Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Έφυγε για τον πόλεμο

Πέτρου Βαζακόπουλου

Πίνακας, Θωμαΐς Ρηγάκη

Απειλητικός.

Εκείνος ο μεταλλικός γίγαντας στεκόταν μακρυά μας. Φώναζε με την παρουσία του να μπούμε μέσα στα σπλάχνα του και να ταξιδέψουμε μέσα σε μια άλλη πραγματικότητα. Εκείνη των παλιών χρόνων, που ήθελαν τη δυστυχία και τον πόλεμο να είναι κυρίαρχοι.
Στην άλλη άκρη κοιτούσα το μέλλον που πίστεψα κάποτε ότι θα έχω και τώρα φαίνεται να μην υπάρχει καθώς τα μάτια του μικρού μου γιου, χάνονται σε κάποια μακρινή ανάμνηση.
Έπρεπε να φύγει. Άλλωστε είναι υποχρεωτικό και από την κοινωνία. Εγώ σαν πατέρας του υποχρεώνομαι να τον αποχωριστώ και αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν αυτό να γίνεται; Να τον βλέπω να φεύγει αναρωτώμενος αν έπρεπε να κάνω κάτι εγώ, έστω να αντισταθώ καθώς εκείνος ήταν όλα όσα όμορφα είχα δημιουργήσει. Ο γιος μου, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και στην αρχή της εφηβείας του να πρέπει να πάει να συναντήσει τον θάνατο, γιατί αυτό ακριβώς ήταν εκεί που πήγαινε.

Τον περίμενε σαν ένα τέρας που θα τον κατασπάραζε.

Όλα όσα είχα ονειρευτεί κράτησαν λιγότερο από τις προσδοκίες μου. Ήξερα πως η ζωή δεν ήταν μεγάλη και ποτέ δεν πίστευα πως θα έχανα ό,τι πιο πολύτιμο είχα. Γιατί ο κόσμος δεν αλλάζει. Γίνεται διχόνοια, δυστυχία ενώ όλα μαζί μετατρέπονται στον έναν και μοναδικό αρχαίο πόλεμο.
Μέσα από τον φόβο μου είδα ότι αναγκάστηκε να φορέσει εκείνη την στολή, που ποτέ μου δεν ήθελα, ενώ όσο το δάκρυ μου έσταζε πάνω στον ώμο του τη στιγμή του αποχωρισμού τόσο δεν απέτρεπε το αποτέλεσμα της καταστάσεως. Γιατί κανείς δεν ενστερνιζόταν τη δυστυχία που άρχιζε να καλύπτει τα πάντα γύρω μας παρασύροντας όλους μας σε ένα απέλπιδο μέλλον.
Ακόμα χειρότερα ο καθένας από εμάς έπαιρνε τον ρόλο, που του έδινε ο κάθε στρατός, και χωρίς να σκεφτεί έπαιζε σε ένα θέατρο. Εκείνο του καμουφλαρισμένου παραλόγου. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό; Να μας βάζουν να ερχόμαστε αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο; Και εμείς να κάνουμε ότι παίζουμε σαν μικρά παιδάκια με το μόνο παιχνίδι τον θάνατο των άλλων;
Δεν κοιτάζω πίσω μου τον μεταλλικό γίγαντα αλλά τον νιώθω να υπάρχει απειλητικός σαν ανυπόμονη σκιά έτοιμος να απλώσει το χέρι του και να αρπάξει τον γιο μου. Να τον ρίξει μέσα στον χαμό της επερχόμενης καταστροφής. Νιώθω ότι εκείνος ξέρει πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να του δώσω ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Σαν μια χωρίς λόγο θυσία να προσφέρω τον γιο μου.
Εκείνος βέβαια δεν ενδιαφέρεται για τα αντικείμενα ή τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά προσφοράς αλλά για την μοναδική ζώσα ψυχή, την ενσάρκωση της ευτυχίας μου.
Ξέρω ότι ο γιος μου, θα αναγκαστεί να σκοτώσει. Αυτό θα τον κάνει να ξεριζώσει από μέσα του ό,τι πιο καλό έχει και φοβάμαι ότι θα τον αλλάξει. Σαν να βλέπω το αποτέλεσμα ενός μέλλοντος, πιστεύω ότι δεν θα με αναγνωρίζει πια όταν έρθει πίσω. Γιατί ο πόλεμος τους αλλάζει όλους. Αλλα και εγώ; Θα είμαι σε θέση να τον αναγνωρίσω όταν γυρίσει πίσω; Αν γυρίσει!

