Ειρήνης Λειβαδιώτου
Ένα ήρεμο και γαλήνιο βράδυ, η Ειρήνη αποτύπωνε στον καμβά της ό,τι ένιωθε. Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός ήχος την τάραξε, μια λάμψη, ένα βουητό και η παλέτα της Ειρήνης ανακατεύτηκε…
Το μπλε του καθάριου ουρανού, που σκεπάζει το κίτρινο χρώμα των σταχυών, λερώθηκε με το γκρι, το μαύρο, το καφέ, το χακί, τα χρώματα του πολέμου… Αυτό το κίτρινο, φλεγόμενο χρυσάφι, το πιτσίλισε το κόκκινο… όχι το κόκκινο του πάθους για έρωτα, το κόκκινο του πάθους για χρήμα και εξουσία. Όχι το κόκκινο που έχουν τα χαρούμενα και χαμογελαστά παιδικά μάγουλα, το κόκκινο του αίματος, της σφαγής. Το κόκκινο της απληστίας, το κόκκινο της ντροπής! Μα πόσο κόκκινο πια;
Δε μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς από πού προήρθε αυτός ο χαμός μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα. Όσο περισσότερο προσπαθούσε να συμμαζέψει τα χρώματα, τόσο χειροτέρευε η κατάσταση. Τα σκούρα χρώματα του πολέμου ήταν παντού επάνω της… και το κόκκινο. Μα πόσο κόκκινο πια;
Τη βρήκε το ξημέρωμα απογοητευμένη, μουτζουρωμένη, αναστατωμένη. Κραυγές πόνου, απελπισίας και οδύνης έφτασαν στα αφτιά της… «Απ' έξω είναι», σκέφτηκε. Η γυάλινη παλέτα της Ειρήνης είναι ευαίσθητη και τα τρεμάμενα χέρια πολύ επικίνδυνα. Αυτά τα χρώματα χρειάζονται αγάπη, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια. Δυστυχώς τώρα φωνάζουν βοήθεια… και η Ειρήνη είναι μόνη της, χαμένη, ανυπεράσπιστη. «Από τον απέναντι γείτονα ξεκίνησε», ψιθύριζαν μέσα στον πόνο τους οι διπλανοί. «Από τον απέναντι γείτονα». Μα πόσο κόκκινο πια;
Αχ! Βρε Ειρήνη, τι σε βρήκε πάλι;
Copyright © Ειρήνη Λειβαδιώτου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα από τη Θωμαΐς Ρηγάκη