Το βιβλίο της Καλλιόπης Βελόνια, Μέθεξις, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εντύποις, είναι μια ποιητική συλλογή σε μέγεθος τσέπης, ιδανική αν θέλεις να σε ακολουθήσει παντού καθώς μπαίνει εύκολα σε μια τσάντα –ακόμα και στην πιο μικρή– και διαβάζεται άνετα, χωρίς να σε δυσκολεύει ούτε στο ελάχιστο.
Το ολοκλήρωσα χωρίς να το καταλάβω καλά καλά αφού, για μερικές μέρες, το είχα εύκαιρο μαζί μου και το άνοιγα όποτε είχα λίγο χρόνο μέσα στο πρόγραμμά μου: περιμένοντας να έρθει η σειρά μου σε μια τράπεζα, περιμένοντας να μετακινηθεί ένα φορτηγό για να παρκάρω στο στενό, περιμένοντας να τελειώσει η κομμώτρια το χτένισμα της πελάτισσας για να αναλάβει το δικό μου κεφάλι... Γενικότερα, μικρές ή πιο μεγάλες αναμονές υπάρχουν διάσπαρτες μέσα στην καθημερινότητά μας –μη σου πω τι συμβαίνει έτσι και επισκεφτείς ιατρείο– και ένα λογοτεχνικό βιβλίο αποτελεί πάντα έναν επικερδή τρόπο να περάσουν τα ανεπιθύμητα λεπτά.
Στα κείμενα τώρα, θα συναντήσουμε ελεύθερο στίχο, με εξαιρέσεις πού και πού, και μια γενικότερη περιγραφική διάθεση που φτάνει να γίνει πεζοποιητική, στα σημεία, αν και συνυπάρχει με την ομοιοκατάληκτη. Επίσης, θα βρούμε ασπρόμαυρη εικονογράφηση και μάλιστα, αισθάνομαι πως νιώθει την ανάγκη να εικονογραφήσει τους στίχους της, δηλαδή μια επιτήδευση ως προς αυτό. Οι εικόνες συνλειτουργούν με τα έργα του λόγου συνοδευτικά και η πρόθεση σε όλες τις περιπτώσεις είναι να δείξει (και) με εικόνα αυτό που λέει με τους στίχους.
Γράφει για εκείνη αλλά και για άλλες γυναίκες, όπως την κόρη και τη γιαγιά της. Γράφει για τον θάνατο και τον έρωτα. Ειδικά για τον δεύτερο, γίνεται και ερωτική και αισθησιακή (Ο έρωτάς σου), θεώνει το κορμί, θεώνει την ερωτική πράξη (Ο ναός)... Ίσως να γράφει για να εξασφαλίσει/θωρακίσει μια ανάμνηση. Για να μη χαθεί η στιγμή στην ατέλεια της μνήμης ή στο πέρας του χρόνου. Στο βιογραφικό της σημείωμα αναφέρει χαρακτηριστικά: κρατάτε την πρώτη μου ποιητική συλλογή-ημερολόγιο, οπότε, θα λέγαμε, πως υπάρχει στα σοβαρά άμεση βιωματική σύνδεση.
Σε κάποια κείμενα γράφει για την ποιητική της διάθεση, πρόθεση ή τάση, όπως στο Οι Σειρήνες, και σε άλλα βγάζει τον συμβουλευτικό της χαρακτήρα. Διάφορα συναισθήματα διαφαίνονται και ξεχωρίζουν με κυρίαρχα τον θυμό –ή την οργή– (Οι κάβοι), την αγωνία και τον πνιγμό –περισσότερο μεταφορικά βεβαίως.
Πνίγομαι στην πιο ήσυχη / κραυγή μου.
Αναφέρεται στην πανδημία και την αποξένωση που έφερε –μεταξύ άλλων– και παράλληλα δημιουργεί ένα δίπολο σιωπής και φωνής-κραυγής όπου το ένα ενδυναμώνει το άλλο (παράδειγμα: Η σιωπή / ειν' η πιο ηχηρή / κραυγή.) ή το ένα αντιδιαστέλλεται με το άλλο, το πυροδοτεί, το ενισχύει ή αντιτίθεται... (Η εκκωφαντική σιωπή...)
Έρχονται στιγμές που η σιωπή / είναι ο μόνος τρόπος να σκοτώσεις / ό,τι ουρλιάζει μέσα σου.
Κάποιες άλλες φορές-στιγμές ερωταπαντά κι αλλού κάνει έκκληση επιστροφής (Αλμύρα). Αυτές και διάφορες άλλες παρατηρήσεις μπορεί να κάνει κανείς διαβάζοντας τους στίχους αλλά, αξίζει να σταθούμε σε ένα τουλάχιστον ακόμα σημείο, που δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τη σχέση της δημιουργού με το άλλο μεγάλο δίπολο, τη ζωή και τον θάνατο. Μάλιστα, όπως συμβαίνει με τη σιωπή και τη φωνή παραπάνω, και αυτές οι έννοιες τοποθετούνται η μία απέναντι στην άλλη, δημιουργώντας αντιθέσεις κι αντιδιαστολές.
Πέθανα πάλι, / αλλά ζω!ζωντανή νεκρήΖωή και θάνατος μαζί.
Μια ποικιλία αποχρώσεων σε μια προσωπική κατάθεση που μοιράζεται δημόσια είναι η Μέθεξις. Κι αυτό που λέει όταν γράφει: Έβαλε τη στιγμή σ' ένα γυάλινο κουτί / για να τη βλέπει όταν τη νοσταλγεί, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ολόκληρο το πόνημα. Μήπως αυτό δεν κάνουν κι όλοι οι δημιουργοί;
Πεθαίνω, αργά.
Επίσης: Το μυστικό της προφητείας