Η στιγμή της αποχώρησης τον τραβούσε μακρυά από μένα, τον έπαιρνε μέσα από τα δυνατά μου χέρια βίαια και ολοκληρωτικά. Στα μάτια του αντίκριζα ακόμα την ελπίδα, αυτό ήταν το πιο μεγάλο δυστύχημα. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να πάει με την ελπίδα ως μόνο όπλο στον πόλεμο; Αλλα και πώς γίνεται να σου επιβάλλει κάποιος ότι πρέπει να αποχωριστείς τη χαρά, τη φύση σου;
Εκείνο που βγήκε μέσα από τον εαυτό σου;
Όσο κοιτούσα τα σχεδόν δακρυσμένα μάτια του στο κατώφλι της εξώπορτας ώσπου να φύγει, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη από τα δικά μου δάκρυα, που μετατρεπόντουσαν σε λυγμούς. Εκείνος χανόταν μέσα στον χείμαρρό τους. Η εικόνα ενός μαύρου φέρετρου σχηματιζόταν στη σκέψη μου ενώ σκεφτόμουν πως εκείνος δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή καθόλου. Τώρα θα παίζει σαν μικρό αθώο παιδί με τον θάνατο, το μίσος και την καταστροφή, και όσο θα το κάνει θα λερώνει τα χέρια του με μια μπογιά που δεν θα φεύγει από πάνω του.
Πόσο άδικο, του έλεγα όσο τα χείλη μου μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη και ένιωθα διστακτικά όταν του άφηνα το χέρι πως κάποια πράγματα ήταν για να χαθούν από τη ζωή. Όχι όμως ο δικός μου γιος.
Ποτέ μου δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τα παράλογα της ζωής, τον πόλεμο, την καταστροφή, την αδικία. Αλλά γιατί να το έκανα; Αφού περνούσαμε υπέροχα εμείς οι δυο. Τα χρόνια που ήμασταν μαζί πέρασαν γρήγορα από μπροστά μας όσο ήμασταν αγκαλιασμένοι στην πόρτα της εξόδου. Ένα μικρό παιδί σαν αγέρι μας προσπέρασε και γελώντας χάθηκε στην αυλή να παίξει. Ένα άλλο πιο μεγάλο στάθηκε με την τσάντα του για το σχολείο να πάρει το κολατσιό που του έδινα. Έπειτα ένας έφηβος έφυγε έξω από το σπίτι για να συναντήσει τη μοναδική του αγάπη. Μα και το τελευταίο στεκόταν ανάμεσα σε εμένα και στον πρόωρο θάνατό του ενώ δεν μπορούσα να το σταματήσω.
Εγώ απλός παρατηρητής υπήρχα εκεί σε όλες τις στιγμές. Ήμουν κάτι σαν φρουρός, που είχε αποτύχει να φυλάξει εκείνο που δημιούργησε. Ένιωθα ότι δεν μεγάλωνα όσο ήμουν μαζί του αλλά και εκείνος ήταν πάντα ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν ψήλωσε. Αισθανόμουν θέρμη όταν τον κρατούσα στα δυο μου χέρια. Ήταν τόσο, μα τόσο, μικρός! Πώς μπορείς να φύγεις από την αγκαλιά μου; Ρώτησα τη μικροσκοπική του βρεφική υπόσταση αναπολώντας το παρελθόν και θυμήθηκα όταν του διάβαζα παραμύθια, όταν του μιλούσα για μέρη ονειρικά, όμορφα, ζωντανά. Εκείνος ήθελε να ταξιδέψει με ένα καράβι, να γίνει ένα με τη θάλασσα, ένας μικρός εξερευνητής.
Θυμάμαι που ζωγράφιζε και ταξίδευε μέσα από το αγαπημένο του χρώμα, το γαλάζιο. Χρώμα νερού και ουρανού. Τον έβλεπα να λερώνεται με τις μπογιές και ήταν σαν να γινόταν εκείνος ο καμβάς της ζωής.
Τώρα ο σκούρος μεταλλικός άκαμπτος καμβάς τον έχει περιτυλίξει και αν εκείνος δεν μπορεί να το δει εγώ μπορώ. Αυτό το μαύρο πράγμα τον έχει γραπώσει σαν χέρι, που τον απομυζά. Τον κάνει να αισθάνεται οικεία. Πόσο παράλογο! Σαν κάποιος άλλος γονιός να τον διεκδικεί. Ξεγλιστρούσε από τον ρου του χρόνου έχοντας δική του ύπαρξη οδεύοντας στην αντίθετη μεριά της ζωής.

