Γρηγόρης Φεϊζατίδης: Υπάρχει μια εσωτερική φωνή, καταπιεστική και τυραννική, που με ωθεί να πλάθω ιστορίες, να τις γράφω, να παίζω και να παιδεύομαι με τις λέξεις. Πιστεύω πως όλοι όσοι ασχολούνται με την Τέχνη βιώνουν την ίδια παρόρμηση. Κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να απλώσουν το χέρι σε πινέλα, λάδια και καμβάδες, άλλοι σε παρτιτούρες και στα πλήκτρα ενός πιάνου, και κάποιοι σε χαρτιά ή σε επεξεργαστές κειμένου στον υπολογιστή.
Η έμπνευση μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή και να γεννηθεί από οποιοδήποτε ερέθισμα. Υπάρχουν δύο γενικότερες κατηγορίες, δύο «δεξαμενές» από τις οποίες ξεπηδούν τα κείμενά μου. Η πρώτη είναι των ερωτημάτων που προϋπάρχουν και ψάχνουν να βρουν απαντήσεις μέσα από τους ήρωες, για παράδειγμα αν υπάρχει μόνο μία αντικειμενική πραγματικότητα ή γιατί άνθρωποι που παρακολουθούν τα ίδια γεγονότα τα εντάσσουν σε διαφορετικές πραγματικότητες. Η δεύτερη είναι η κατηγορία των ερεθισμάτων που εμπνέουν, γεννούν χαρακτήρες ή ορίζουν το περιβάλλον. Για παράδειγμα, η επιστολή διαμαρτυρίας αναπληρωτή εκπαιδευτικού που διορίστηκε στις Κυκλάδες και κοιμόταν σε σκηνή επειδή αδυνατούσε να πληρώσει τα 500, 600, 700 ευρώ τον μήνα για ενοίκιο, αποτέλεσε ερέθισμα για το διήγημα «Ο καταπέλτης».
Πώς «ανακαλύπτετε» τους ήρωές σας; Οι χαρακτήρες των διηγημάτων σας είναι άνθρωποι που έχετε γνωρίσει, συναντήσει, συναναστραφεί;
Γ.Φ.: Οι χαρακτήρες είναι φανταστικά πρόσωπα, πλασμένοι από το μηδέν. Ωστόσο όλοι οι συγγραφείς είμαστε λίγο «κλέφτες». Θα κλέψουμε το χρώμα των ματιών ενός φίλου, το τρανταχτό γέλιο ενός γνωστού, το ταχύ βήμα και το χαμηλωμένο κεφάλι μιας άγνωστης, που επιστρέφει μόνη της στο σπίτι το βράδυ, τη γενναιότητα ενός ξένου που θα δούμε στις ειδήσεις.
Γιατί επιλέξατε (αν επιλέξατε συνειδητά) τούτη την μικρή έκταση; Εννοώ, γιατί διηγήματα και όχι μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα;
Γ.Φ.: Μέχρι σήμερα έχω εργαστεί σε μικρότερες φόρμες, διηγήματα και νουβέλες. Αυτήν την εποχή δουλεύω πάνω σ' ένα ιστορικό μυθιστόρημα και βλέπω ξεκάθαρα πόσο μεγάλες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στη μικρή και τη μεγάλη έκταση. Το διήγημα είναι ένας αγώνας ταχύτητας –ειδικά όταν υπάρχουν προθεσμίες– ένα κατοστάρι στο οποίο δεν υπάρχουν περιθώρια για το παραμικρό στραβοπάτημα, ενώ το μυθιστόρημα είναι ένας μαραθώνιος, που απαιτεί προσήλωση και υπομονή.
Η επιλογή της φόρμας για το «Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα» ήταν συνειδητή. Χρειαζόμουν διαφορετικά διηγήματα με διαφορετικούς χαρακτήρες για να αποτυπώσω πολλές αγωνίες και πολλά ερωτήματα που γεννά η νεοελληνική πραγματικότητα. Όσο περισσότερα μπορώ.
Τι θέλετε να κρατήσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σας;
Γ.Φ.: Να κρατήσει την υποψία ότι η πραγματικότητα δεν είναι πάντα αυτή που αντιλαμβάνονται οι λειψές ανθρώπινες αισθήσεις. Ή το βάθος και τη δύναμη των ανθρώπινων συναισθημάτων. Όλοι μας κάποιες στιγμές της ζωής μας γινόμαστε ήρωες μεγάλων ιστοριών, αντάξιων μεγάλων μυθιστορημάτων και οσκαρικών ταινιών. Ζούμε αποκαλύψεις, μεγάλους έρωτες, φόβους, απελπισίες, ηδονές, θανάτους, παραδόσεις, ήττες και αναγεννήσεις. Και όλα αυτά τα ζούμε όχι μέσα σε γυαλιστερούς κόσμους φτιαγμένους από ειδικά εφέ, αλλά μέσα σε τσιμέντα, σε εξήντα τετραγωνικά, σε ανεργία, σε πάθη, σε ασχήμια, σε λάθος επιλογές, σε αναπάντεχες ομορφιές, σε καταστροφές.
Ή ας ξεχάσει όλα τα προηγούμενα κι ας κρατήσει μόνο την ανάγνωση των ιστοριών κάποιο μεσημέρι, ή κάποιο απόγευμα, έχοντας δίπλα την κούπα του καφέ, ή κάποιο βράδυ αφήνοντας μετά το βιβλίο στο κομοδίνο δίπλα στο προσκεφάλι του. Μακάρι να πέρασε όμορφα τις ώρες του.
Αν έπρεπε να το χαρακτηρίσετε με μία λέξη, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Γ.Φ.: Αληθινό.
Ας εμφανίζονται Θεοί (φανταστικοί ή πραγματικοί), ας ξεπηδούν καμιά φορά απρόσκλητα φανταστικά πρόσωπα, ας μοιάζουν κάποιοι παππούδες με σιδερένιους σούπερ ήρωες στα παιδικά μάτια. Τα στοιχεία του Φανταστικού πατάνε στο χαλί των δικών μας συναισθημάτων κι αυτά είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας λογοτέχνης και ποιο το πιο αγαπημένο σας λογοτεχνικό έργο; Και, γιατί;
Γ.Φ.: Αυτή είναι μια πολύ πολύ πολύ πολύ δύσκολη ερώτηση. Πραγματικά δύσκολη. Είναι τόσο πολλοί οι αγαπημένοι μου λογοτέχνες, τόσο πολλά τα βιβλία που νιώθω τυχερός επειδή τα διάβασα και τόσο πολλά τα εξώφυλλα που καμαρώνω να τα βλέπω στα ράφια της βιβλιοθήκης μου…
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα, μόνο ένα, αν κάποιος μου έβαζε το πιστόλι στον κρόταφο, τότε θα διάλεγα το «Πίστομα» του Θεοτόκη. Δεν έχει μεγαλύτερη λογοτεχνική αξία από άλλα κείμενα, δεν έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος· είναι ένα διηγηματάκι μια σταλιά, δυο τρεις σελίδες, που ιστορεί την επιστροφή ενός παράνομου και καταζητούμενου άντρα στο σπίτι του μετά από δεκάχρονη απουσία. Η επιλογή έχει να κάνει με τον αντίκτυπο που είχε πάνω μου. Με έκανε να αναρωτηθώ αν θα είχα το σθένος να γράψω εγώ μια τέτοια ιστορία σήμερα, το 2022. Μου δίδαξε με τον πιο απλό, άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο τη δύναμη της μικρής φόρμας, τη δύναμη των λέξεων. Μου έδειξε τι σημαίνει κατάδυση στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής αλλά και πώς μπορεί μία και μόνη λέξη να γίνει ογκόλιθος πάνω στο στήθος του αναγνώστη.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;
Γ.Φ.: Η ελληνική λογοτεχνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων. Ποια η διάρκεια ζωής ενός συγγραφέα ή ενός εκδότη; Ογδόντα χρόνια; Εκατό; Πόσα είναι τα παραγωγικά τους χρόνια; Εξήντα; Ογδόντα; Όταν ακούω ή διαβάζω ότι η ελληνική λογοτεχνία κινδυνεύει από την τάδε μόδα, τη δείνα συνήθεια, από τον όγκο παραγωγής, από το κέρδος, από τη διαφήμιση, από τους συγγραφείς, τους εκδότες, τους επιμελητές, και από τόσα άλλα, τότε χαμογελάω.
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει να παρουσιάσει διαμάντια που θα μείνουν στην ιστορία, μετριότητες, αλλά και αναγνώσματα ανάξια λόγου. Το ίδιο, δηλαδή, που συμβαίνει και στο θέατρο, στη μουσική, στη ζωγραφική, η ίδια καμπύλη μέσης κατανομής που συναντάμε σε όλη την Τέχνη. Όντως υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε περισσότερα –σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες– πρόχειρα κείμενα. Ταυτόχρονα όμως αυτό σημαίνει πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με τη λογοτεχνία. Μακάρι να είχαμε εκατομμύρια Έλληνες να εκφράζονται μέσω της Τέχνης, μακάρι να είχαμε εκατομμύρια συγγραφείς και αναγνώστες.
