Ο Οντιλόν Ρεντόν (Odilon Redon), πραγματικό όνομα Μπερτράν Ρεντόν, γεννήθηκε το 1840 στο Μπορντώ της Γαλλίας, σε ευκατάστατη οικογένεια. Το παρατσούκλι Οντιλόν, το πήρε από το επώνυμο της κρεολής μητέρας του, Οντίλ. Ο πατέρας του είχε κάνει περιουσία στο εμπόριο σκλάβων στη Λουιζιάνα την δεκαετία του 1830. Από το 1855 πήρε μαθήματα σχεδίου από τον ρομαντικό τοπιογράφο Στανισλάς Γκορέν. Το 1861, στο Παρίσι, ήθελε να κάνει σπουδές αρχιτεκτονικής και γλυπτικής αλλά απέτυχε. Στο Παρίσι μαθήτευσε στο εργαστήριο του ακαδημαϊκού Ζαν-Λεόν Ζερόμ, διδάχθηκε χαρακτική από τον Ροντόλφ Μπρεντέν, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή στο έργο του, και έμαθε λιθογραφία κοντά στον περίφημο Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Μετά όμως την εκδήλωση μιας κρίσης παράνοιας επέστρεψε στο γενέθλιο Μπορντώ και πήρε μαθήματα από έναν ντόπιο ακουαρελίστα και από τον χαράκτη Rodolphe Bresdin. Έγινε δεκτός για πρώτη φορά στο εκθεσιακό Παρισινό Σαλόν του 1867, στον τομέα της χαρακτικής. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία διακόπηκε το 1870, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο μέχρι το τέλος του, το 1871. Ανάμεσα στο 1879 και 1899 φιλοτέχνησε μονοχρωματικές συνθέσεις σε χαρτί, με κάρβουνο και παστέλ, και σειρές λιθογραφιών με πρωτοποριακό τρόπο, υποδείγματα για αρκετούς νεότερους καλλιτέχνες. Σε πολλές από αυτές τις λιθογραφίες εικονογραφούσε «σκοτεινά» λογοτεχνικά κείμενα των Baudelaire, Flaubert κ.α. Όπως και στα έργα τους, στόχος του ήταν η ερμηνευτική των ονείρων, το πνεύμα, που ανατέλλει στους παλμούς του μυστηρίου μέσα στην ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας. Ωστόσο συνέχισε να ζωγραφίζει σπουδές τοπίων και ανθογραφίες ελκυστικής ποιητικής ωραιότητας καθώς και πορτρέτα με παστέλ.
Το 1897 πουλήθηκε το πατρικό του σπίτι κοντά στο Μπορντώ και φάνηκε να απαλλάσσεται από τις πικρές αναμνήσεις του και τις πρώτες ασπρόμαυρες δημιουργίες του. Μετακόμισε στο Παρίσι οριστικά. Στο Παρίσι βέβαια στην αρχή της καριέρας του είχε ασχοληθεί εντατικά με λιθογραφίες και σχέδια με ξυλοκάρβουνο, που τα τιτλοφόρησε «Μαύρα» και τα εξέθεσε σε γκαλερί το 1881 προκαλώντας κατάπληξη στους φιλότεχνους. Από το 1884 εξέθετε πλέον τακτικά στο Σαλόν των Ανεξάρτητων. Άρχισε να κερδίζει την αναγνώριση όταν τα σχέδιά του αναφέρθηκαν σε μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν. Κατά τη δεκαετία του 1890 άρχισε να εργάζεται σε παστέλ και λάδια, τα οποία έγιναν γρήγορα το αγαπημένο του μέσο, εγκαταλείποντας εντελώς τον προηγούμενη «νουάρ» τεχνοτροπία του. Το χρώμα, που εμφανίστηκε στις γυναικείες φιγούρες του από το 1891, κυριάρχησε στα έργα του μετά το 1900. Ανέπτυξε επίσης έντονο ενδιαφέρον για την Ινδουιστική και Βουδιστική θρησκεία και πολιτισμό, που εμπλούτισε συνθετικά τη δουλειά του.
Στη δεκαετία του 1890 ξεκίνησε η μακρόχρονη φιλία του Ρεντόν με τον νεότερό του Πωλ Γκωγκέν. Η έντονη επιρροή από την έντονη χρωματολογία του, τον οδήγησε σε συνάντηση με τους νέους καλλιτέχνες της ομάδας των «Ναμπί», τους οποίους επηρέασε και επηρεάστηκε και ο ίδιος, αρχίζοντας να υιοθετεί τα «ιαπωνικά» μοτίβα τους, την εκφραστική χρήση του χρώματος και την έμφαση στη διακόσμηση.
Ο Ρεντόν χρησιμοποίησε την τέχνη του για να εκφράσει το προσωπικό του συναίσθημα ή αυτό που ονόμαζε «η κατάσταση της ψυχής του καλλιτέχνη». Στα έργα του κυριαρχούν στοιχειωμένα, φανταστικά και συχνά μακάβρια θέματα –προοιωνίζουν το σουρεαλιστικό κίνημα. Τα λάδια και τα παστέλ του, ιδιαίτερα οι νεκρές φύσεις με λουλούδια, κέρδισαν τον θαυμασμό του Ανρί Ματίς και άλλων νεωτεριστών ζωγράφων. Η αισθητική του, που αφορούσε περισσότερο την φαντασία παρά την άμεση οπτική αντίληψη, βρήκε πνευματικό καταλύτη στον στενό του φίλο, τον συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ. Ο Ρεντόν δημιούργησε περίπου 200 έργα, ξεκινώντας το 1879 με τις λιθογραφίες, που συλλογικά τιτλοφορούνται «Στο όνειρο». Ολοκλήρωσε μια άλλη σειρά (1882) αφιερωμένη στον Έντγκαρ Άλαν Πόε, ποιήματα του οποίου είχαν μεταφραστεί στα γαλλικά, με μεγάλη επιτυχία, από τον Μαλαρμέ και τον Σαρλ Μπωντλαίρ. Οι λιθογραφίες του Ρεντόν στα έργα του Πόε παραπέμπουν στον κόσμο του ιδιωτικού βασανισμού του ποιητή. Στους πίνακες με φτερωτούς δαίμονες και απειλητικά σχήματα πτώσης υπάρχει μια προφανής αναφορά στον Γκόγια, διατυπωμένη με το εικαστικό «Αφιέρωμα» σε αυτόν το 1885.
Το 1903 ο Ρεντόν τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Η δημοτικότητά του αυξήθηκε από το 1913, όταν ο κριτικός Αντρέ Μελεριό δημοσίευσε έναν κατάλογο χαρακτικών και λιθογραφιών του. Την ίδια χρονιά, έγινε αφιέρωμα στο έργο του στην Διεθνή Έκθεση Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και την Βοστώνη. Στην ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία (À soi-même) που δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, αναφέρεται στη σχέση του με την καλλιτεχνική κοινότητα και τις καλλιτεχνικές και πνευματικές φιλοδοξίες της εποχής του. Ο Ρεντόν πέθανε τον Ιούλιο του 1916 στο Παρίσι. Ο γιος του, που είχε στρατευθεί, δεν κατάφερε να φτάσει έγκαιρα από το μέτωπο.
Η προσωπική επαφή μου με τα ιδιότυπα έργα του Οντιλόν Ρεντόν άρχισε κατά την εκπαιδευτική παραμονή μου στο Παρίσι το 1981, όπου πρωτοείδα έργα του στα μεγάλα μουσεία και συγκινήθηκα άμεσα. Αν και η θεματογραφία του ανήκει περισσότερο στον κύκλο των συμβολιστών καλλιτεχνών, με εξέπληξε η ονειρική και φανταστική ελευθερία του, που όχι μόνο ήταν προδρομική των πρώιμων ιμπρεσιονιστών, αλλά σύμφυτη με εκφραστικές περιπτώσεις των σουρεαλιστών. Αυτή την αισθητική, εσωστρεφή μαγεία του θυμήθηκα και προσέγγισα αναλυτικά στην φοιτητική μου ομιλία για τις πρώιμες κατευθύνσεις της σύγχρονης τέχνης, στην τάξη της καθηγήτριάς μου, ιστορικού τέχνης, Pearl Ehrlich, στο πρωτοποριακό Παν/μιο «The New School» στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης τον Μάρτιο του 1985. Η επιλογή μου να αναλύσω τα έργα του, στην αγγλική γλώσσα βέβαια, παρά τις πολλές δυσκολίες, ομολογώ ότι μετά τα συγχαρητήρια των συμφοιτητών και της καθηγήτριάς μου, η οποία επίσης θαύμαζε πολύ τον Ρεντόν και με προμήθευσε με σλάιντς των έργων του, ήταν καθοριστική για την εξέλιξή μου στο θεωρητικό πεδίο. Ήταν αφετηρία για την υπέρβαση των μικροαστικών προσεγγίσεων αρκετών δήθεν επαϊόντων μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, που δυστυχώς με αφόρητο και ντεμοντέ σχολαστικισμό βρίσκουν χώρους επικράτησης.
Συμπερασματικά, στα χαρακτικά και στα ζωγραφικά έργα του Ρεντόν η ζωγραφική «ουσία των αντικειμένων» σε συνδυασμό με το φως της πνευματικότητας και την αναμόχλευση της φαντασίας, που πέτυχε να οπτικοποιήσει επιδέξια με απαλά παστέλ, χαρακτηρίζουν την προσωπική γραφή του. Με «σαιξπηρική» ευαισθησία ζωγράφισε και χάραξε μορφές, δραματικά συμβάντα και βιωματικές κρίσεις, τονίζοντας την εξορκιστική, αιθέρια δύναμη της τέχνης.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Συνοδεύεται από φωτογραφίες του συντάκτη.