Σταυρούλας Δεκούλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Όταν συνήλθε η Ελένη ήταν σχεδόν απόγευμα. Το τηλέφωνό της κουδούνιζε ασταμάτητα. Σηκώθηκε σιγά σιγά από το πάτωμα κι έτριψε το μέτωπό της. «Μα τι λήθαργος ήταν αυτός;» αναρωτήθηκε. «Πόσες ώρες είμαι στο πάτωμα;» Έπιασε το κινητό της και είδε πως είχε τέσσερις κλήσεις από τη μητέρα της και άλλες τρεις από την κόρη της. Πήρε πρώτα τη μικρή να δει μήπως χρειαζόταν κάτι. Στις ερωτήσεις της απάντησε πως είχε κουραστεί πολύ μαζεύοντας τη σοφίτα και την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ με το κινητό στο αθόρυβο. Έκλεισε όπως όπως με την κόρη της προτού καταλάβει την αναστάτωσή της και ευθύς αμέσως σχημάτισε τον αριθμό της μητέρας της. Όχι, όχι, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να τη ρωτήσει για τα όσα είχε ανακαλύψει. Αυτά τα ζητήματα δεν συζητιούνται από το τηλέφωνο. Ούτε βέβαια ήταν και εντελώς σίγουρη πως το γράμμα αναφερόταν στη μητέρα της. Μπορεί εκείνη να το είχε φυλάξει τόσα χρόνια για λογαριασμό κάποιου άλλου, μπορεί η αναγραφόμενη ημερομηνία να σχετιζόταν εντελώς τυχαία με την ημερομηνία της γέννησής της. Μα κι αν πάλι ήταν αλήθεια, ο πατέρας της σίγουρα δεν γνώριζε τίποτα. Δεν θα μπορούσε τώρα στα πενήντα χρόνια του ευτυχισμένου γάμου τους να τους δημιουργήσει τέτοιο ρήγμα. Έπρεπε να το χειριστεί πολύ προσεχτικά όλο αυτό και με μεγάλη υπομονή.
«Ελένη εσύ;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Δόξα τω Θεώ παιδί μου, είσαι καλά;» τη ρώτησε γεμάτη αγωνία η ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν ξέρεις πόσες φορές σε πήρα τηλέφωνο. «Καλά είμαι, μαμά» απάντησε η Ελένη και όσο άκουγε τη γλυκιά της φωνή, την πάντα ήρεμη σαν το απαλό κυμάτισμα του νερού τον Αύγουστο, τόσο πειθόταν πως όλα αυτά ήταν ένα παιδιάστικο αστείο, που ουδεμία σχέση είχε με την οικογένειά της. Της είπε την ίδια δικαιολογία που είχε πει και στην κόρη της πριν λίγα λεπτά κι έκλεισε το τηλέφωνο με την αφορμή ότι βιαζόταν να πάει για ψώνια πριν κλείσουν τα μαγαζιά. Της υποσχέθηκε μάλιστα την τελευταία εβδομάδα της άδειάς της να κατέβει στο νησί για να περάσει μαζί τους λίγες μέρες πριν επιστρέψει στη δουλειά της. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε νερό στην καφετιέρα με μια πιο ενισχυμένη δόση καφέ αυτή τη φορά και παράλληλα έψαξε στην τσάντα της να βρει ένα παυσίπονο μιας και ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να περάσει. Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε δυο κομμάτια από την τυρόπιτα που είχε ψήσει την προηγούμενη και αφού τη ζέστανε επέτρεψε στον εαυτό της μια γενναία μπουκιά και μια ζεστή γουλιά φρεσκοψημένου καφέ. Εκείνη τη μοναδική στιγμή όλα έμοιαζαν τόσο απλά και τέλεια που ευχόταν να ήταν πάντα έτσι η ζωή της. Μα ήταν μόνο εκείνη η στιγμή και ίσως και μερικές άλλες μετρημένες στιγμές κατά τη διάρκεια της ζωής της που η μοναδικότητά τους την έκαναν να ευγνωμονεί την καλή της μοίρα, που έστω και για τόσο λίγο μπορούσε να τις χαρεί. Αφού έφαγε, έστρεψε την προσοχή της και πάλι στο διπλωμένο χαρτί. Ήταν και η πίσω του πλευρά γραμμένη. Η Ελένη άρχισε να διαβάζει.
Πράσινος ΑστερίαςΚαρτερώ σε κάθε πλημμυρίδαη θάλασσα να μου μαρτυρήσει τα μυστικά της.Εκείνες τις ανείπωτες στιγμέςπου χωρίζουν τους θνητούς από τους αθανάτους.Μια κόκκινη κορδέλα στολίζει το πυρόξανθο των μαλλιών σουκαι στη ρέμβη των ματιών σου πνίγομαι σιωπηλάξημερώνοντας ναυαγός στην ακτή του παραδείσου.Είναι φορές που ανταμώνω χρώματα αλλότριαστα μυστήρια της φύσης.Στιγμές που η αλήθεια ντύνεται προσμονή και υπάρχει μόνογια να μερεύει τα διψασμένα μου όνειρα.Ένας πράσινος αστερίας μου σιγοψιθύρισε χτεςπως θα με προσμένεις στης αυγής το αέτωμα.Εγώ τον φυλάκισα με μια χρυσή αλυσίδα,γιορντάνι της φύσης να σου κρεμάσω στο λαιμό,νύφη τ' αφρού των κυμάτων να σε ντύσω,μη λάχει και στις θύελλες που τόσο αγάπησα χαθώκαι συ με λησμονήσεις.Ορέστης Θαλασσινός, Αθήνα 1966
Τα μάτια της Ελένης είχαν γεμίσει δάκρυα. Στα χέρια της κρατούσε το ποίημα που είχε βραβευτεί. «Ο Πράσινος Αστερίας», μονολόγησε. Απίστευτο. Ένα ντοκουμέντο σχεδόν πενήντα χρόνων υποκλινόταν μπροστά στα μάτια της. Ένα μυστικό έβγαινε στο φως κι ένα ποίημα αποτίνασσε τη σκόνη του χρόνου από πάνω του. Πόσο μαγική ήταν αυτή η γραφή του Θαλασσινού! Αναρωτιόταν πώς και δεν τον είχε συναντήσει ποτέ στις βιβλιοθήκες που περνούσε αρκετό από τον χρόνο της. Η ίδια λάτρευε την ποίηση και τη γραφή γενικότερα, αλλά προτιμούσε να εκτονώνει τη δημιουργικότητά της ζωγραφίζοντας. Κάποτε, δηλαδή ζωγράφιζε. Μετά για χρόνια ήταν σύζυγος και μητέρα κι αλήθεια ποτέ δεν παραπονέθηκε γι' αυτό. Κι ας της έλειπε η άλλοτε αγαπημένη της απασχόληση. Κι ας της πόναγε το χέρι η απουσία της αφής του πινέλου. Είχε παραχωρήσει τη θέση των θέλω της στα πρέπει και τα μπορώ, που όμως τ' αγαπούσε κι αυτά πολύ. Με τα πρέπει και τα μπορώ αγκάλιαζε τα παιδιά της και ξεπροβόδιζε τον άντρα της για τη δουλειά. Πώς ήταν δυνατόν να μην τ' αγαπά;
Προτού τολμήσει να το ξεστομίσει, είχε πάρει κιόλας την απόφασή της. Θα έψαχνε γι' αυτόν τον ποιητή και τον παραλήπτη του γράμματος, όποιος κι αν ήταν αυτός, κι αν δεν έβρισκε άκρη τότε μόνο θα απευθυνόταν στη μητέρα της. Δεν είχε κανένα λόγο να ταράξει την ήρεμη ζωή της, ειδικά στην προχωρημένη ηλικία που βρισκόταν. Αν ανακάλυπτε κάτι που αφορούσε την οικογένειά της τότε θα σκεφτόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να το χειριστεί. Είχε άλλωστε και την αδερφή της, που ήταν πάντα κοντά της. Μαζί θα έβρισκαν λύση αν χρειαζόταν. Πήγε στη βιβλιοθήκη και αφού κάθισε στο γραφείο του πατέρα της άνοιξε τον φορητό υπολογιστή που είχε εκεί. Θυμήθηκε όταν ήταν μικρή, πόσο δέος ένιωθε μπροστά στα τόσα ράφια με τ' αμέτρητα βιβλία. Αιχμαλώτισε για μια ακόμα φορά τη μυρωδιά των δερματόδετων τόμων της παγκόσμιας ιστορίας, που τόσο αγαπούσε ο πατέρας της και τ' ανάγλυφα γράμματα στα εξώφυλλα των ποιητικών συλλογών που είχε η μητέρα της. Οι αφιερώσεις στο εσωτερικό τους, μαρτυρούσαν πως η μητέρα της δεν ήταν περαστική από εκείνο τον χώρο, αλλά τον παρακολουθούσε με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια. Κάποιες ημερομηνίες μάλιστα ήταν πολύ πριν τον γάμο της με τον πατέρα της, όταν ακόμα ήταν μικρή κοπέλα.
Γύρισε την προσοχή της στην οθόνη του υπολογιστή και πληκτρολόγησε Ορέστης Θαλασσινός. Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα, εμφανίστηκε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Πράσινος αστερίας, έγραψε αυτή τη φορά μα και πάλι η απόκριση ήταν: δεν βρέθηκαν αποτελέσματα. Σηκώθηκε ξεφυσώντας. Προς το παρόν είχε βαλτώσει. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και ξαναγέμισε το φλιτζάνι της με καφέ. Η καφεΐνη τής προκαλούσε πάντα μια εγρήγορση, ακόμα και σε στιγμές που ήταν εξαιρετικά κουρασμένη. Άρχισε να ψάχνει στη βιβλιοθήκη μήπως και βρει κάτι που θα μπορούσε να το συνδέσει με τ' όνομα του Θαλασσινού. Τα κάτω ράφια ήταν φορτωμένα με βιβλία ιστορίας και θαλάσσιους και γεωγραφικούς άτλαντες. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος κι εκτός από τη θάλασσα και τα ταξίδια, λάτρευε την ιστορία. Πόσα και πόσα βράδια είχαν ξενυχτήσει, να της διηγείται τις μάχες των Ελλήνων ή τα κατορθώματα του Ναπολέοντα. Πόσα και πόσα δεν της είχε διηγηθεί για τη Γαλλική Επανάσταση, για τη ζωή του Βολταίρου ή τις θεωρίες του Αϊνστάιν. Ό,τι υπήρχε στη σφαίρα του παρελθόντος, ο πατέρας της τ' αγκάλιαζε με σεβασμό και τους το μετέδιδε με αγάπη. Οι αναμνήσεις κατέκλυσαν την Ελένη κι αυτή αφέθηκε στη γλυκιά αγκαλιά τους. Όλο αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, σαν φίλτρο, αποτραβούσε μακριά κάθε δυσάρεστο συναίσθημα, κάθε πίκρα των τελευταίων μηνών και απομάκρυνε όλο το ψυχικό βάρος που την έκανε εδώ και καιρό να προχωρά με τα μάτια προς τη γη.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το τέταρτο μέρος.