Κι αν έχουν περάσει ποιητικές συλλογές από τα χέρια –από τα μάτια– μου τα τελευταία πέντε έτη, που για κάποιο λόγο έχει αυξηθεί η παραγωγή τους (ή έτσι προέκυψε στην περίπτωσή μου, δεν ξέρω ακριβώς, δεν είναι κι ότι παρακολουθώ τα συγκεντρωτικά πινακίδια της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής), κι όμως αποφάσισα να «σταθώ» εδώ. Δηλαδή στη δίγλωσση συλλογή της Αιμιλιάννας Καφαντάρη, Το μαζί και το χώρια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Ο πρώτος, και κυριότερος, λόγος είναι η δίγλωσση παρουσίαση των κειμένων. Κατά τη γνώμη μου, κάθε προσπάθεια προώθησης των ελληνικών γραμμάτων, του ελληνικού πολιτισμού ή της ελληνικής λογοτεχνίας –πείτε το όπως θέλετε– είναι αξιοσημείωτη και πρέπει να ενθαρρύνεται ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Έτσι κι αλλιώς, το να δίνεις «φτερά» σε μια δημιουργία είναι κάτι όπως το μήνυμα στο μπουκάλι, που κάποιος-κάπου-κάποτε έριξε σε μια θάλασσα. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις, δεν υπάρχει σταθερή ή προδιαγραμμένη πορεία ενώ και η τύχη παίζει τον ρόλο της πολλές φορές. Όμως είναι ο δρόμος, που βγάζει έξω από τα «σύνορα» το έργο, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Από την άλλη, οι αγγλόφωνοι αναγνώστες είναι περισσότεροι των ελληνόφωνων, οπότε υπάρχει και έτερο κίνητρο.
Στα πιο ουσιαστικά της συλλογής τώρα, το βιβλίο ξεκινά με ένα ποιητικό κείμενο μεγάλης έκτασης (Ο δρόμος μου - My way), που διακρίνεται για τον αισθαντισμό του και τη θαλασσινή του ορολογία. Πολλή θάλασσα γενικότερα. Αποτελεί, ίσως, την πιο σκοτεινή και γοτθική της πλευρά και χαρακτηρίζεται από μια μείξη υφών: πεζοποίηση, ομοιοκατάληκτη ποίηση, πλάγιος ή ευθύς λόγος κ.ά. εναλλάσσονται προσφέροντας ποικιλία και ιδιαίτερες «αποχρώσεις». Εννοιολογικά πρόκειται για μια αναχώρηση από τη ζωή και τοποθετείται τη στιγμή λίγο πριν το ύστατο βήμα ή ακριβώς πάνω σε αυτό, κάνοντας μια απεύθυση προς τον αναγνώστη ή/και προς τον/το αίτιο. «Πλησιάζω την άκρη του γκρεμού. Επιτρέπω στην οντότητά μου να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε σένα και στον Θάνατο. Πώς γίνεται ο εαυτός μου μόνο σε μένα να μην ανήκει;», γράφει για το σημείο εκείνο που η συνειδητοποίηση πονάει όσο τίποτα. Κι όλοι εκείνοι οι όροι που εμβολίζονται στους στίχους δικαιολογούνται από τη δημιουργό επειδή: «Ο Έρωτας και η Θάλασσα μοιάζουν τρομακτικά πολύ. Βαθείς και απόλυτοι. Αν δεν σεβαστείς τα θέλω τους, σε τιμωρούν.». Έτσι «προτείνεται» ένας παραλληλισμός ανάμεσα στο συναίσθημα και το «μεγάλο μπλε» του πλανήτη, μια σύνδεση που την οδήγησε σε αυτές τις επιλογές. Αυτό το εκτενές κείμενο είναι το πιο διηγηματικό του βιβλίου, το πιο περιγραφικό και αναλυτικό –τόσο που ξεφεύγει από την συμπύκνωση ή την ολιγολογία και επεκτείνεται προς το αφήγημα.
Στο ίδιο έργο βρίσκεται ο δεύτερος βασικός λόγος που θέλησα να αναφερθώ διεξοδικά στο πόνημα αυτό. Ο πεζοποιητικός λόγος και δη ο πιο ελεύθερης μορφής. Σε μια εποχή που οι συλλογές διηγημάτων αυξάνουν το μερίδιό τους στην βιβλιοπαραγωγή της χώρας, όλο και περισσότερες είναι οι περιπτώσεις που το περιεχόμενο «ακουμπά» καλύτερα στον χαρακτήρα της πεζοποίησης παρά σε αυτόν του διηγήματος, λόγω της μικρής έκτασης (μισή ή μία σελίδα ή άντε δύο το πολύ...) αλλά και λόγω της λυρικής σύνταξης, που προτιμάται πολλές φορές. Κι αν επιχειρήσεις μια σύγκριση με ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη φερ' ειπείν φαίνεται ξεκάθαρα η διαφοροποίηση τόσο ως προς την έκταση και το ύφος αλλά και ως προς το περιεχόμενο-αντικείμενο, που έχει μεγαλύτερη σχέση με ένα συναίσθημα ή μια εντύπωση παρά με μια εξιστόρηση-ιστορία. Συνεπώς θα πρότεινα να επαναπροσδιορίσουμε τους χαρακτηρισμούς των γραπτών ώστε αυτό που αναγράφεται σε ένα εξώφυλλο να «καθρεφτίζει» ό,τι υπάρχει στο βιβλίο (οι εκδόσεις Βακχικόν βέβαια έχουν καταφέρει μια ακριβής αντιστοίχηση) αλλά χωρίς να «λειτουργούμε» με στεγανά τύπου: τόσες λέξεις ίσον διήγημα.
Ακολουθούν πάρα πολλά ποιητικά κείμενα, ποικιλόμορφα (ελεύθερου στίχου, ομοιοκατάληκτα, με ρίμες ή άνευ, ρυθμικά ή μη, χαϊκού, σονέτα, μπαλάντες κ.λπ.) ακόμα και επιγράμματα, που δεν τα συναντάμε συχνά από νέους δημιουργούς (γιατί άραγε;) όπως και διάφορα mixed, που μάλλον δείχνουν την τάση της, το προσωπικό της ύφος.
Μ' αγαπούσαν τα φαντάσματά μου. Δεν έχω παράπονο. / Και μ' αγαπάν ακόμα.Αν είναι παράλογο αυτό, τότε είναι για να το κάνω.Χαίρε, Ζωή! Συγχώρα με! / Ο Έρως και ο Θάνατος απόψε με καλούνε...Το χώμα που θα με σκεπάσει θα 'θελα να 'ναι το χώμα που άγγιξες με την παλάμη σου, που πάτησες με τα πόδια σου.Στην άβυσσο της αιωνιότητας η ανθρώπινη ζωή είναι μια βούλα στο άπειρο του σύμπαντος.
Μου άρεσε η Σφραγίδα με την ταφική πλάκα (ας μην επεκταθώ, όσοι το διαβάσετε θα καταλάβετε) όπως και ένας μεγάλος έρωτας, που «ξεπηδά» στις σελίδες. Μια ιδανική απόλυτη αγάπη, μια τέλεια ένωση, κι ένα εξίσου μεγάλο γκρέμισμα/χάσιμο μετά, στο τέλος. Σε σχέση με την αγάπη, διαφαίνεται και εκείνη της μάνας προς το παιδί της, όπως στο Περιμένοντας.
Το κομμάτι μου που είσαι εσύ είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχω βιώσει.
Σκέφτομαι ότι κάποιες φορές επιλέγει τον εύκολο δρόμο έκφρασης, τον λιτό και απλούστερο, αλλά εκεί που με κερδίζει πραγματικά είναι στις άλλες καταθέσεις της. Πάντως σε όλο το βιβλίο την βλέπεις να συνδεσμολογεί με τον Έρωτα. Αρχικά ο Έρωτας συνδέεται με τη Θάλασσα, μετά ο Έρωτας συνδέεται με τον Θάνατο κι αλλού ο Έρωτας συγκρίνεται με τον Χρόνο. Υποτείνουσα ο έρωτας και αριθμητής όλα τα άλλα.
Στο Αντίστροφα, θα βρούμε μια ενδιαφέρουσα οπτική με φιλοσοφικές προεκτάσεις, όταν λέει: «Αυτοί που ζούνε πραγματικά είναι αυτοί που ποτέ δεν βρήκαν τον δρόμο τους.» και στο Χώρια οι επαναληπτικές λέξεις δημιουργούν ένα ωφέλιμο στιλ.
[...] δίπλα σου, τα λεπτά δίνουν πνοή στο άπειρο.Ποτέ δεν είναι νωρίς. Πάντα αργά θα είναι.
Το παρόν αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της κυρίας Καφαντάρη κι όπως όλα τα πρώτα βήματα «κουβαλά» εκείνον τον άνεμο, το στοιχείο, που συνδέει το αυθόρμητο με το πηγαίο και το αυθεντικό με το ακατέργαστο πετράδι, που όμως ξέρεις ότι θα λάμψει στο εργαστήριο...