Εντελώς αδέσμευτος. Έτσι θα χαρακτήριζα τον Μένιο Καραγιάννη, δημιουργό της ποιητικής συλλογής, Δέρμα νερού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Μία πένα που, στο προκείμενο, δεν ακολουθεί γραμματικές φόρμες, νόρμες ή άλλες «δεσμεύσεις» της γραμματικής ή της ποιητικής. Δηλαδή, μην περιμένετε να βρείτε ρίμες ή μέτρο. Ο ελεύθερος στίχος του, απελευθερωμένος από οποιοδήποτε όριο ή κανόνα ή ιδίωμα, αποδεσμευμένος από κάθε «καλούπωμα», δημιουργεί κείμενα χειμαρρώδη λόγου με απώτερο σκοπό –αν όχι μοναδικό– να μεταδώσει στον αναγνώστη του μια αίσθηση, το συναίσθημα, μια συνθήκη, μια κατάσταση...
Ο κύριος Καραγιάννης είναι και σκηνοθέτης (ενώ μου αρέσει που το βιογραφικό του αναφέρει τις ιδιότητες συγγραφέας και σκηνοθέτης αφήνοντας πιο έξω τον ποιητή) και οι σκηνοθέτες έχουν πάντα μια πιο ευρεία όψη του κόσμου στα μάτια τους. Είναι εκπαιδευμένοι κατά κάποιον τρόπο, θέλοντας και μη, να βλέπουν τα πάντα, από την πιο μικρή λεπτομέρεια, που μπορεί να είναι μια «άτακτη» τρίχα στο μαξιλάρι, ως τον τεράστιο όγκο μιας πολυκατοικίας (την ώρα που ένας άλλος θα έβλεπε μόνο την είσοδό της ή το μπαλκόνι του πρώτου), και από το πιο κοντινό τους πράγμα ως το άπειρο του ορίζοντα. Είναι η φύση της εργασίας τους τέτοια μαζί με την παρατήρηση γενικότερα, όχι μόνο ως προς τα άψυχα που τους περιβάλλουν μα –κυρίως αν θέλετε– και ως προς τα έμψυχα. Επίσης, νομίζω, προσέχουν περισσότερο μέσα τους. Δηλαδή ό,τι συμβαίνει στον εαυτό τους και πώς το κάθε ερέθισμα επηρεάζει την ψυχολογία τους, πώς επιδρά πάνω τους καθετί και τι δημιουργεί στον συναισθηματικό τους κόσμο. Γιατί αυτές οι παρατηρήσεις, οριοθετήσεις και γενικότερες σκέψεις τούς βοηθούν στις εργασίες τους, γίνονται «μπούσουλες» όταν απαιτείται η «αποτύπωσή» τους σε μια σκηνή ή σε μια οθόνη.
Αυτό κάνει και στο βιβλίο του με «όπλο» τη γραφίδα, το μελάνι και το χαρτί. Μεταφέρει μέσα από λέξεις μια κατάσταση ή μια συνθήκη ή μια συναισθηματική φόρτιση ενώ ο λόγος του –πάντα ρέων– είναι εξίσου πετυχημένος είτε γράφει σε πρώτο πρόσωπο, είτε σε δεύτερο, είτε σε τρίτο, είτε απευθύνεται προς εκείνον τον ίδιο, είτε προς εμάς.
Διαβάζοντας, «βλέπω» μια πανχρωμία στους στίχους. Όχι όλα τα χρώματα μαζί. Εξάλλου αυτό δεν συμβαίνει ποτέ (στη ζωή), πάντα υπερτερεί κάτι, το πιο έντονο της εκάστοτε στιγμής. Κι έτσι κι εδώ, αλλού είναι το κίτρινο ή το μωβ, αλλού η ώχρα ή το πορτοκαλί, αλλού το γαλάζιο και το μπλε, αλλού το πράσινο, το χρυσό... Προσέχω πώς εμμένει στα χρώματα, να τα προσδιορίζει και να τα αναφέρει, και σκέφτομαι τον σκηνοθέτη που οφείλει να προσέχει το φως της σκηνής του ως τις πιο λεπτές, αχνές κι αδιόρατες αποχρώσεις. Όμως προσέχω ότι το κόκκινο, το κατ' εξοχήν ποιητικό χρώμα λόγω της έντασης και της σημειολογίας του, εδώ αντιπροσωπεύεται έμμεσα από ουσιαστικά όπως η φωτιά, η φλόγα, το ηφαίστειο. Αν τον ρώταγα λοιπόν για τη συλλογή του, θα ήθελα να μου πει γιατί το κόκκινο δεν αναγράφεται, παρά μόνο εννοείται. Δηλαδή μπαίνει στο «κάδρο», είναι εκεί, το «βλέπεις», αλλά χωρίς να ονοματίζεται.
