Σωκράτη Μπουζούκα
Ο Γκριγκόρι μετά από πολλές μέρες μαχών βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει στο εσωτερικό μιας πολυκατοικίας για να ηρεμήσει μαζί με τους συντρόφους του. Το κτήριο είχε πληγεί από τον εχθρό αλλά φαίνεται ότι οι ένοικοί του το είχαν εγκαταλείψει μέρες νωρίτερα. Σημάδια της γρήγορης φυγής των ενοίκων ήταν ορατά. Πόρτες διαμερισμάτων ανοιγμένες, πράγματα πεταμένα εδώ και εκεί...
Ο πόλεμος μαίνονταν εδώ και ενάμιση μήνα και το σώμα του ήθελε λίγες στιγμές ξεκούρασης. Ο αέρας στην πόλη μύριζε μπαρούτι και φωτιά. Οι ζωές όλων είχαν αλλάξει ριζικά το τελευταίο διάστημα. Έκλεισε τα μάτια του και πίστευε ότι σύντομα θα ξυπνούσε πίσω στο σπίτι του και θα δραπέτευε από τον εφιάλτη που ζούσε τον τελευταίο καιρό. Κάποιες φορές ένας ξαφνικός ήχος που έσπαζε την ησυχία έκανε αυτόν και τους συμπολεμιστές του να πετάγονται επάνω έτοιμοι να πατήσουν τη σκανδάλη. Μήπως εχθρικές δυνάμεις κατάφεραν να παρεισφρήσουν στην πόλη σπάζοντας την άμυνα της πολιτοφυλακής; Ήταν ένα μικρό εγκαταλελειμμένο σκυλάκι. Τι να συνέβη άραγε στους ιδιοκτήτες του; Ζούνε σε κάποιο καταφύγιο ή να έχουν καταφέρει να περάσουν τα σύνορα σε κάποια γειτονική χώρα; Ή έχουν σκοτωθεί σε κάποια από τις επιθέσεις του εχθρού, που σφυροκοπά την πόλη τους εδώ και μέρες; Αφού λύθηκε το μυστήριο του ήχου ξανακάθισε αυτός και οι υπόλοιποι της ομάδας του ξανά κάτω στο κρύο πάτωμα. Έπρεπε να ξεκουραστούν γιατί ο πόλεμος θα κρατούσε αρκετό καιρό. Η Ευρώπη και η Αμερική απλά παρακολουθούσαν τα γεγονότα χωρίς να κάνουν κάποια ουσιαστική ενέργεια να σταματήσουν αυτή την εισβολή.
Πόσο του έλειπε η καθημερινή ρουτίνα της προηγούμενης ζωής του! Του έλειπε η κίνηση στον δρόμο όταν πήγαινε στη δουλειά του με το αυτοκίνητο. Του έλειπαν οι συνάδελφοί του με τους οποίους είχε καιρό να μιλήσει. Άραγε ήταν όλοι τους καλά; Ζούσαν όλοι τους; Τελευταία φορά τους είχε δει στην πρόχειρη εκπαίδευση στα όπλα όταν εντάχθηκαν στην πολιτοφυλακή. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να τους αποχαιρετήσει. Είχαν ενταχθεί σε διάφορες ομάδες, που η κάθε μία είχε διαφορετικό τομέα της πόλης να προστατέψει. Ακόμα και τον αντιπαθητικό και δύστροπο διευθυντή του σχολείου πεθύμησε. Του έλειψαν οι κόντρες τους και οι εντάσεις τους. Πόσο επιθυμούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα και να είχαν άλλη μια μέρα «φασαρίας» μεταξύ τους! Οι μαθητές του είχαν καταφέρει να σωθούν από αυτή την τρέλα; Η δική του οικογένεια ευτυχώς είχε φύγει από τη χώρα, και βρίσκονταν πια στην Πολωνία, ασφαλής.
Πήρε μια ανάσα και προσπάθησε να σπρώξει μακρυά τις σκέψεις του. Έπρεπε να ηρεμήσει και να ανακτήσει τις δυνάμεις του γιατί η χώρα του και οι συμπολεμιστές του τον χρειάζονταν. Θα τα κατάφερναν να επιζήσουν; Θα κατάφερναν να ξαναχτίσουν ό,τι ο πόλεμος κατέστρεψε; Θα επιζούσε ο ίδιος από αυτή την τρέλα; Και αν επιζούσε θα ήταν αρτιμελής ή ανάπηρος πολέμου; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η ψυχή του θα ήταν γεμάτη πληγές και τραύματα, που δύσκολα θα επουλώνονταν. Θα υπήρχε μια γενιά που θα μισούσε οτιδήποτε θα έχει σχέση με τους εισβολείς. Και αυτό το μίσος μένει για πολλές γενιές και αργεί να χαθεί· αν χαθεί ποτέ αυτό το δηλητήριο το οποίο θα κυκλοφορεί στο αίμα του έθνους του για καιρό. Και το μίσος δεν χτίζει γέφυρες ειρήνης.
Μια λέξη τού τρυπούσε το μυαλό εδώ και καιρό. Πόλεμος. Αυτή τη λέξη, που απλά την έλεγε στο παρελθόν στο μάθημα ιστορίας, που έκανε στο σχολείο που δούλευε. Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, Εμφύλιος Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος και άλλοι. Μια λέξη, που απλά όσο τρομακτική και αν ακούγονταν αναφέρονταν σε μακρινές εποχές ή σε περιοχές του κόσμου μακριά από την πατρίδα του. Δεν πίστευε ότι θα ζούσε ένα τέτοιο κακό. Ούτε περνούσε από το μυαλό του ότι αυτή η ανθρώπινη μάστιγα θα χτυπούσε την πόρτα της πατρίδας του. Τις μόνες εικόνες που είχε για τον πόλεμο μέχρι να γίνει ο εφιάλτης πραγματικότητα ήταν από ταινίες και ντοκιμαντέρ.
Οι ηγέτες του εχθρού πιστεύουν ότι κλέβοντας μερικά χιλιόμετρα γης από την πατρίδα του θα γίνει η δική τους χώρα μεγάλη και τρανή. Κανένας ηγέτης ποτέ δεν έμαθε το μάθημά του. Για να γίνει μια χώρα μεγάλη θα πρέπει να έχει τους πολίτες της χαρούμενους. Αντί να κάνουν πόλεμο με τους γείτονες καλό θα ήταν να κηρύξουν τον πόλεμο στην φτώχεια, στη μισαλλοδοξία, στην ανεργία και στις ασθένειες. Η πρόσφατη πανδημία δεν τους έκανε τελικά σοφότερους. Για να γίνει η χώρα τους και η κάθε χώρα ζηλευτή θα πρέπει να καλλιεργήσει τις τέχνες και τα γράμματα και όχι να ξοδεύει χρήματα σε εξοπλισμούς. Όλα αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τους μαθητευόμενους «αυτοκράτορες».
Αυτή η κατάσταση έκανε αυτόν και τους συμπολίτες του φονιάδες. Ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι θα έβαφαν τα χέρια τους με ανθρώπινο αίμα. Ακόμα και αν αυτόν που θα σκότωναν ήταν ο εισβολέας. Η ιστορία του Κάιν και του Άβελ διαδραματίζονταν για άλλη μια φορά. Αν δεν ήταν ο πόλεμος, ο αντίπαλος θα ήταν κάποιος συνάδελφος, κάποιος πατέρας ή γιος. Όμως η κατάσταση μετέτρεψε τον εχθρό, στα μάτια των συμπατριωτών του, σε αιμοβόρο τέρας.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο κρότος από τις εκρήξεις. Ο αντίπαλος προσπαθούσε με το πυροβολικό να σπάσει την άμυνα της πόλης. Παρά τη σθεναρή αντίσταση οι δυνάμεις των υπερασπιστών λιγόστευαν. Το φαγητό τελείωνε και το νερό ελάχιστο. Το στομάχι του διαμαρτύρονταν εδώ και ώρες ότι ήθελε φαγητό. Οι προμήθειες τούς είχαν τελειώσει πριν λίγες ώρες όταν πραγματοποίησαν μια επίθεση αστραπή στον εχθρό, που ήταν προ των πυλών χτες βράδυ. Είχαν φέρει γερό πλήγμα στον αντίπαλο, ο οποίος θα χτυπούσε σύντομα λυσσασμένα για αντεκδίκηση.
Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν ακούστηκαν εκρήξεις ενώ οι σειρήνες ήχησαν σε όλη την Μαριούπολη. Η επίθεση μόλις είχε ξεκινήσει. Σηκώθηκε αμέσως, έκανε τον σταυρό του και αμέσως ξεκίνησε για το καθήκον του. Ο Θεός να βοηθούσε για να πάψει αυτό το κακό. Ιδίως τώρα που πλησίαζε το Πάσχα. Προς το παρόν εύχονταν η επόμενη μέρα να τον έβρισκε ζωντανό και σύντομα αυτή η τρέλα να σταματούσε. Να επικρατούσε η λογική, να επέστρεφε η ειρήνη και όσο για τον εχθρό να εξαφανίζονταν μια για πάντα από τα εδάφη της πατρίδας του.
Copyright © Σωκράτης Μπουζούκας All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Βιβής Ανδρονικίδου