Γιε μου, του είπα, μην πας εκεί έξω κανείς δεν σε περιμένει. Μείνε εδώ να ζήσεις λίγο ακόμα. Αν χρειαστεί θα πάω εγώ στη θέση σου.
Εκείνος μου απάντησε με θάρρος, γιατί θάρρος και δύναμη πρέπει να έχει κανείς για να αντιμιλήσει. Δεν μπορώ και πάλι θα σε χάσω πατέρα μου είπε. Όπως έχασα και την μάνα.

Μίλησε για εκείνη. Την μητέρα του. Προς στιγμή σκέφτηκα πως είχε δίκιο, πως ήθελε να πάει να την βρει στο αντίπαλο στρατόπεδο. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου έσκαγαν βόμβες. Σκίαζαν τα πάντα στο πέρασμά τους και δεν υπήρχε καμία άμυνα καθώς οι αναμνήσεις μου διέλυαν τα πάντα και δεν μπορούσα να του φέρω αντίσταση. Ήθελα να του μεταφέρω πως εκείνη άρχισε τον πόλεμο και μας έφερε αντιμέτωπους τον ένα με τον άλλο κάνοντας αυτόν, τη μικρή μας δημιουργία, να μείνει καταραμένος στο ενδιάμεσο. Ακόμα και στο τέλος, να διαλέξει ποιον θα αποχωριστεί.

Πόσο βάναυσο και καταστροφικό όλο αυτό. Να διαλέγεις αυτόν που αγαπάς πιο πολύ.

Η αλήθεια είναι ότι κατάφερα να κλέψω λίγο από τον χρόνο και να τον κρατήσω μακρυά της. Να του πω ένα παραμύθι, πως γινόταν κάτι αλλόκοτο και τρομακτικό εκεί έξω, ότι υπήρχε ριζωμένο στη φύση του ανθρώπου και λεγόταν, πόλεμος. Για να μην πάει μαζί της. Μα δεν γινόταν να πάει κόντρα στη φύση του και ειδικά σε αυτό που αισθανόταν. Άλλωστε πώς γινόταν να ξεριζώσει από μέσα του εκείνο που τον έφερε στον κόσμο αυτόν και είχε μέρος στη δημιουργία του;
Εκείνη αποτελούσε και για μένα έναν κόσμο που έχασα. Παρελθόν και μέλλον μαζί. Έχοντας χάσει το τώρα μαζί της αναπολούσα την υπόστασή της, που βρισκόταν άλλοτε δίπλα μου στο παρελθόν. Από την άλλη μεριά καταριόμουν που η κατάσταση μεταξύ μας κατέληξε έτσι, σε σημείο που όλα σκοτείνιασαν σε μεγάλο βαθμό όταν συνειδητοποίησα πως ζούσα χωρίς εκείνη.
Εκείνη υπήρχε στην αντίθετη μεριά από εκεί που ήμουν εγώ και μισούσα πως μπορεί να ζούσε σε ένα ηλιόλουστο τοπίο. Είχε καταφέρει να μου κλέψει τον μοναδικό ήλιο και κατά συνέπεια αυτόν που δημιουργήσαμε μαζί. Τον πολύτιμο γιο μας.
Είχα επιστρατεύσει όλη τη δύναμή μου, την ψυχολογική και την συναισθηματική για να τον κρατήσω κοντά μου μα δεν γινόταν να πάω αντίθετα στο μητρικό ένστικτο. Πώς γινόταν άλλωστε; Εκείνος είχε δυναμικά, σχεδόν επαναστατικά, στοιχεία της μητέρας του, που δεν γινόταν να τα ανακάμψει και αυτό έγινε. Κάποια μέρα επαναστάτησε. Τι άλλο να έκανε άλλωστε αφού οτιδήποτε τον οδηγούσε μακρυά από την μάνα του ήταν φυσικά παράλογο;
Αντί αυτού τον πίεζα ακόμα πιο πολύ και, σε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμούσα, τον ώθησα στην αγκαλιά της. Μα τον αγαπούσα υπερβολικά και ήταν πολύ επώδυνο το αποτέλεσμα. Μέσα από αυτή την αγάπη δρούσα υπερβολικά εγωιστικά θα έλεγα, μα τότε δεν το έβλεπα. Μέσα από το θολό πρίσμα της διεκδίκησης τον είχα βάλει στη μέση και σιγά σιγά τον αποχωριζόμουν.

