Εμφορούμενος από αυτή τη βασική ιδέα, ο Αντρέ Ζιντ δημιουργεί ένα λογοτεχνικό σύμπαν όπου τίποτα δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Κινείται διαρκώς ανάμεσα στο παλιό και το νέο, αναζητώντας, ασταμάτητα, διεξόδους.
Γεννημένος στο Παρίσι (22.11.1869-19.2.1951) από πατέρα προτεστάντη, καταγόμενο από την περιοχή των Σεβέν, καθηγητή του ρωμαϊκού δικαίου, κι από μητέρα καθολική με ρίζες στη Νορμανδία, εμφανίζεται στη γαλλική λογοτεχνία πολύ νωρίς. Ανήσυχος και κάτω από την πίεση των αντίρροπων δυνάμεων της προτεσταντικής πειθαρχίας και απόλυτης ελευθερίας, της παράδοσης και ανταρσίας, του ασκητισμού και αισθησιασμού, κατορθώνει να συγκεράσει όλες αυτές τις τάσεις με επιτυχία και να γίνει ένας συγγραφέας στον οποίο απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1947!
Η γνωριμία του με τον Όσκαρ Ουάιλντ υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του, αφού εδραίωσε τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις. Παρ' όλ' αυτά, παντρεύτηκε μια εξαδέλφη του, τη Μαντλέν Ροντώ. Συνεχίζοντας την αναζήτησή του, δημιουργεί ερωτική σχέση με τον Μαρκ Αλεγκρέ –15 ετών, τότε– αναστατώνοντας την συντηρητική Γαλλία, αλλά το αποκορύφωμα υπήρξε το έργο του «Κορυντόν», η απολογία της παιδεραστίας! Το 1923, αποκτά μια κόρη, το μοναδικό παιδί του, από την πολύ νεότερή του Ελίζαμπετ βαν Ρυσελμπέργκε, κόρη του Βέλγου ζωγράφου Τεό βαν Ρυσελμπέργκε, φίλου του. Στη δεκαετία του 1930 ενδιαφέρεται για τον κομουνισμό κι αργότερα δέχεται πρόσκληση να επισκεφτεί τη Σοβιετική Ένωση, απ' όπου επιστρέφει απογοητευμένος.
Αρχικά, στα έργα του, επηρεάζεται απ' τον Συμβολισμό. Γρήγορα όμως τον απασχολούν οι προσωπικές σχέσεις, ακόμα και μέσα στο γάμο. Σ' αυτή την περίοδο ανήκει και το έργο του «Οι κιβδηλοποιοί». Μετά το ταξίδι του στο Κογκό, τα έργα του επικρίνουν την αποικιοκρατική πολιτική των Γάλλων. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιστροφή του από τη Σοβιετική Ένωση. Τελευταίο του σημαντικό έργο ήταν ο Θησέας, όπου εκφράζει την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο και στην αξία του παρελθόντος.
«Δεν γράφω για την πρώτη αλλά για τη δεύτερη φορά που θα με διαβάσει κάποιος. Δεν γράφω παρά μόνο για να ξαναδιαβαστώ.»Αντρέ Ζιντ
Με τους «Κιβδηλοποιούς» ο Αντρέ Ζιντ, αμφισβητεί τα κατεστημένα στη Γαλλία: την ηθική, τη θρησκεία, τον έρωτα, τις σχέσεις, την υποκρισία, τη σύγκρουση των νέων με τους γονείς τους, το χάσμα των γενεών, την εξέγερση εναντίον της οικογένειας, το καλό και το κακό, τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή. Σε μια εποχή –μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο– όταν οι άνθρωποι αγωνίζονται να βρουν τον βηματισμό τους, το μυθιστόρημα αυτό δημιουργεί έντονους κοινωνικούς κραδασμούς, αφού υποστηρίζει την ομοφυλοφιλία, εκφράζει απέχθεια για τους λογοτεχνικούς κύκλους και το «πετυχημένο» μυθιστόρημα και ψάχνει σε βάθος το «αληθινό» και το «κίβδηλο», το πρωτότυπο και το αντίγραφο, το φυσικό και το τεχνητό, το γνήσιο και την αναπαράσταση. Κίβδηλοι άνθρωποι, με κίβδηλα αισθήματα, οδηγούν σε κίβδηλες συνθήκες. Όταν οι ήρωες φοβούνται την αλήθεια, είναι φυσικό να τρέφονται από την ευκολία και την προφάνεια· πρέπει να σκάψεις βαθιά για το αληθινό και δεν είναι καθόλου εύκολο! Όπως ο Πασαβάν, ο συγγραφέας πετυχημένων μυθιστορημάτων, στους Κιβδηλοποιούς, που αρκείται, ακριβώς, στο προφανές. Για τον Ζιντ, τις ιδέες τις εκφράζουν οι χαρακτήρες κι επομένως η διαφοροποίηση των προσωπικοτήτων είναι εκείνη που δημιουργεί και πυροδοτεί τα προβλήματα. Εφόσον οι ιδέες εμφορούνται από τον ήρωα, φυσικό είναι και να προσδιορίζουν το πεπρωμένο του.
