είσοδο του λαβύρινθου. Πόσο αποχαυνωτικός ήταν αυτός ο ρυθμικός θόρυβος που έκανε ο συρμός του Μετρό καθώς έτρεχε πάνω στις ράγες! Ήταν φορές που σκεφτόταν πως αν υπήρχε ένα τρένο που να κάνει τον γύρο της γης, έστω και χωρίς σταματημό, θ' ανέβαινε πάνω του χωρίς δισταγμό και θα γνώριζε όλο τον κόσμο έστω και πίσω απ' το μικρό του παράθυρο. Πόσα και πόσα εκατοντάδες χιλιόμετρα δεν είχε διανύσει όλα αυτά τα χρόνια της δουλειάς, των υποχρεώσεων, των δραστηριοτήτων των παιδιών, των τακτοποιήσεων των εκκρεμοτήτων, των εξυπηρετήσεων των φορτικών συγγενών... Πόσο οικείο της ήταν πια αυτό το μεταφορικό μέσον! Ώρες ώρες νόμιζε πως ακόμα και τα βαγόνια τής σιγοψιθύριζαν και την κρυφοχαιρετούσαν σαν έμπαινε μέσα τους.
Λίγο πριν τις έντεκα η Ελένη ήταν στην είσοδο της βιβλιοθήκης και κατευθυνόταν προς την υπεύθυνη, αποφασισμένη να βρει την άκρη της αλήθειας. «Καλή σας μέρα», χαιρέτησε χαμηλόφωνα. «Χρειάζομαι την πολύτιμη βοήθειά σας». «Παρακαλώ, είμαι στη διάθεσή σας», αντιγύρισε η βιβλιοθηκάριος. Ήταν μια γυναίκα πάνω κάτω στην ηλικία της. Με ζεστό καστανό βλέμμα και τα μαύρα της μαλλιά πιασμένα πίσω σ' ένα χαμηλό σινιόν. «Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;», ρώτησε την Ελένη. «Έχω αυτό εδώ το ποίημα», είπε η Ελένη και ξεδίπλωσε προσεχτικά το κιτρινισμένο χαρτί το οποίο είχε φυλάξει μέσα σε μια διαφάνεια. Αν μη τι άλλο απαιτούσε το σεβασμό τους στον χρόνο. «Αν δείτε, υπογράφει κάποιος Ορέστης Θαλασσινός και στο σπίτι έχω κι ένα βραβείο επίσης με τ' όνομά του. Μήπως ξέρετε πού μπορώ να μάθω πληροφορίες για το άτομό του; Η γραφή του με μάγεψε και θα ήθελα να δω αν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή ή κάποιο άλλο έργο του». Η γυναίκα πήρε το χαρτί στα χέρια της και διάβασε σιωπηλά. Η Ελένη την είδε να ανασηκώνει τα φρύδια της σ' ένδειξη αποδοχής και ενθουσιασμού. Δυο λεπτά μετά γύρισε και την κοίταξε. «Πώς λέγεστε;», τη ρώτησε χαμογελώντας της φιλικά. «Θεοτοκάτου. Ελένη Θεοτοκάτου». «Λοιπόν, κυρία Θεοτοκάτου. Κρατάτε στα χέρια σας έναν μικρό θησαυρό. Πραγματικά σας ζηλεύω», την απάντησε η βιβλιοθηκάριος. «Τι εννοείτε;», τη ρώτησε μ' απορία η Ελένη. Δεν καταλάβαινε τίποτα. «Εννοώ... Μα ελάτε», είπε η γυναίκα και της έκανε νεύμα να την ακολουθήσει. «Ας μην στεκόμαστε. Ελάτε να σας προσφέρω λίγο καφέ και να σας πω όσα ξέρω, δηλαδή όσα η βιβλιοθήκη γνωρίζει για τον ποιητή Θαλασσινό».