Ω θεέ μου, τώρα κατάλαβα τι είχα κάνει. Φόβος με κυρίευσε όταν συνειδητοποίησα το λάθος μου. Ότι δεν τον είχα εκτιμήσει αρκετά και ουσιαστικά κάτι μέσα μου δεν τον ήθελε. Ξέρω ότι είναι πολύ άσχημο να μιλά κάποιος για τον ίδιο του τον γιο έτσι, μα αυτή είναι η αλήθεια. Λειτούργησε κάτι μέσα μου σαν δικλείδα, μια πράξη μίσους και άρνησης της γυναίκας μου. Επειδή με άφησε πίσω αποφασίζοντας να μην μείνει στα όνειρά μας. Εκείνα του πατέρα και του γιου.
Κι εγώ φυσικά δεν ήμουν αμέτοχος σε αυτόν τον εφιάλτη. Τώρα που το σκέφτομαι έκανα πως δεν άκουγα ό,τι μου έλεγε η γυναίκα μου. Ήμουν αρνητικός σε οτιδήποτε μου έλεγε, κάτι σαν τύφλωση, μια αρρώστια που για κάποιο λόγο εμφανίστηκε μεταξύ μας. Έπειτα απομακρυνθήκαμε σε σημείο που δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλο και τότε το σχοινί τεντώθηκε τόσο μέχρι που έσπασε.
Μόνο που ήταν πάρα πολύ αργά γιατί ο γιος μας είχε ήδη γεννηθεί και βρισκόταν ήδη στη μέση της διαμάχης μας.
Τώρα τον κοιτούσα, που στεκόταν σαν αιώνιος ταξιδευτής στην πόρτα της εξόδου, και μέσα μου αισθανόμουν ανήμπορος να τον βοηθήσω γιατί συνειδητοποίησα ένα άλλο μικρό παιδί να υπάρχει στα σκοτάδια της μνήμης. Τον εαυτό μου.
Το ίδιο ακριβώς είχε γίνει και παλιότερα, σκέφτηκα, και πονοκέφαλος άρχισε να με πιάνει. Η εικόνα του παιδιού μου, που έφευγε για τον πόλεμο, αντικαταστάθηκε με μια άλλη, εκείνη που εγώ παλιότερα αποχαιρετούσα τον πατέρα μου. Θυμόμουν το βλέμμα του που έμοιαζε σχεδόν με το δικό μου τώρα.Υπήρχε όμως μια σημαντική διαφορά.

Εκείνος είχε φύγει μακρυά και δεν κοίταξε ποτέ πίσω του.

Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν αποκαρδιωτικός και πάντα σκεφτόμουν πώς θα αναπλήρωνα το κενό που άφησε πίσω του. Φαίνεται πως ποτέ δεν το έκανα γιατί αυτό το κενό τώρα ήρθε σαν άβυσσος να μου υπενθυμίσει ότι η διάσταση ανάμεσα σε εμένα με τον γιο μου ήταν πολύ μεγαλύτερη. Σαν να μην έφτανε αυτό τώρα μεγάλωνα την απόσταση μεταξύ μας, μέχρι να τον δω να εξαφανίζεται.

Όλο και πιο μακρυά σε ένα ατελείωτο σκοτάδι.

Τι κάνεις τώρα; φώναζε κάτι μέσα μου σαν συνείδηση ενώ εγώ ήθελα να συμβεί αυτό, να φύγει μακρυά όσο πιο πολύ γίνεται. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, να διακοπεί αυτή η καταραμένη σύνδεση, να μην υπάρχει πλέον το δυσβάσταχτο αιώνια επαναλαμβανόμενο κενό.

Εκείνος έφυγε.

Εκείνος έφυγε μα στη θέση του βλέπω τη γυναίκα μου. Κάτι μου λέει, μα δεν ακούω. Αρχίζει να χάνεται κι εκείνη. Θέλω να την συγχωρέσω, να με καταλάβει, να μιλήσουμε, μα νιώθω πως μόνο εγώ μιλάω στην εικόνα της, που στέκει σαν ανάμνηση.
Μέσα στον πονοκέφαλό μου υπάρχει κάτι σαν συζήτηση, ένα πράγμα που ζει και με κατατρώει από τότε. Ο τελικός μας τσακωμός είχε να κάνει με τον γιο μας, τον μονάκριβό μας.

Να μην φύγει για τον πόλεμο. Να μείνει μαζί μας.

Πόσο έμοιαζε με τον πατέρα μου, τώρα που το σκέφτομαι. Σαν ακριβές αντίγραφο του εαυτού μου με την σειρά του ο μικρός μου ήταν ολόιδιος. Έπειτα τα λόγια της έπεφταν σαν κοφτερή βροχή επάνω μου.

Μην κάνεις αυτό που εκείνος πρόσταζε. Δεν είσαι ούτε και θα είσαι εκείνος. Θυμήσου πως η περίπτωση είναι η ίδια όπως και τότε, που εκείνος έφυγε και σας άφησε μόνους με την μάνα σου.

Την μισούσα για εκείνα τα λόγια της. Πόσο αληθινά ήταν! Πόσο καθαρά έβλεπε η γυναίκα μου τα γεγονότα. Ζήλευα που μπορούσε να μιλήσει καθαρά και η αλήθεια όλων αυτών με πονούσε. Δεν μπορούσα όμως να παραδεχτώ το δίκιο της καθώς ένιωθα αδικημένος και ελλιπής που κανείς δεν το έκανε αυτό ποτέ για μένα. Έτσι μου φαινόταν πιο λογικό να κατηγορώ εκείνη για τον χαμό της. Να μην αποδίδω στον εαυτό μου την ευθύνη.
Κάθε μέρα τα βράδια με επισκέπτονται οι σκέψεις μου. Μπροστά στο κρεβάτι μου ανοίγει μια πόρτα και στρατιώτες αρχίζουν να εμφανίζονται, να περνάνε ένας ένας. Όλοι μοιάζουν να ξέρουν τον γιο μου, να τον έχουν συναντήσει κάπου μα να μην λένε πού. Με κατηγορούν και όταν με ρωτάνε πού πήγε εκείνος εγώ τους αναφέρω ότι εκείνος:

Έφυγε για τον πόλεμο.

Τότε είναι που γίνεται πιο τρομακτικό καθώς κοιτούν μέσα στο μυαλό μου, στις αναμνήσεις μου, και βλέπουν την αλήθεια. Ότι ήθελα απλά να φύγει, από τη ζωή.
Όπως και εκείνος έφυγε τότε μακρυά.


Copyright © Πέτρος Βαζαλόπουλος All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα από τη Θωμαΐς Ρηγάκη

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα