Σταυρούλας Δεκούλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Οι ωροδείκτες στο μεγάλο εκκρεμές, που ήταν από καιρό αφημένο στη σοφίτα, έδειχναν πως η μέρα είχε ήδη κατά το ήμισυ ξοδευτεί κι ενώ σχεδόν δέκα μεγάλες κούτες ήταν ήδη έτοιμες προς απομάκρυνση, ο χώρος έδειχνε να μην αδειάζει καθόλου. «Μα καλά, πόσα χρόνια στοίβαζαν πράγματα εδώ μέσα;», σκέφτηκε η Ελένη. Ήταν η δεύτερη μέρα που άδειαζε και τακτοποιούσε, ξεκαθάριζε και απομάκρυνε αντικείμενα και όμως ήταν σαν να μην είχε καν ξεκινήσει. Όπου κι αν κοιτούσε μπορούσε να διακρίνει έπιπλα, κυρίως παλιάς εποχής, πίνακες που απεικόνιζαν νεκρή φύση και θαλασσογραφίες, μπρούτζινα διακοσμητικά και ένας επιδαπέδιος καθρέφτης με μια περίτεχνα σκαλισμένη κορνίζα. Ακόμα υπήρχαν μπαούλα γεμάτα με ρούχα και κλινοσκεπάσματα, αλλά και πολλές κούτες με βιβλία, παλιούς δίσκους και ένα... μα τι ήταν αυτό; Απίστευτο! Ένα παλιό γραμμόφωνο, προφανώς κειμήλιο από τα πράγματα του πατρικού του παππού της. Πήγε κοντά για να το δει καλύτερα. «Δουλεύει άραγε;», αναρωτήθηκε κι έκανε να γυρίσει τη μανιβέλα για να το κουρδίσει. Εκείνη τη στιγμή όμως κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή της και το γραμμόφωνο έμεινε σιωπηλό να περιμένει υπομονετικά τη σειρά του.
Ένα σκαλιστό κουτί ξεπρόβαλε δειλά, μισοκρυμμένο μέσα σ' ένα εμπριμέ σεντόνι. «Μπα!», είπε η Ελένη. «Τι να 'ναι τούτο το κουτί; Για δες τι όμορφο σκάλισμα που έχει!», σκέφτηκε και το αποδέσμευσε από την υφασμάτινη φυλακή του. Το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε. Ήταν ένα όμορφο ξύλινο κουτί, σαν αυτά που χρόνια πριν φυλούσαν μέσα την αλληλογραφία τους οι δεσποινίδες. Υπόλευκο, με λίγο χρυσό στα τέσσερα σκαλιστά ποδαράκια του και μ' ένα ρόδο, μενεξεδί, ζωγραφισμένο στο καπάκι του. Απέμεινε να το κοιτάζει σαν να είχε ανακαλύψει έναν μικρό θησαυρό. Ανέκαθεν είχε μεγάλη αδυναμία στα ζωγραφιστά κουτιά και τα μπαούλα. Ένιωθε ότι μέσα τους μπορούσε να κρύψει όλα τα μυστικά του κόσμου κι αν χρειαζόταν να κρυφτεί ακόμα και η ίδια. Αφού περιεργάστηκε καλά την εξωτερική του εμφάνιση έκανε να το ανοίξει. «Άλλο και τούτο πάλι», σκέφτηκε. «Είναι κλειδωμένο. Γιατί να είναι κλειδωμένο το κουτί;» Προσπάθησε να το ανοίξει βάζοντας λίγο παραπάνω δύναμη, μα στάθηκε μάταιο. Η μικρή κλειδαριά αντιστεκόταν πεισματικά. Η περιέργειά της όμως φούντωνε όλο και περισσότερο. Πόσο την διασκέδαζαν αυτά τα μικρά μυστικά του παρελθόντος, αυτοί οι μικροί θησαυροί, που περίμεναν με καρτερικότητα ν' ανακαλυφθούν. Αυτό το μυστικό όμως δεν είχε ακόμα αποφασίσει να της παραδοθεί. Πήρε το κουτί μαζί της και κατέβηκε στην κουζίνα να βρει τα εργαλεία που είχε στο κάτω συρτάρι της. Έτσι κι αλλιώς, χρειαζόταν και λίγο καφέ κι ένα διάλειμμα μετά από τόση δουλειά.
Το σπίτι των γονιών της Ελένης είχε μια κουζίνα που κάθε νοικοκυρά θα ζήλευε. Ντουλάπια από όμορφο ξύλο τριανταφυλλιάς κι έναν μεγάλο δρύινο πάγκο όπου η μητέρα της παλιά αράδιαζε τα πασχαλινά κουλουράκια και τα γλυκά λίγο πριν τα ψήσει. Ένας μεγάλος μαρμάρινος νεροχύτης μπορούσε να υποδεχτεί τα σερβίτσια ακόμα και του πιο τρανταχτού γλεντιού, ενώ ένα μεγάλο μακρόστενο παράθυρο, σαν ήταν ανοικτό, σου έδινε την εντύπωση ότι ήσουν έξω στον κήπο, καθώς τα αρώματα της πασχαλιάς και της μέντας έντυναν κάθε εκατοστό της κουζίνας.
Η Ελένη άνοιξε το τελευταίο συρτάρι στα δεξιά του νεροχύτη και πήρε από μέσα ένα μικρό κατσαβίδι. Με κάποιο τρόπο θ' άνοιγε αυτό το μικρό κουτί και θα φανέρωνε το μυστικό του. Είχε μια χαμογελαστή και σκανδαλιάρικη διάθεση σαν να 'ταν μικρό παιδί. Ήξερε λίγο πολύ ότι αυτό που έκανε δεν ήταν και το πιο σωστό πράγμα στον κόσμο, όμως μια δύναμη την προέτρεπε να παρακάμψει κάθε της αναστολή. Έβαλε τη μύτη του εργαλείου μέσα στην κλειδαριά και, στην αρχή δειλά μα μετά πιο αποφασιστικά, έκανε να το γυρίσει με δύναμη. Η παλιά κλειδαριά στην αρχή φάνηκε να αντιστέκεται, μα λίγο μετά ένα κλικ επιβεβαίωσε πως το μικρό κουτί είχε παραδοθεί και ήταν έτοιμο ν' αποκαλύψει το περιεχόμενό του.
Αργά και με σεβασμό σε όσα τόσα χρόνια έκρυβε, σήκωσε το καπάκι του κουτιού. Άκουσε τους μικρούς μεντεσέδες που συγκρατούσαν το κάτω μέρος του να τρίζουν ελαφρά. Της φάνηκε σαν να παραπονιόντουσαν, που ενοχλούσε τον πολυετή ύπνο τους, και χαμογέλασε. Μήπως δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε; Μήπως να το ξανασκεφτόταν; Καλά να ήταν κάτι παιδιάστικο, αλλά αν ήταν κάτι τόσο προσωπικό που δεν έπρεπε με κανένα λόγο να το δουν άλλα μάτια; Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, σκεπτόμενη όλα αυτά, μα τώρα ήταν τόσο κοντά στο μικρό θησαυρό που η περιέργεια δεν την άφηνε να κλείσει το καπάκι χωρίς να ρίξει έστω και μια ματιά στα γρήγορα. Πήρε μια ανάσα και διώχνοντας κάθε σκέψη από το μυαλό της άνοιξε το κουτί. Απέμεινε να κοιτάζει απορημένη το περιεχόμενο του ξύλινου κουτιού. Ένα χοντρό χαρτί, τυλιγμένο ρολό, δεμένο μ' ένα χρυσό κορδονάκι, ένας πράσινος γυάλινος αστερίας με μια χρυσή αλυσιδίτσα και μια κόκκινη κορδέλα, καμένη στη μια της άκρη. «Μα, αυτό γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον», σκέφτηκε χαμογελώντας. Ένα μικρό μυστήριο ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια της. Άγγιξε στην αρχή το μικρό κόσμημα. Πόσο όμορφο ήταν! Ένας αστερίας από φυσητό γυαλί σε βαθυπράσινο χρώμα. Τον σήκωσε στο φως και είδε τις αχτίνες του ήλιου να διαθλώνται μέσ' απ' αυτό στέλνοντας πράσινες αποχρώσεις στον απέναντι τοίχο της κουζίνας. Μέσα στο γυαλί είχαν τοποθετήσει μικρά ψήγματα χρυσού και όσο το κρατούσε κρεμασμένο στον αέρα, το φως χτυπούσε γλυκά πάνω τους στέλνοντας γοητευτικές μικρές χρυσές λάμψεις εδώ κι εκεί. «Τι να γράφει άραγε το χαρτί;», αναρωτήθηκε η Ελένη. Τοποθέτησε προσεχτικά τον αστερία μέσα στο κουτί και πήρε το τυλιγμένο χαρτί. Έλυσε προσεχτικά το χρυσό κορδονάκι που το κρατούσε, το οποίο από τα χρόνια άρχισε να τρίβεται στα χέρια της και ξετύλιξε το ρολό προσεχτικά. Απέμεινε με το στόμα ανοικτό να κοιτά και να μην καταλαβαίνει:
5ος Διεθνής Ποιητικός Διαγωνισμός της Διεθνούς Ένωσης ΛογοτεχνώνΆ Βραβείο ΠοίησηςΑπονέμεται στον Ορέστη Θαλασσινό για το ποίημά του «Πράσινος Αστερίας»Αθήνα 15 Απριλίου 1966
«Παράξενο», είπε η Ελένη. «Τι βραβείο είναι αυτό;» Ποιος ήταν ο Ορέστης Θαλασσινός και γιατί ήταν κλειδωμένα μέσα στο κουτί όλα αυτά; Σε ποιον ν' ανήκαν άραγε; Στον πατέρα ή στη μητέρα της ή μήπως σε κάποιον άλλον; Θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της να μάθει από 'κείνη. Ναι, αυτό τελικά ήταν το πιο σωστό. Όχι σήμερα όμως, σήμερα έπρεπε να τελειώσει το μάζεμα της σοφίτας. Αρκετά είχε καθυστερήσει με αυτό το κουτί. Τύλιξε όμορφα το βραβείο, το ξανάδεσε προσεχτικά και το τοποθέτησε μέσα στη θήκη του μαζί με το κολιέ και την κορδέλα. Έκλεισε το καπάκι και πήγε να το φυλάξει. Εκείνη τη στιγμή όμως πρόσεξε κάτι διαφορετικό πάνω στο σκέπασμα του κουτιού. Η ζωγραφιά με το μενεξεδένιο ρόδο σαν να είχε ανασηκωθεί. «Ωχ, λες να το χάλασα;», σκέφτηκε και καθόλου δεν της άρεσε εκείνη η σκέψη. Έκανε να το σπρώξει λίγο προς τα μέσα, αλλά εκείνο ανασηκώθηκε περισσότερο κι από μέσα του πρόβαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. «Ε, αυτό πια καταντά κυνήγι θησαυρού», είπε η Ελένη και ξαναγύρισε στο τραπέζι της κουζίνας. Ίσως τελικά να ήταν πιο σοβαρό μυστικό από ό,τι φαινόταν. Ίσως τελικά να ήταν κάτι που έπρεπε να μείνει κρυμμένο για πάντα στην άκρη της σοφίτας, μα η ως εδώ ανακάλυψή της, της είχε εξάψει τόσο την περιέργεια που της ήταν αδύνατο να κάνει πίσω και να προσποιηθεί πως δεν είχε συμβεί τίποτα ως τώρα. Από την άλλη, σκέφτηκε, αν είναι κάτι που έχει χαθεί και το έψαχνε ο κάτοχός του; Πώς θα μπορούσε να το επιστρέψει αν δεν μάθαινε σε ποιον ανήκαν όλα αυτά; Θυμήθηκε τα σοφά λόγια της γιαγιάς της: «Τα μυστικά είναι σαν τη φλόγα του κεριού. Μπορεί να φωτίσουν το σκοτάδι σου, μπορεί όμως και να βάλουν φωτιά στην ύπαρξή σου». Ξεδίπλωσε το χαρτί με τρεμάμενα χέρια. Ήταν γραμμένο κι από τις δυο πλευρές. «Ή τώρα ή ποτέ», είπε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να διαβάζει. Η μια του πλευρά έμοιαζε με γράμμα.
Αθήνα 1966Αγαπημένη μου,Σου γράφω αυτές τις λέξεις με μελάνι τα δάκρυα και το αίμα μου. Η μοίρα πάντα έσερνε το σκαρί μου όπου εκείνη επιθυμούσε και τώρα έτι μια φορά με τραβά μακριά σου. Η ψυχή μου κουρελιασμένη από τα τόσα της ζωής ναυάγια δεν αντέχει πια ούτε στο χάδι της αγάπης σου. Διάτρητος είμαι και η αγάπη, που μου χαρίζεις, πέφτει στη γη. Εκεί επιθυμώ κι εγώ να καταλήξω. Να αποσυρθώ σε μια γωνιά του κόσμου και να ενωθώ με το αθάνατο της γης. Στον αφρό των κυμάτων να με ανταμώνεις και στο πέταμα των γλάρων να μου στέλνεις φιλιά. Πόσο λυπάμαι που δεν θα προλάβω μήτε το μωρό μας να δω να γεννιέται, πόσο μετανιώνω που δεν αντέχω ούτε της ζωής τη χαρά να γευτώ πια. Το σκοτάδι γύρω μου με πνίγει κι εσένα, που είσαι το φως, δεν σου αξίζει να σε καταπιώ στη σκοτεινή δίνη που με έχει κυριεύσει.Αντίο αγαπημένη μου, αντίο μούσα μου... κι αν υπήρξα ποτέ ποιητής ήταν για να βρω λόγια να σε περιγράψω.Ορέστης
Η Ελένη απέμεινε σιωπηλή σαν τέλειωσε την ανάγνωση του γράμματος. Το μυαλό ήταν γεμάτο ερωτήσεις. Τώρα περισσότερο από ποτέ ήταν επιβεβλημένο να βρει σε ποιον ανήκε τούτο το κουτί ή τουλάχιστον να επιβεβαιώσει ότι δεν ανήκε σε κάποιον από τους δικούς της. Σίγουρα δεν ανήκε στον πατέρα της. Αυτό ήταν ένα ερωτικό γράμμα που αναφερόταν σε μια γυναίκα, άρα ο πατέρας της δεν ήταν ο αποδέκτης. Η μητέρα της τότε; Μα πώς ήταν δυνατόν; Εδώ έλεγε για ένα μωρό που θα γεννιόταν, ποιο μωρό; Ήταν ποτέ δυνατόν να είχε η μητέρα της κι άλλα παιδιά; Μα ούτε τώρα έβγαζε νόημα. Εξάλλου το 1966 ήταν η χρονιά της δικής της γέννησης. Στο συλλογισμό αυτό η Ελένη ένιωσε να μουδιάζει το κεφάλι της. Προσπάθησε να σηκωθεί να βάλει λίγο νερό, μα παραπάτησε κι έπεσε στο πάτωμα της κουζίνας. Όλα σκοτείνιασαν γύρω της κι εκείνη βυθίστηκε σ' έναν βαθύ ύπνο.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το τρίτο μέρος.