Επειδή προσέχω γενικώς, σημειώνω και τις μυρωδιές που έχει «αφήσει» εκεί ο δημιουργός για εμάς/εμένα. Ως καλός παρατηρητής και ως σωστός μεταλαμπαδευτής μάς παραδίδει έργα που εκτός από εικόνες με τα σχετικά χρώματα έχουν και οσμές. Έτσι εναλλάσσονται το θυμάρι με τον βασιλικό, η θάλασσα με τη χλωροφύλλη, ο ιδρώτας με το κάρβουνο ή το μελάνι... νομίζω το καταλάβατε. Όπως και όλες οι εποχές –αν και λίγο παραπάνω η άνοιξη και το καλοκαίρι.
Κάπου μέσα ή πίσω από τις λέξεις, μιλάει και για τον εαυτό του σε σχέση με την ποίηση, την ποίησή του.
λύνω το κουβάρι / φτάνω στα πέρατα της γέννησης
Κάπου μέσα στα κείμενα γράφει με λέξεις για τις λέξεις, δηλαδή για τη συγγραφή (του).
μια συστοιχία γραμμάτων σε δικάζειάπειρες μικρές κουκίδες παντούσε μια σανίδα μιας σελίδα ισορροπώ / καμία Ιθάκη εκεί έξω κανένα υφαντό / δεν έχω να ξεπλέξω
Σκέφτομαι αν η φυλακή του στίχου του: μια φυλακή να μου δοθεί / να ξαποστάσω αφορά στη δημιουργία και είναι αδύνατο να μην υπογραμμίσω το πώς «βλέπει» τον εαυτό του ως ποιητή.
μίλα μου –με λόγο χωρίς λόγοοι λέξεις σκορπούν τα γράμματά τους / βόλια από μολύβιαπλώνω τη ζωή μου σε κάτοψη[...]πουκάμισο ή φτερά τι να φορέσω
Αν με αφήνατε κι εμένα ελεύθερη θα ήμουν ικανή να αντιγράψω σχεδόν ολόκληρο το βιβλίο σχολιάζοντας τα σημεία του. Γιατί έχει διάφορα «πράγματα» να σταθείς και να θαυμάσεις... ή να αγαπήσεις... ή να μην αγαπήσεις, αλλά σίγουρα να γοητευτείς.
Με κερδίζουν οι προστακτικές του όταν τις χρησιμοποιεί. Έχει έναν δοτικό τρόπο με αυτές παρά μια αρνητική χροιά που σου έρχεται στο μυαλό στο άκουσμά τους.
Και ναι, μιλάει για το δέρμα. Το περιμένεις εξάλλου.
άγαλμα το δέρμα μου ντυμένο
Στο τέλος τέλος, πείθομαι ότι μου έχει ανοιχτεί με έναν άφιλτρο τρόπο. Θαρρώ πως έχει αφήσει εδώ την ψυχή του, το είναι του. Μια ειλικρίνεια και μια αλήθεια σημαίνουσα που πηγάζει από αυτόν τον ίδιο.
Παράλληλα, δεν σου αφήνει περιθώριο να διαφωνήσεις με κάτι ή να αποστασιοποιηθείς θεωρώντας ότι δεν σε αγγίζει. Απόδειξη πως ο λόγος του είναι διαπεραστικός, καθηλωτικός, αισθαντικός. Οπωσδήποτε όμορφος.
ράγησε πια η θάλασσα πού θα καθρεφτιστείς / πού θα κρυφτείς πού θ' αγαπήσειςεμείς κατοικούμε το απίθανονα ξαναγράψεις / το όνειρο απ' την αρχή
Προσέξτε αυτόν τον δημιουργό. Διαβάστε τον δύο φορές ή τρεις ή τέσσερις... πάντως όχι μία, γιατί η επανάληψη βγάζει όλες τις υφές (του).
Σίγουρα, ναι!