Ο βασικός κορμός του έργου αυτού είναι η ερωτική σχέση των δύο κολλητών φίλων του Μπερνάρ, του Ολιβιέ και του θείου Εντουάρ. Ο θείος φτάνει από την Αγγλία για να συναντήσει τον μεγάλο του έρωτα, τον ανιψιό του Ολιβιέ, με τον οποίο, όμως, είναι ερωτευμένος κι ο Μπερνάρ, που το έχει σκάσει από το σπίτι του. Ο Μπερνάρ κλέβει τη βαλίτσα του Εντουάρ από τον σταθμό Σεν Λαζάρ, διαβάζει το ημερολόγιό του, μαθαίνει τα αποκαλυπτικά μυστικά του και γίνεται πιστός κι αφοσιωμένος γραμματέας του.
Αυτό το ημερολόγιο, που είναι εγκιβωτισμένο μέσα στο μυθιστόρημα και που εκδόθηκε αργότερα, είναι ένα παράλληλο σχόλιο για το μυθιστόρημα και την αφήγηση, μια διακήρυξη των ιδεών του Αντρέ Ζιντ για το μυθιστόρημα, που κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, το αληθινό και το κίβδηλο.
Στο μυθιστόρημα αυτό συνυπάρχουν διάφορα αφηγηματικά είδη: το ημερολόγιο, η επιστολογραφία, ο εγκιβωτισμός, αλλά κυρίως η άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη. Ο Ζιντ μέσα στην αγωνιώδη αναζήτησή του για το νέο και το καθαρό, εμφανίζει διαρκώς δίπολα, όπως οι ενήλικοι Πασαβάν και Εντουάρ, –ομοφυλόφιλοι– που εκπροσωπούν αντίστοιχα το Κακό και το Καλό. Ο Πασαβάν και το περιβάλλον του είναι ό,τι αντιπαλεύει ο Εντουάρ –ο ίδιος ο Ζιντ– που τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις με το ενδιαφέρον του, το νοιάξιμό του για τους ανθρώπους! Απ' την άλλη, ο Ζωρζ, ο αδελφός του Ολιβιέ, διοχετεύει στην αγορά κίβδηλα νομίσματα, ενώ ο Ολιβιέ κι ο Εντουάρ τελικά ζευγαρώνουν! Ωστόσο, ο Μπερνάρ αποφασίζει να γυρίσει στο σπίτι του, δίνοντας τέλος στην επανάστασή του, έχοντας προλάβει ωστόσο να δοκιμάσει τους εύγευστους καρπούς της!
Ιστορίες ποικίλες, ήρωες διάφοροι, καλοί και κακοί χαρακτήρες, που στόχο έχουν να επικοινωνήσουν με τον αναγνώστη για να υποστηρίξουν την ιδιαιτερότητά τους. Η θραυσματική αφήγηση, η παράλληλη πλοκή, η αποσπασματικότητα, η αφαιρετικότητα, τα διαφορετικά πρίσματα, ο ετεροδιηγητικός αφηγητής, ο συγγραφέας-ήρωας, ο Εντουάρ, που παίζει με επιτυχία με τα διάφορα πρόσωπα, όλες αυτές οι τεχνικές δεν αντικατοπτρίζουν παρά τις ίδιες ιστορίες.
«Οι κιβδηλοποιοί» είναι ένα έργο που θέτει απανωτά ερωτήματα και αναιρεί διαρκώς απόψεις για τη λογοτεχνία και τη ζωή, ένα μυθιστόρημα που συνομιλεί ασταμάτητα με τον αναγνώστη, αφήνοντας, ωστόσο, όλα τα θέματα ανοικτά. Πού βρίσκεται η αλήθεια και πού η παραχάραξή της; Πόση αλήθεια και πόσο ψέμα κρύβεται στο κίβδηλο ή στο αληθινό, όπως το αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινότητά μας; Ερωτήματα που καίνε τον Αντρέ Ζιντ και που εκφράζονται απ' τους ήρωες με διαφορετικούς τρόπους. «Οι κιβδηλοποιοί» είναι ένα μυθιστόρημα που κυκλοφορεί το 1925 και αλλάζει τα έως τότε ισχύοντα. Λειτουργεί, τελικά, ως γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ένα ορόσημο για την τέχνη της γραφής, αποτέλεσμα της αγωνιώδους προσπάθειας του Ζιντ να μιλήσει για το καινούργιο στη ζωή και στη λογοτεχνία, όπως εκείνος το έχει βιώσει και το οραματίζεται! Πασχίζοντας να κάνει το βίωμά του Τέχνη, παραδίδει ένα μυθιστόρημα «αποκαθαρμένο» από τις πολλές λεπτομέρειες και τις μακρόσυρτες περιγραφές των μυθιστορημάτων του δεκάτου ενάτου αιώνα και των αρχών του εικοστού. «Οι κιβδηλοποιοί» είναι ο πρόδρομος του μοντέρνου μυθιστορήματος.
Αμέτρητες προσπάθειες για ν' αναλύσουν την αντιφατικότητα του Αντρέ Ζιντ και να του φορέσουν ταμπέλες απέτυχαν. Συμβολιστής; Ρομαντικός ρεαλιστής; Ένα είναι σίγουρο: τα μόνα, που τον ωθούσαν να ξαναδεί και τον εαυτό του και τη λογοτεχνία μέσα από τα βιώματά του, ήταν η ακατάβλητη ανησυχία και η εσωτερική του ανάγκη για πρωτοπορία. Το πάθος του να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά απ' την εποχή του που δεν τον ικανοποιούσε, που τον είχε απογοητεύσει! Η μεγάλη του αγωνία ήταν να γίνει αυτό που είναι!
Η λογοτεχνία είναι ο κόσμος του, ο τρόπος του για να υπάρχει. Αμφιβάλλει για τα πάντα –τον εαυτό του, το μυθιστόρημα, την κοινωνική του ταυτότητα– κι αναζητεί απαντήσεις. Η αμφιβολία είναι η αιώνια πιστή του σύντροφος που τον ωθεί σε συζητήσεις με σκοπό τις οριστικές θέσεις! Επηρεασμένος μάλιστα απ' τον φίλο του, τον Όσκαρ Ουάιλντ, δεν επιδιώκει την ανατροπή για την ανατροπή, ούτε την ειρωνεία και τον σαρκασμό, αλλά την ειρωνική αμφιβολία! Επιλέγει να σκέφτεται με οξυδέρκεια και συμπάθεια για τους άλλους. Να τους νοιάζεται!
«…Ποια προβλήματα θ' απασχολούν αύριο εκείνους που έρχονται; Γι' αυτούς θέλω να γράψω. Να δώσω τροφή σε περιέργειες που δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμα, να ικανοποιήσω απαιτήσεις που δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμα ακριβώς, ώστε αυτοί, που σήμερα δεν είναι παρά παιδιά, να εκπλήσσονται αύριο, όταν θα με βρίσκουν μπροστά τους.»
Βάσω Ζαφειροπούλου
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου