Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το πρόσωπο του πολέμου

Dimitra Papanastasopoulou

Percy Wyndham Lewis (War Factory)

Η νεαρή Αντιγόνη πετάχτηκε από το κρεβάτι της στον ήχο της καμπάνας που σήμαινε κίνδυνο και της σάλπιγγας που ανήγγειλε το επείγον της συνάθροισης όλων. Η όποια βαρυθυμία ξεχάστηκε παρευθύς, καθώς οι καρδιές βροντούσαν και τα χέρια κράδαιναν τα όπλα. Η απειρία των περισσοτέρων δεν διέκρινε την ουσιαστική απουσία ικανών και έμπειρων αρχηγών, την ανυπαρξία ενός σχεδίου και ο καθένας έτρεχε όπου θεωρούσε πως έπρεπε να πάει. Ο Μπασδέκης καλούσε τους εθελοντές, αλλά δεν γνώριζε τις θέσεις του εχθρού ούτε τον τρόπο οργάνωσης της δικής τους άμυνας, οι Γαρέφης και Πλατούτσας δεν αρκούσαν, και τελικά γύρω στους διακόσιους άνδρες όδευσαν προς το Τύμπανο και τον Σαρακηνό.
Η αντρειωμένη φωνή της Μαργαρίτας Μαλιάφα, ανιψιάς του Ζήσιμου Μπασδέκη, ξεχώρισε, καλώντας τις γυναίκες και τα παιδιά γύρω της. Η Αντιγόνη βρέθηκε κοντά της, έτοιμη να πάρει το βάπτισμα του πυρός, με την παιδική και αθώα καρδιά της να χτυπά δυνατά και τα μάτια της ν' αστράφτουν, μετρώντας γύρω της εβδομήντα κεφάλια. Η Μαργαρίτα χώρισε τις γυναίκες και τα παιδιά σε ομάδες και ξεκίνησαν για τον Σαρακηνό, ακολουθώντας όσους οπλισμένους Έλληνες επαναστάτες πήγαιναν προς τα κει, με σκοπό να φτιάξουν έστω ένα πρόχειρο οχύρωμα. Οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει, η μάχη άρχισε, αλλά οι γυναίκες και τα παιδιά εργάζονταν ακατάπαυστα, αψηφώντας τον θάνατο που σφύριζε επικίνδυνα γύρω τους, και συνέχισαν μέχρι το βράδυ κουβαλώντας πολεμοφόδια, νερό και λάδι για τα όπλα των αγωνιζόμενων, εμψυχώνοντάς τους με την τόλμη και την αυταπάρνησή τους, με την απλή παρουσία τους.
Η γενναιοψυχία των επαναστατών, σε συνδυασμό με τον αυθόρμητο ακροβολισμό τους γύρω από τον πολυάριθμο εχθρικό στρατό και την ευστοχία των ελληνικών πυρών, έσωσαν την κατάσταση. Ο ερχομός της νύχτας σήμανε και τη λήξη των εχθροπραξιών, με τη νίκη να γέρνει προς το μέρος των Ελλήνων.

Το πρώτο αίμα έπεσε στο χιόνι, αφαιρώντας τη ζωή δύο εθελοντών φοιτητών, μετατρέποντάς τους σε ήρωες και παράδειγμα προς μίμηση. Οι νεκροί ήταν είκοσι επτά ενώ ο εχθρός μέτρησε μερικές εκατοντάδες, ζημιά σοβαρή που είχε ως συνέπεια να ζητήσει συνθηκολόγηση. Ο όρος, που έγινε δεκτός, ήταν να αναχωρήσουν οι επαναστάτες οπλαρχηγοί από τη Μακρινίτσα και οι Τούρκοι υποσχέθηκαν να μην εισέλθουν σε κανένα από τα γύρω χωριά του Πηλίου. Οι επαναστάτες έφυγαν για την Ζαγορά μέσα στη νύχτα, το χιόνι και τον πάγο, ενώ οι Τούρκοι όδευαν για τον Βόλο, παίρνοντας μαζί τους δέκα ημίγυμνους νεκρούς Έλληνες με σπασμένες κεφαλές, δύο τραυματίες, τέσσερα πέντε όπλα κι ένα κομμάτι υποκαμίσου, πάνω στο οποίο χάραξαν με κάρβουνο έναν σταυρό, θέλοντας να το κάνουν να μοιάζει με λάβαρο –να φαίνεται ότι εκείνοι νίκησαν.
Στο χωριό επικράτησε απόλυτη ησυχία, οι μπαρουτοκαπνισμένοι χωρικοί κλείστηκαν στα σπίτια τους για να ξαποστάσουν ευχαριστημένοι. Την επομένη το βράδυ, μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά της εστίας του σπιτιού τους, ο πατέρας και ο παππούς της Αντιγόνης, αφού την φίλησαν σταυρωτά, την παίνεψαν για τη συμμετοχή της στη μάχη, έχοντας μάθει τα κατορθώματα όλων των γυναικών.
«Οι νεκροί παραδόθηκαν σήμερα στην ελληνική κοινότητα του Βόλου και τους έθαψαν, λέει, οι δικοί μας σ' έναν τάφο όλους μαζί. Ο Καρτάλης είπε ότι στην κηδεία παρευρέθηκε και ο πρόξενος της Ιταλίας Μπόρελ», ακούστηκε να λέει ο Γιώργης, ο πατέρας της Αντιγόνης, καθώς έπινε λίγο κρασί.
«Ας αναπαυθεί η ψυχή τους», μουρμούρισε ο παππούς. «Λένε ότι αυτός ο Άγγλος αγαπά τον τόπο μας. Κι εσύ, Αντιγόνη, μάθε ότι οι Έλληνες εδώ και αιώνες μάχονται έχοντας πάντα ν' αντιμετωπίσουν περισσότερους εχθρούς, με μόνο βοηθό την εξυπνάδα και τις ικανότητές τους. Οι Τούρκοι τυφλώνονται από τη θρησκομανία τους, ονειρεύονται τα λάφυρα, επιτίθενται ακάθεκτοι περιφρονώντας τον εχθρό, αλλά στην πρώτη αποτυχία κάνουν πίσω. Και τότε, κανένα βούνευρο δεν είναι ικανό να τους επαναφέρει, κανένα σπαθί που το κραδαίνουν πάνω από την κεφαλή τους, έτοιμο να τους την αφαιρέσει. Έλα, πιες κι εσύ μια γουλιά κρασί, το δικαιούσαι και με το παραπάνω».
Η Αντιγόνη πλησίασε, πήρε την κούπα του παππού και ήπιε μια μεγάλη γουλιά, σκουπίζοντας το στόμα της με το μανίκι του πουκαμίσου της, όπως έβλεπε να κάνουν οι δυο της αφέντες και προστάτες. Καμάρωνε και ήταν πολύ ευχαριστημένη που η ευκαιρία είχε δοθεί –είχε πάρει μέρος στον αγώνα, δίπλα στην ατρόμητη Μαργαρίτα. Δεν είχε ιδέα πως πίσω από την απαστράπτουσα ιδέα της Ελευθερίας, ο πόλεμος φέρνει πολλά δεινά και πολύ, αβάσταχτο πόνο.

Παρά το γεγονός ότι οι οπλαρχηγοί είχαν γνώση της έλευσης του Χόμπαρτ Πασά και του πολυάριθμου στρατού που είχε αποβιβάσει στον Βόλο, παρά την άρνησή τους να συνάψουν ειρήνη μαζί του και να υποταχθούν, κάτι που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την επίθεση των Τούρκων εναντίον τους, στη Μακρινίτσα, κανένα σχέδιο δεν εκπονήθηκε, κανείς δεν φαινόταν ν' απασχολείται για την επικείμενη άνιση μάχη. Συνέχισαν τη ζωή τους, μένοντας εγκληματικά αδρανείς.
Η θέα των Τούρκων να λαμβάνουν τις θέσεις τους ανενόχλητοι και να καταλαμβάνουν την μία μετά την άλλη τις θέσεις-κλειδιά πριν τη Μακρινίτσα, έφερε σύγχυση και φιλονικίες για την αρχηγία. Ο Χόμπαρτ Πασάς έκανε άλλη μια προσπάθεια αποφυγής της σύρραξης και κάμποσοι οπλαρχηγοί θέλησαν να την σκεφτούν, εγείροντας θύελλα διχογνωμιών. Η κάθε πλευρά παρουσίαζε τις θέσεις της, άκρη δεν έβγαινε και οι ώρες περνούσαν. Ένας αγγελιαφόρος έφθασε λαχανιασμένος με φοβερά νέα από το χωριό Κανάλια.
«Οι Τούρκοι, σύντροφοι, σφάζουν τα παιδιά και τις γυναίκες... όρμησαν σαν τσακάλια...»
Πάγωσαν όλοι, εγκαταλείποντας κάθε σχέδιο συνεννόησης με τους Τούρκους, εκκινώντας και πάλι μιαν ατέλειωτη αντιπαράθεση. Οι απλοί χωρικοί, ακούγοντας για τις σφαγές και βλέποντας τους οπλαρχηγούς να εξακολουθούν να διαφωνούν έντονα, κάποιους από αυτούς να αποχωρούν, ένιωσαν να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, να βεβαιώνονται ώρα με την ώρα ότι θα αντιμετώπιζαν κι εκείνοι το μένος των Τούρκων, όπως είχε συμβεί με τους Καναλιώτες. Και αποφάσισαν σιωπηρά να διώξουν τα παιδιά και τις γυναίκες από το χωριό, όσοι μπορούσαν, και να μείνουν εκείνοι να το υπερασπισθούν με τις μικρές τους δυνάμεις, προσευχόμενοι να δείξει ο Μεγαλοδύναμος το αμέτρητο έλεός του στον άτυχο τόπο τους.

Η Αντιγόνη πήρε λίγες προμήθειες και κατηφόρισε με τον πατέρα της προς το κλειστό βυρσοδεψείο τους, στην συνοικία Κουκουράβα. Εκείνος, ανάβοντας ένα κερί, την οδήγησε στο παρατημένο υπόγειο από την καταπακτή. Άφησε κάτω τις κουβέρτες, που κουβαλούσε, και τη φίλησε απαλά στο παγωμένο μάγουλο.
«Σου αφήνω μπόλικα κεριά και σπίρτα. Αν δεν φανώ εγώ ή ο πάππος σου και δεν έχεις άλλο νερό ή ψωμί, θ' ανοίξεις αυτό το πορτάκι», έδειξε με το χέρι του ένα μικρό και κοντό παραπόρτι, «και θα πάρεις το μονοπάτι προς το χωριό. Όχι νωρίτερα. Σύμφωνοι;»
Το κορίτσι ένευσε σοβαρό παίρνοντας στα χέρια του το αναμμένο κερί και φωτίζοντας ένα γύρο. Δεν θυμόταν από πότε είχε να κατεβεί εκεί κάτω, αν το είχε κάνει ποτέ. Ο χώρος ήταν υγρός και βρόμικος, κάποια αντικείμενα ξεχασμένα από τον χρόνο κείτονταν εδώ κι κει, όλα άχρηστα και σκονισμένα, δίνοντας την εντύπωση της απουσίας κάθε ζωής. Ανατρίχιασε, αν και φορούσε το μακρύ μαύρο γιλέκο με την γούνινη επένδυση. Ύστερα, παρακολούθησε σιωπηλό τον πατέρα του ν' ανεβαίνει τα τελευταία στενά σκαλοπάτια, να χάνεται από τα μάτια του και μαζί μ' εκείνον όσο φως ερχόταν από το ισόγειο εργαστήριο με τα μηχανήματα και τα δέρματα. Μια χαραμάδα ανάμεσα στα δύο ξύλα της μικρής πόρτας άφηνε να εισχωρεί λίγο αδύναμο φως, ίσα να νιώθει ότι έμπαινε λίγο οξυγόνο, ότι δεν ήταν θαμμένο κάτω από τη γη.
Ο Γιώργης Δίτσιας κάλυψε την καταπακτή με ένα μακρόστενο κιλίμι, τράβηξε έναν πάγκο από πάνω της, πέταξε πάνω του μερικά δέρματα και έσυρε δυο καρέκλες κοντά στο επίμαχο σημείο. Το κιλίμι δεν ήταν πλέον ορατό και, ευχαριστημένος, βγήκε από το πέτρινο κτήριο. Στη συνέχεια, έσυρε την αμπάρα και κλείδωσε το μεγάλο λουκέτο, να φαίνεται ότι δεν είναι κανείς μέσα, βάζοντας το κλειδί σ' ένα σημείο γνωστό μόνον σ' εκείνον, στον πατέρα και τη μονάκριβη θυγατέρα του. Έκανε ένα μικρό γύρο και πήγε στο παραπόρτι του υπογείου, ελάχιστα ορατό σ' εκείνο το σημείο λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους και στοίβαξε κλαδιά για να το κρύψει εντελώς, αλλά να μην εμποδίσει την Αντιγόνη να τα σπρώξει, αν χρειαζόταν να βγει από εκεί.
Ικανοποιημένος, έριξε ένα βλέμμα τριγύρω, άκουσε τον παφλασμό του νερού πιο κάτω, άφησε έναν αναστεναγμό κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στο κέντρο του χωριού, μήπως και μάθαινε σε ποιο σημείο θα πήγαινε την επομένη να πολεμήσει.
Μια τεράστια νοσταλγία τον κυρίεψε κι αντί να φύγει, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι απέναντι από την είσοδο του βυρσοδεψείου, αδιαφορώντας για τον κρύο αέρα που φυσούσε. Πέντε χρόνια είχαν περάσει από όταν έθαψε τη γυναίκα του κι έλαχε στον ίδιο και τον πατέρα του να αναθρέψουν την κόρη του. Χωρίς διάδοχο έμεινε, χωρίς συνεχιστή για τη δουλειά του. Κάποιο ξένο παιδί, ένα από εκείνα που τους βοηθούσαν, θα καρπωνόταν μετά από χρόνια τους κόπους του.
Χτύπησε την παλάμη του στο δεξί του χέρι και σηκώθηκε απότομα.
«Τι κάθεσαι και συλλογάσαι, Γιώργη; Μη και γνωρίζεις αν θα ζήσεις ή θ' αποθάνεις αύριο;»
Βάλθηκε να βαδίζει με μεγάλες δρασκελιές σαν να τον κυνηγούσαν, προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις τις παράταιρες, να πάρει θάρρος. Είχε να πολεμήσει πάλι, όπως τον προηγούμενο μήνα, με τον Τούρκο.

Η Αντιγόνη έμεινε ολομόναχη στο υγρό υπόγειο, υποταγμένη από την πρώτη στιγμή στις αποφάσεις του πατέρα και του παππού της. Ήταν πολύ μικρή για να εναντιωθεί, το ήξερε καλά. Κι έπρεπε να είναι ευχαριστημένη με την ευκαιρία του προηγούμενου μήνα, να αρκεσθεί σ' αυτό και να σκύψει τώρα, όπως κι έκανε, το κεφάλι της.
