Γιώργου Ζώτου
Ένας άντρας προχώρησε βιαστικά στο σκοτεινό, αδιέξοδο δρομάκι. Φορούσε μια κίτρινη μάσκα κι ένα κόκκινο καπέλο τζόκεϊ ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα σακίδιο πλάτης. Στο μοναδικό σταθμευμένο αυτοκίνητο μπροστά του μια σκιά κουνήθηκε στη θέση του οδηγού. Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και έκατσε γρήγορα στη θέση του συνοδηγού. Μπροστά τους, στα εκατό μέτρα, έβλεπαν τα κίτρινα φώτα του κεντρικού δρόμου που καθρεφτίζονταν στην παγωμένη άσφαλτο.
— «Άργησες», του είπε ο άντρας που καθόταν στη θέση του οδηγού. «Περιμένω μισή ώρα!»
Ο άντρας με ήρεμες κινήσεις άφησε το σακίδιο ανάμεσα στα πόδια του και τράβηξε την κίτρινη μάσκα στο πιγούνι του. Εξακολουθούσε να παραμένει ήρεμος και σιωπηλός. Ο άντρας στη θέση του οδηγού είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
— «Τι επείγον έγινε ρε Φαίδωνα κι έπρεπε να συναντηθούμε τέτοια ώρα στα σκοτάδια;» φώναξε δυνατά.
Ο Φαίδωνας με αργές κινήσεις έβγαλε το κόκκινο τζόκεϊ και το άφησε στη θήκη της πόρτας του συνοδηγού.
Γύρισε και κοίταξε τον οδηγό στα μάτια:
— «Αργύρη, τα ξέρω όλα», είπε τελικά.
Ο άντρας μπροστά από το τιμόνι τον κοίταξε απορημένος.
— «Τι; Τι εννοείς;»
— «Για σένα και τη γυναίκα μου. Τόσα χρόνια φίλοι! Τόσα χρόνια συνεργάτες! Με πρόδωσες!»
— «Φαίδωνα, δεν είναι έτσι…»
— «Α, ναι; Και πώς είναι;»
— «Δεν το θέλαμε. Ξεκίνησε από μια χαζομάρα…»
— «Δεν σκέφτηκες ούτε την Αριάδνη που σε λατρεύει. Πόσο ξεφτίλας!»
— «Άσε τη γυναίκα μου…»
Ο Φαίδωνας ήταν παντρεμένος εδώ και πέντε χρόνια με την Μαριάνθη. Γνωρίστηκαν στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα της Αριάδνης, της συζύγου του Αργύρη. Εδώ και έξι μήνες ο Φαίδωνας είχε υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα στην γυναίκα του και τον Αργύρη, και δεν άργησε να επιβεβαιωθεί όταν μια μέρα τους άκουσε να κανονίζουν για το βράδυ που υποτίθεται ότι η Μαριάνθη είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού.
— «Πόσο καιρό παίζατε αυτό το παιχνιδάκι πίσω από την πλάτη μας;» τον ρώτησε ο Φαίδωνας.
— «Τι σημασία έχει;» ρώτησε ο Αργύρης.
— «Έχει! Γιατί είμαι σίγουρος ότι όλοι στο γραφείο το είχαν πάρει χαμπάρι. Όλοι εκτός από τους κερατάδες φυσικά, εμένα και την γυναίκα σου!»
— «Φαίδωνα, ούτε εγώ ούτε η Μαριάνθη…»
Ο Φαίδωνας τον σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού του.
— «Ούτε εσύ, ούτε η Μαριάνθη είστε σε θέση να απολογηθείτε πια. Την σκότωσες!»
— «Τι λες;»
Ο Φαίδωνας έβγαλε από το σακίδιο ένα πιστόλι, μια μαύρη Μπερέτα των 22 χιλιοστών και σημάδεψε τον Αργύρη. Εκείνος πετάχτηκε σοκαρισμένος.
— «Μη! Φαίδωνα! Μη κάνεις καμιά βλακεία…»
— «Βγες να πάμε μια βόλτα…» του είπε αργά.
— «Φαίδωνα σε παρακαλώ, είναι τρελό αυτό που κάνεις…»
Ο Φαίδωνας χαμογέλασε ειρωνικά.
— «Φοβάσαι;»
— «Τι έχεις σκοπό να κάνεις;»
— «Μην ανησυχείς, ό,τι ήταν να κάνω το έκανα…» είπε σκεπτικός. «Βγες να πάμε μια βόλτα», επανέλαβε ήρεμα.
— «Πού;»
— «Μέχρι την πλατεία».
Ο άντρας που καθόταν στην θέση του οδηγού δεν έκανε καμία κίνηση. Ο Φαίδωνας άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού κι έβαλε από μέσα το πιστόλι. Έπειτα έβγαλε τα γάντια και τα ακούμπησε πάνω. Έκλεισε το ντουλαπάκι και χτύπησε απαλά το πόδι του Αργύρη.
— «Εντάξει τώρα; Ορίστε, πάμε! Θέλω να σου δείξω κάτι!»
Ο Αργύρης άνοιξε διστακτικά την πόρτα και βγήκε έξω.
Η παγωνιά, το σκοτάδι αλλά κυρίως οι αλλοπρόσαλλες ενέργειες του Φαίδωνα τον έκαναν να ανατριχιάσει. Είχε μια έντονη επιθυμία να ξεράσει. Προχώρησαν μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Μόλις βγήκαν στα φώτα, ο Φαίδωνας έβγαλε μια κίτρινη μάσκα από την τσέπη του μπουφάν του και του την έδωσε:
— «Φόρα την, μη φας και κάνα πρόστιμο», είπε.
Οι δύο άντρες προχώρησαν γρήγορα προς την πλατεία.
Από μακριά οι φιγούρες τους έδειχναν ίδιες καθώς και οι δύο άντρες είχαν περίπου το ίδιο ύψος και τα ίδια κιλά, μόνο το φαλακρό κρανίο του Φαίδωνα γυάλιζε κάτω από τα φώτα του δρόμου.
Η πλατεία παρά την παγωνιά είχε αρκετή κίνηση. Όχι όμως την συνηθισμένη. Ο κόσμος δεν έκανε περαντζάδα, τα παιδιά δεν έπαιζαν τρέχοντας από δω κι από κει, ούτε και οι αστυνομικοί περιφέρονταν βαριεστημένα ως συνήθως μοιράζοντας κλήσεις για μάσκες.
Στην άλλη άκρη του δρόμου ένα ανακριτικό της τροχαίας κι ένα ασθενοφόρο με τον γλόμπο να αναβοσβήνει είχαν παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο. Κάποιοι έτρεχαν πανικόβλητοι, κάποιοι φώναζαν, κάποιοι τραβούσαν τα μαλλιά τους. Μερικοί αστυνομικοί απλώνονταν σαν σε επιχείρηση. Μία ηλικιωμένη γυναίκα πίσω του αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Μια παρέα νεαρών, που ερχόταν πίσω του, τον παρέσυρε στην πορεία τους προς το κεντρικό σιντριβάνι.
Από περιέργεια αφέθηκε να πλησιάσει με το πλήθος, στο σημείο που φαινόταν η μεγαλύτερη κινητικότητα. Παρατήρησε μια κουβέρτα, που σκέπαζε έναν όγκο πάνω στα γκριζωπά πλακάκια. Στις άκρες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται καφέ-κόκκινα ρυάκια. Μερικοί ένστολοι προσπαθούσαν να εκκενώσουν τον χώρο δημιουργώντας μια πρόχειρη περίφραξη ενώ οι δύο τραυματιοφορείς επιστρέφανε άπραγοι προς το ασθενοφόρο.
Οι φωνές του κόσμου ξεκαθάριζαν σιγά σιγά στα αφτιά του Αργύρη: «Είναι νεκρή!», «την σκότωσε», «τρέμω ολόκληρη», «τι ήταν αυτό Παναγία μου;», «Μπροστά στα μάτια μας την πυροβόλησε», «Ένας ψυχάκιας με τρεις πιστολιές».
Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα τον παρατηρούσε ενοχλητικά, σχεδόν ξεδιάντροπα, από πάνω μέχρι κάτω. Ο Αργύρης έψαξε γύρω του για τον Φαίδωνα. Δεν φαινόταν μέσα στο πλήθος. Κοίταξε ξανά τη γυναίκα, που τώρα είχε πλησιάσει μια ομάδα ΔΙΑΣ και τον έδειχνε ξεκάθαρα. Οι αστυνομικοί έκαναν δυο τρία βήματα αργά προς το μέρος του. Ασυναίσθητα γύρισε να φύγει, όμως δύο άλλοι αστυνομικοί τον έβαλαν στη μέση και σχεδόν σηκωτό τον ανάγκασαν να προχωρήσει προς το ανακριτικό της τροχαίας.
— «Έλα ήρεμα, μην κάνεις φασαρία», του ψιθύρισε αυτός που βρισκόταν στα δεξιά του.
Ο Αργύρης προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, όμως οι δύο αστυνομικοί δεν του άφησαν περιθώριο. Έψαξε με το βλέμμα του απεγνωσμένα τον Φαίδωνα. Πουθενά! Πριν μπει στο ανακριτικό άκουσε τη γυναίκα που τον έδειχνε να μιλάει σε έναν άντρα με πολιτικά:
— «Αυτή την κίτρινη μάσκα δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ! Μα είναι και το ίδιο σουλούπι και τα ίδια ρούχα! Μαύρο ζιβάγκο, τζιν παντελόνι και καφέ, δερμάτινο μπουφάν. Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Απλά φορούσε και κάτι γκρίζα γάντια κι ένα κόκκινο καπελάκι, μπορεί κάπου να τα πέταξε…»
Στο μυαλό του Αργύρη άστραψε το κόκκινο τζόκεϊ που άφησε στη θήκη της πόρτας ο Φαίδωνας. Και αμέσως μετά τον έπιασε κρύος ιδρώτας καθώς θυμήθηκε την κίνηση του Φαίδωνα την ώρα που έβαζε το πιστόλι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του και ακουμπούσε τα δερμάτινα γάντια από πάνω.
«Την σκότωσες!» του είχε πει ο Φαίδωνας και πλέον αυτό αντηχούσε στ' αφτιά του ξανά και ξανά: «Την σκότωσες! Την σκότωσες! Την σκότωσες!».
— «Κάνετε λάθος», ούρλιαξε, «δεν την σκότωσα εγώ!»
— «Ποια;»
— «Την Μαριάνθη… δεν την σκότωσα εγώ…»
— «Ηρέμησε, θα μας τα πεις όλα στο τμήμα».
Ο Φαίδωνας σταμάτησε σε ένα ψιλικατζίδικο και παρακάλεσε τον υπάλληλο να κάνει ένα τηλέφωνο.
— «Μου κλέψανε το κινητό», δικαιολογήθηκε.
Η αλήθεια είναι ότι το είχε αφήσει στην εταιρεία για να μην καταγραφούν οι κινήσεις του και για να φαίνεται ότι δεν έχει φύγει καθόλου από εκεί. Ο υπάλληλος του έδωσε το κινητό του κάπως απρόθυμα. Ο Φαίδωνας κοίταξε την ώρα στην οθόνη: 19:51. Έπειτα πήρε έναν αριθμό στα γρήγορα. Μια γυναικεία φωνή απάντησε σχεδόν αμέσως.
— «Ναι;»
— «Όλα καλά».
Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
— «Πήγα να πεθάνω από την αγωνία μου», του είπε.
— «Έρχομαι».
— «Σε περιμένω».
Έκλεισε το τηλέφωνο και το έδωσε πίσω στον υπάλληλο ευχαριστώντας τον. Βγήκε στον δρόμο και ανέβηκε στη μηχανή. Πάτησε το γκάζι και αμέσως το μετάνιωσε. Μείωσε την ταχύτητα κάτω από το όριο. Δεν ήθελε να τον πιάσουν για κάποια παράβαση την ώρα που υποτίθεται ότι βρισκόταν στην εταιρεία. Γιατί εκεί είχε μίτινγκ από τις έξι με την Αριάδνη, την σύζυγο του Αργύρη, την ερωμένη του, που ήταν έτοιμη να ορκιστεί ότι την ώρα του φόνου ο Φαίδωνας βρισκόταν μαζί της στην εταιρεία.
Η Αριάδνη ήταν άλλωστε εκείνη που άρχισε να θεμελιώνει την ιδέα στο μυαλό του Φαίδωνα να ξεφορτωθούν και τα δύο τρυγόνια μ' έναν σμπάρο, κι έπειτα να χαρούν την ελευθερία τους για πάντα.
Πριν φύγει ο Αργύρης από το σπίτι, τον έβγαλε μια φωτογραφία και την έστειλε στον Φαίδωνα ώστε να προετοιμαστεί για να φοράει τα ίδια ρούχα. Δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα αυτό, ο Αργύρης δεν φορούσε ποτέ κάτι εξεζητημένο που έλειπε από την γκαρνταρόμπα του Φαίδωνα.
Όσο για το κερασάκι στην τούρτα, το κίνητρο που χρειαζόταν ο Αργύρης για να σκοτώσει την Μαριάνθη, είχαν φροντίσει, η Αριάδνη με τον Φαίδωνα, να το χτίζουν σιγά σιγά ανταλλάσσοντας, όποτε έβρισκαν την ευκαιρία, μέιλ από τους λογαριασμούς των συζύγων τους όπου φαινόταν ότι η Μαριάνθη ήθελε να αποκαλύψει τα πάντα για τη σχέση τους, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Αργύρη ο οποίος θα κινδύνευε να χάσει τη θέση του στο δικηγορικό γραφείο αλλά και την καθόλου αμελητέα περιουσία της Αριάδνης.
Μπορεί τα μέιλ να σβήνονταν αμέσως μετά την παραλαβή για να μην προλάβουν να τα δουν οι ενδιαφερόμενοι, όμως η αστυνομία θα μπορούσε εύκολα να ανακαλύψει τα ίχνη που άφησαν πίσω τους.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved, 2022
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Jacob Dhein