Ο Γρηγόρης Φεϊζατίδης μίλησε για το βιβλίο του, Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μια συλλογή διηγημάτων που μας «συστήνει» διάφορους ήρωες (γυναίκες και άντρες) της νεοελληνικής πραγματικότητας αφήνοντας «ανοιχτό» ένα –τουλάχιστον– ερώτημα κάθε φορά. Θα τα καταφέρουν; Θα νικήσουν ή θα νικηθούν; Θα βρουν την άκρη τους ή θα χαθούν; Θα καταλάβουν;
Οι ιστορίες χαρακτηρίζονται από την επάρκεια και την αρτιότητά τους, ίσως επειδή πρόκειται για κανονικά διηγήματα και όχι για «βαπτισμένα» μικροδιηγήματα ή νανοδιηγήματα, όπως λέγονται τα λιλιπούτεια πεζογραφήματα. Και όντως διαβάζεις διηγήματα, όχι μόνο επειδή διαθέτουν μια επαρκής έκταση, αλλά και λόγω δομής, αφηγηματικότητας, παραστατικότητας, ηθογραφίας... Προφανώς ένα διήγημα ή ένα αφήγημα έχει περιορισμένη έκταση αλλά οφείλει να έχει ολοκληρωμένο θέμα, να προσφέρει τη γενικότερη εικόνα, να σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του (τον βασικότερο τελοσπάντων) κ.λπ. Δράττομαι της ευκαιρίας λοιπόν για να καταλήξω πως τον τελευταίο καιρό έχουμε δεχτεί πληθώρα μυθογραφημάτων μικρής έκτασης (αναγνώσεις της μιας φοράς, όπως είχε προσδιορίσει το είδος ο Παπαδιαμάντης –ως μετρ) αυτοαποκαλούμενων ως «διηγημάτων» χωρίς να είναι. Οι μικροσκοπικές αυτές ιστορίες, άλλοτε με τον ποιητικό ή λυρικό λόγο, άλλοτε με τις αφαιρετικές εικόνες (πόσα να δώσει κανείς μέσα σε μια σελίδα!) και τα απροσδιόριστα πρόσωπα (ισχύει η παραπάνω σημείωση) ανήκουν ουσιαστικά σε άλλο είδος –ή έτσι θα έπρεπε. Ορίστε όμως που αυτό το βιβλίο του κυρίου Φεϊζατίδη προσφέρει μια ωραία εμπειρία κανονικών διηγημάτων και ένα αναγνωστικό ταξίδεμα με λογοτεχνική αξία.
Οπισθόφυλλο:
Ένας σαξοφωνίστας πασχίζει να ξεφορτωθεί όλα τα φανταστικά πρόσωπα που κάθε τόσο εμφανίζονται μπροστά του. Γιατί τα βλέπει μόνο εκείνος; Πώς θα ξεχωρίσει αν η γυναίκα που αγαπάει ανήκει σ’ αυτούς τους απρόσκλητους επισκέπτες ή είναι υπαρκτή; Είναι ικανό το Κρύο Νερό Στο Αυτί, αυτή η παλιά ιατρική πρακτική, να επαναφέρει την αντικειμενική πραγματικότητα; Και, αν ναι, τι θα φανερώσει και πόσο θα πονέσει;
Ένας πολιτικός μηχανικός προσπαθεί μάταια να διώξει τη Φωνή Tου Θεού, που τρύπωσε στο σπίτι του. Γιατί αυτή συνεχίζει να του ξεγλιστράει και να κρύβεται πίσω από τα έπιπλα του διαμερίσματος; Τι σημαίνουν τα λόγια της; Πόσο μεγάλο λάθος ήταν να την καλέσει σε μια στιγμή αδυναμίας και πόσο γρήγορα πρέπει να χιμήξει για να την πιάσει;
Σε αυτά, και σε πολλά άλλα ερωτήματα παλεύουν να βρουν απαντήσεις οι ηρωίδες και οι ήρωες των ιστοριών. Μια σερβιτόρα με μίνι φόρεμα, ένας άντρας που έχασε τη μουσική, μια γιατρός υποψήφια δολοφόνος, ένας παππούς στο πάρκο, ένας Πολεμιστής με Σιδερένια Κόκαλα…
Αγωνίζονται, αναρωτιούνται, βαλτώνουν, ανασταίνονται, νικούν ή γονατίζουν νικημένοι μέσα στον βούρκο της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Ο Γρηγόρης Φεϊζατίδης γεννήθηκε στη Βέροια όπου ζει και εργάζεται ως χειρουργός οδοντίατρος. Το διήγημά του Ντάνχιλ, μωρό μου, το οποίο είχε αποσπάσει το πρώτο βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, περιλαμβάνεται στην ανθολογία 2ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Μίμης Σουλιώτης της Libron Εκδοτική. Το διήγημά του 2037 και είκοσι μέρες ακόμη, που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Ε.Φ. «η Έκλειψη», περιλαμβάνεται στην ανθολογία Ιστορίες του Φαντάστιcon. Διηγήματά του φιλοξενούνται στην ανθολογία Ίσως #1 των Εκδόσεων Οξύ, στο e-book Πανδημία του site Nyctophilia.gr, καθώς και σε περιοδικά της Λογοτεχνίας του Φανταστικού. Είναι παντρεμένος, έχει μία κόρη και, όταν δεν ασχολείται με όμορφα χαμόγελα, προτιμάει να γοητεύεται από την Επιστήμη, να σκαλίζει την Τέχνη, να διαβάζει, να γράφει, και να ταξιδεύει με τους φίλους του. Η συλλογή διηγημάτων Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα είναι το πρώτο του βιβλίο.