Κοιτώντας γύρω της, επέλεξε το σημείο όπου θα κοιμόταν, μετέφερε ως εκεί τις κουβέρτες, τις έστρωσε, πήρε κοντά της το κερί και τα σπίρτα, ξάπλωσε και το έσβησε για οικονομία. Γνώριζε ότι ως το πρωί που θ' άρχιζε η μάχη δεν θα συνέβαινε τίποτε, επομένως ήταν ευκαιρία να κοιμηθεί. Το σκοτάδι που έπεσε γρήγορα δεν την τρόμαζε, κι έκλεισε τα μάτια της.
Ξύπνησε το πρωί από τον κρότο των όπλων που αντηχούσε στις πλαγιές. Άφησε πρώτα τα μάτια της να συνηθίσουν στο λίγο φως, που τρύπωνε από τη χαραμάδα της πόρτας, και μετά σηκώθηκε, έφαγε λίγο τυρόψωμο, ήπιε νερό κι έμεινε καθιστή να προσπαθεί να μαντέψει πού γίνονταν η μάχη, ποιος χτυπούσε, ποιος νικούσε.
Ένα πικρό χαμόγελο άνθισε στο παιδικό της πρόσωπο. Μόνο η Μαργαρίτα θα πολεμούσε ίσα κι όμοια με τους άνδρες. Θα γλίτωνε, άραγε, για να διηγηθεί όσα θα ζούσε τούτη τη μέρα; Θα γλίτωναν ο πατέρας και ο παππούς; Αν όχι, τι θα έκανε η ίδια, ποιος θα τη βοηθούσε να συνεχίσει τη σκληρή ζωή που την περίμενε;
Όλα θα πάνε καλά, Αντιγόνη, μη φοβάσαι, θα μείνουν ζωντανοί, ο πατέρας θα έρθει μόλις τελειώσει η μάχη να σε βγάλει από δω μέσα, θα δεις ξανά τις φιλενάδες σου, θ' ακούσεις τη Μαργαρίτα... σκεφτόταν, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι η ζωή θα συνεχιζόταν ομαλά.
Η ημέρα κύλησε, κάποια στιγμή επικράτησε ησυχία, αλλά το κορίτσι αδυνατούσε να υπολογίσει πόσες ώρες είχαν περάσει. Μόνο όταν επικράτησε και πάλι το σκοτάδι κι άναψε το κερί, κατάλαβε ότι, έστω προσωρινά, ο πόλεμος είχε σταματήσει.
Αύριο πάλι, σκέφτηκε, έχοντας στον νου της την προηγούμενη αναμέτρηση που είχε κρατήσει τρεις μέρες, αγνοώντας ότι τίποτε δεν είναι όμοιο με κάτι άλλο, ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες, ότι η μάχη και η νίκη του εχθρού είχε κιόλας κριθεί.
Ησυχασμένη, έγυρε να κοιμηθεί.
Ανθρώπινα ουρλιαχτά, απόκοσμες γυναικείες και παιδικές φωνές, την ξύπνησαν απότομα. Τρομαγμένη, αντιλαμβανόμενη ότι ο κίνδυνος ήταν κοντά, πήρε τις κουβέρτες, τα κεριά και το φαγητό της και κουλουριάστηκε σε μια γωνία, μακριά από τη χαραμάδα και τη στενή σκάλα της καταπακτής, πίσω από δυο παμπάλαια άδεια βαρέλια. Μόλις που ανάσαινε, ακούγοντας την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή και νιώθοντας τον φόβο να παραλύει τα μέλη της.
Έμεινε ακίνητη ώρες, ώσπου μια σιωπή απειλητική και σκοτεινή τύλιξε τον τόπο. Η Αντιγόνη δεν τολμούσε να κινηθεί. Αποφάσισε να μείνει εκεί, να κοιμηθεί κι αυτή τη νύχτα στο υπόγειο, να βεβαιωθεί ότι όλα είχαν τελειώσει.
Ο πατέρας είπε να μη φύγω πριν μου τελειώσει η τροφή και το νερό, συλλογίστηκε. Κι αυτό δεν έγινε ακόμη. Μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή.
Η νύχτα ήταν ατέλειωτη και ο ύπνος της ταραγμένος και διακοπτόμενος από την αγωνία που την κατέτρυχε. Ως τότε η Αντιγόνη δεν είχε νιώσει κανένα προαίσθημα και δεν ήταν δυνατό να βρει απαντήσεις για το αβάσταχτο βάρος της καρδιάς, τη λύπη και την ολοένα αυξανόμενη ανησυχία, που την καταρράκωναν.

Η Αντιγόνη έπληττε κλεισμένη και ακινητοποιημένη μέσα στο μικρό υπόγειο, εκείνη που ανεβοκατέβαινε στο χωριό κάθε λίγο, με χίλιες δικαιολογίες, διανύοντας ως το τέλος της μέρας αρκετά χιλιόμετρα. Και τροφή είχε και νερό είχε και κεριά είχε. Αλλά δεν είχε έναν άνθρωπο να μιλήσει, της έλειπε ο αέρας, η φύση, ο ήχος του χειμάρρου. Είχαν περάσει τέσσερις νύχτες, ενώ οι θόρυβοι του πολέμου δεν είχαν ακουστεί τις τελευταίες δύο.
Σκέφτηκε την πιθανή τιμωρία της, έκανε μια γκριμάτσα αδιαφορίας κι αποφάσισε να βγει από το παραπόρτι. Σηκώθηκε, έσπρωξε δυνατά το ξύλινο πορτάκι κι εκείνο υποχώρησε αφήνοντας έναν παραπονεμένο ήχο. Καθώς δεν το χρησιμοποιούσαν, οι μεντεσέδες του είχαν σκουριάσει, τα ξύλα είχαν πιτσικάρει. Το φως, αν και δεν είχε ήλιο, την υποχρέωσε να κλείσει για λίγο τα μάτια. Όταν το συνήθισε, έσπρωξε μαλακά τα κλαδιά που είχε βάλει ο πατέρας της, έκλεισε πρόχειρα και κατευθύνθηκε στον χείμαρρο κατεβαίνοντας το στενό μονοπάτι, τρέχοντας σαν σκύλος που τον άφησαν λυτό μετά από πολύωρη ακινησία.
Αν και το νερό ήταν παγωμένο, το κορίτσι έσκυψε, βούτηξε τα χέρια του κι έβρεξε μετά το πρόσωπό του, σκουπίζοντάς τα στη συνέχεια στην ήδη λερωμένη ποδιά της. Χοροπηδώντας, πήρε τον ανήφορο για το σπίτι. Όσο ανέβαινε, τόση καταστροφή αντίκριζαν τα μάτια της. Αλλού έλειπαν τα τζάμια από τα παράθυρα, αλλού δεν υπήρχαν πόρτες, οι φράχτες είχαν τα χάλια τους, οι κήποι είχαν ισοπεδωθεί. Το τρέξιμο μεταβλήθηκε σε αργό περπάτημα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, το μυαλό έπαιρνε άσχημες, πολύ άσχημες στροφές και ο φόβος μέσα της άρχισε να θεριεύει απειλητικά.
Η σπασμένη εξώπορτα του πατρικού σπιτιού την τρόμαξε και πισωπάτησε, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές γύρω της. Μια γειτόνισσα φάνηκε και τη φώναξε να πάει κοντά της. Η Αντιγόνη δεν περίμενε δεύτερο κάλεσμα.
«Πού ήσουν, Αντιγόνη; Μας κατατρόμαξες όλους, δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε...»
«Τι έγινε, κυρά-Ματίνα; Είδες τον πατέρα ή τον παππού μου;» ρώτησε απανωτά, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση της γυναίκας.
«Αχ, έρμο παιδάκι μου... Σε μένα έλαχε να σου πω... Έλα μέσα στο σπίτι μου, να σου δώκω λίγο γάλα. Πεινάς; Δε μου είπες πού ήσουν».