Η γυναίκα γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε στα δεξιά του κτιρίου όπου υπήρχε ένα γραφείο μ' ένα σαλονάκι μέσα. Ξεκλείδωσε και παραμέρισε για να περάσει κι η Ελένη. Σε έναν πάγκο υπήρχε μια καφετιέρα μ' έτοιμο ζεστό καφέ. Η Ελένη μπήκε στο μικρό γραφείο κι έκατσε στον μικρό μαύρο δερμάτινο καναπέ. Άφησε τη τσάντα της δίπλα της και σταύρωσε τα πόδια της περιμένοντας ν' ακούσει όσα είχε να της πει η βιβλιοθηκάριος. «Πώς πίνετε τον καφέ σας;», τη ρώτησε η υπάλληλος. «Σκέτο», απάντησε η Ελένη. «Μα να μην σας βάζω σε κόπο», συμπλήρωσε. «Κανένας κόπος κυρία Θεοτοκάτου. Εξάλλου έχω αρκετά να σας πω και είναι κρίμα να τα λέμε στα όρθια». Γέμισε μια κούπα με μυρωδάτο καφέ και της τον πρόσφερε μαζί μ' ένα ζεστό χαμόγελο. Ύστερα γέμισε και το δικό της φλιτζάνι και πήγε και έκατσε δίπλα της. Την κοίταξε για λίγο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τη ρώτησε: «Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, πού βρήκατε αυτό το ποίημα και το βραβείο που λέτε;». «Τακτοποιώ τη σοφίτα του πατρικού μου σπιτιού και τα βρήκα μέσα στα πράγματα της μητέρας μου. Είναι λίγο εύθραυστη η υγεία της αυτόν τον καιρό και δεν θα ήθελα να την κουράσω μ' ερωτήσεις. Γι' αυτό ήρθα σε σας. Περιμένω πραγματικά μ' αγωνία να μου πείτε τι ξέρετε για τον Θαλασσινό». «Δεν θα σας καθυστερήσω άλλο και συγχωρείστε την αδιακρισία μου. Απλά, όπως καταλαβαίνετε, όταν έρχεται στο φως το χειρόγραφο ενός ανθρώπου των γραμμάτων, που ελάχιστα έχουμε από το έργο του, νιώθουμε όλοι μια μικρή έξαψη». «Σοβαρά μιλάτε;», ρώτησε ξαφνιασμένη η Ελένη. «Δηλαδή αυτό εδώ το χειρόγραφο ποίημα έχει αξία;» «Εννοείται, κυρία Θεοτοκάτου», απάντησε η υπάλληλος της βιβλιοθήκης. «Ο Ορέστης Θαλασσινός, είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ενός ποιητή του οποίου το πραγματικό όνομα δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Το ποίημα που κρατάτε στα χέρια σας είναι η συμμετοχή του στον 5ο Διεθνή Ποιητικό Διαγωνισμό της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών στον οποίο και πήρε το πρώτο βραβείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή λέγεται ότι είχε συγγράψει ήδη έξι ποιητικές συλλογές. Τον καιρό εκείνο φημολογείται ότι σχετιζόταν με μια κοπέλα, πολύ νεαρής ηλικίας, ανήλικης σχεδόν. Σε σημείο μάλιστα που η σχέση του αυτή, όταν διέρρευσε στον κύκλο του, έγινε τόσο κατακριτέα που αποσύρθηκε για καιρό από τα πράγματα. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε τα χρόνια που ακολούθησαν και ελάχιστα έργα του διασώζονται, κι αυτά τμηματικά. Αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να μάθετε κάτι από τη μητέρα σας, αν παρ' ελπίδα υπάρχει έστω και μια ποιητική συλλογή στην κατοχή της, καταλαβαίνετε τι δώρο θα ήταν αυτό για τα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για έναν λογοτεχνικό μύθο-φάντασμα».
Όλη εκείνη την ώρα το μυαλό της Ελένης έκανε χιλιάδες υποθέσεις και υπολογισμούς. Πότε, ποιος, πού και γιατί; Πόσες ανεξήγητες καταστάσεις, πόσα καυτά ερωτήματα που ούρλιαζαν γι' απαντήσεις. Προσπάθησε να μη δείξει τίποτα από την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αλλά δεν έκρυψε την περιέργειά της ούτε και τη χαρά της έστω και γι' αυτά τα λίγα που είχε μάθει. «Γνωρίζετε πού γεννήθηκε ή πού έμενε όταν ήταν νέος;», ρώτησε η Ελένη, μήπως και της δινόταν έτσι η ευκαιρία να δει από πού θα άρχιζε το ψάξιμο. «Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Υπέγραφε με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο και τα πραγματικά του στοιχεία δεν έχουν ταυτοποιηθεί. Λέγεται ότι όταν σχετιζόταν με τη νεαρή που σας είπα κυκλοφορούσε σε φιλολογικά σαλόνια μεταξύ Κηφισιάς και Ψυχικού. Μετά τα ίχνη του χάθηκαν. Επίσης οι ποιητικές συλλογές του εκδόθηκαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και διασώζονται ελάχιστα τμήματά τους». «Σας ευχαριστώ πολύ για όλα», είπε η Ελένη και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Όταν ξεκίνησα να έρθω εδώ δεν φανταζόμουν ότι θα βρεθώ μπροστά σ' ένα μυστήριο. Αν μάθω πληροφορίες που ν' αφορούν τη ζωή και την ταυτότητα του Θαλασσινού θα σας ενημερώσω, όπως βέβαια, και αν βρω έργα του. Καλή συνέχεια στη μέρα σας». «Να πάτε στο καλό», απάντησε η υπάλληλος σφίγγοντας εγκάρδια το χέρι της Ελένης. «Κρατήστε και την κάρτα μας. Έχει πάνω τα τηλέφωνα της βιβλιοθήκης σε περίπτωση που με χρειαστείτε κάτι. Λέγομαι Ανδρικοπούλου». «Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ανδρικοπούλου. Καλή σας μέρα», είπε η Ελένη μ' ένα φιλικό χαμόγελο και γυρνώντας την πλάτη της βγήκε από το μικρό γραφείο.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το πέμπτο μέρος.