Η Αντιγόνη δέχτηκε τα σκληρά χέρια της Ματίνας στους ώμους της σαν βάλσαμο και την ακολούθησε μέσα στο σπίτι.
«Μ' έκρυψε ο πατέρας στο εργαστήρι, αλλά βαρέθηκα τόσες μέρες εκεί πέρα. Πρέπει να ψάξω να τον έβρω τώρα».
Με πόνο ψυχής και τα δάκρυα να τρέχουν, η Ματίνα διηγήθηκε τι συμφορά είχε πέσει στο χωριό. Εκείνη είχε χάσει τον μικρό της γιο και τον άντρα της, ενώ ο μεγάλος ήταν με τους οπλαρχηγούς, μάλλον στη Ζαγορά. Όσο για την ίδια, μόνον ο Θεός ήξερε πώς σώθηκε. Το πέρασμα των Τούρκων από το σπίτι της είχε στοιχίσει κάμποσα κατεστραμμένα έπιπλα και όλα τα μικρά της στολίδια. Ως και το καντήλι είχαν σπάσει οι σατανάδες. Ύστερα, κάνοντας κουράγιο, ενημέρωσε την Αντιγόνη για τον θάνατο των δικών της.
Τα μάτια του κοριτσιού έγιναν δυο στρογγυλές και σκοτεινές λίμνες, δεν μπορούσε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη, να ρωτήσει για τις λεπτομέρειες που τη βασάνιζαν, ενώ μια ερώτηση επικρατούσε στο σαλεμένο μυαλό της και την παρέλυε: εγώ τι θ' απογίνω τώρα;
Η Ματίνα την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Μη στενοχωριέσαι. Μπορείς να μείνεις εδώ μαζί μου, να συμμαζέψουμε μαζί το σπιτικό σου όταν νιώσεις δυνατή και όταν με το καλό επιστρέψει ο γιος μου, θα σκεφτούμε όλοι μαζί για το εργαστήρι του μακαρίτη του πατέρα σου».
«Σ' ευχαριστώ κυρά-Ματίνα. Θέλω να πάω να βρω τη Μαργαρίτα. Όταν γυρίσω θα σε φωνάξω, να μπούμε μαζί στο σπίτι, δεν μπορώ μονάχη».
«Να πας, κορίτσι μου. Εγώ θα μαγειρέψω κάτι να φάμε στο μεταξύ. Ύστερα, έχει ο Θεός».

Η συνάντηση με τη Μαργαρίτα και η εξιστόρηση όσων έγιναν, μαζί με την απαρίθμηση των νεκρών, μάτωσαν ακόμη περισσότερο την παιδική καρδιά της Αντιγόνης, την προσγείωσαν απότομα στη ζωή των ενηλίκων, των ατελείωτων υποχρεώσεων, του τέλους των ονείρων. Όσα σκεφτόταν μέχρι πριν λίγες μέρες για τον πόλεμο και τη νίκη, καίγονταν και γίνονταν στάχτη σαν μικρά κλαράκια στη δυνατή φωτιά, διαπιστώνοντας το σκληρότατο πρόσωπο του πολέμου, τον θάνατο να πανηγυρίζει φορτώνοντας το κάρο του με τους αγαπημένους όλων.
Δεν είχε διάθεση να ρωτήσει τη φίλη της γιατί έγιναν όλα αυτά, γιατί η συμφορά διέλυσε το χωριό. Η παιδική της καρδιά είχε λαβωθεί βαθιά, η αγωνία για τη συνέχιση της ζωής της είχε πάρει απειλητικές διαστάσεις στο μυαλό της και δεν αντιλαμβανόταν πώς η Μαργαρίτα εξακολουθούσε να μιλά με ενθουσιασμό για επόμενες μάχες. Ποιος θα απέμεινε στο τέλος για να πολεμά, ποιον και γιατί;


Copyright © Δήμητρα Παπαναστασοπούλου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Percy Wyndham Lewis (War Factory)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα