Δειπνοσοφιστική χαρτοπαιξία

Γιώργου Καριώτη

Πίνακας Renoir

Μας υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Φιλήσαμε την οικοδέσποινα και τη φίλη της, που γνωρίζαμε από χρόνια. Χαιρετήσαμε πιο τυπικά τη φίλη της φίλης, που δεν γνωρίζαμε. Εγκάρδια πάντως, μια και είχε τις απαιτούμενες «περγαμηνές». Ήταν «δικιά μας» όπως μας διαβεβαίωσαν. Είχαμε αποδεχθεί ευχαρίστως την πρόσκληση της οικοδέσποινας να περάσουμε το βράδυ μαζί. Τι καλύτερο από το να δειπνήσεις καλοκαιράκι στην αυλή, ανάμεσα στα δυο φεγγάρια του Αυγούστου, με την κληματαριά να αγκαλιάζει την πέργκολα! Να κοιτάς, όταν θέλεις, τ' αστέρια να πέφτουν ή να μην πέφτουν. Πιο επικίνδυνο το πρώτο, λιγότερο ρομαντικό το δεύτερο.
Ορεκτικά, απεριτίφ και ψιλοκουβέντα· τι άλλο; Τα κλασσικά δηλαδή για μία όμορφη νύχτα ενός ανέμελου, ή περίπου, καλοκαιριού. Όπως τσιμπολογούσαμε και ψιλοπίναμε ποντάρει η φίλη της φίλης. Ας την πούμε Τασία για οικονομία λέξεων.
«Ξέρετε ότι είχαμε εστιατόριο στη Μύκονο; Από τα πιο γνωστά, για να μην περιαυτολογήσω». Έτσι στο κουφό, χωρίς αφορμή, ξεκίνησε η παρτίδα. Μιλάγαμε ας πούμε για την ποιότητα των οικολογικών ζαρζαβατικών στην ντόπια λαϊκή και τις θετικές επιπτώσεις της –της λαϊκής– στην κοινωνική ζωή του χωριού. Έκθαμβοι εμείς! Τόση άγνοια από πλευράς μας; Η γυναίκα μου στραβοκατάπιε.
«Είχαμε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες και μεγαλοπιασμένους πελάτες που όποτε ερχόντουσαν θα τρώγανε οπωσδήποτε σ' εμάς. Μας τηλεφωνούσαν μάλιστα πριν φύγουν για το νησί για να ετοιμάσουμε τα δέοντα, λουκούλλεια γεύματα σα να λέμε όχι φαστ φουντ». Μας έριξε μια συνωμοτική ματιά. «Άσε τι γινότανε με τους ξένους μέχρι και διαβατήρια του Σένγκεν μας δείχνανε για να πάρουν σειρά. Μίλαγα βέβαια άπταιστα αγγλικά λόγω Κολλεγίου και μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί μου χωρίς νοήματα». Δυο φορές έκθαμβοι εμείς! Ξερόβηξε η οικοδέσποινα. Μπας και δεν ήταν καλά τα ορεκτικά; Η πρόκα όμως ήτανε για άλλο κομμάτι ξύλο.
Τα βλέπει λοιπόν η φίλη της οικοδέσποινας. Ας την πούμε Βιβή για περισσότερη οικονομία λέξεων. «Βρε Τασία, τώρα μου θυμίζεις το ρεστοράν που είχα στου Ψυρρή, αφού τον είχανε σενιάρει φυσικά κι από λούμπεν είχε γίνει επιτέλους σικάτος, κομ ιλ φο όπως μαθαίναμε στο Αρσάκειο. Είχα είκοσι τραπέζια ρεζερβέ κάθε βράδυ και δεν μου φτάνανε. Θα μπορούσα να χωρέσω και περισσότερα αλλά το ήθελα κάπως πριβέ». Άναυδοι εμείς! Παραλίγο να μου κάτσει στο λαιμό ένα κουκούτσι ελιάς. Απτόητη εκείνη κάνει ρελάνς. «Κανένας δεν ερχότανε αν δεν είχε κλείσει τραπέζι από την προηγούμενη τουλάχιστον. Οι λίγοι άσχετοι και δευτεράντζες περίμεναν όρθιοι έξω, με βροχή ή καύσωνα, κι έμεναν νηστικοί τελικά. Τι να τους δώσω να φάνε Τασούλα μου τα αποφάγια; Πού να τους καθίσω στα γόνατά μου; Φανταστείτε ότι κρατούσα λίστα προτεραιότητας επιλαχόντων και δεν έκανα ζαβολιές. Εκτός κι αν ήταν κανένας υπουργός, βουλευτής ή διαπλεκόμενος, που αφήνανε ευπρόσωπα πουρμπουάρ. Ανεβάζανε κι ένα κάρο φωτογραφίες στο facebook. Όχι πως χρειαζόμαστε τη διαφήμιση αλλά έπρεπε να ζήσω κι εγώ βέβαια. Να σπουδάσω τα παιδιά. Το σπίτι στην Δροσιά έχει έξοδα. Φανταστείτε ότι μια φορά κάποιος που είχε βγάλει βρόμα ότι θα υπουργοποιηθεί κουβάλησε ένα κανάλι και η λιγωμένη γκόμενα μας ρώταγε πώς τα καταφέρνουμε και είμαστε γεμάτοι κάθε βράδυ. Φάγανε τζάμπα βέβαια αυτή και ο θεός να τον κάνει οπερατέρ αλλά χαλάλι τους. Με είχαν μακιγιάρει φυσικά. Τι μου λες τώρα για τη Μύκονο φιλενάδα; Τις αυθαίρετες παράγκες στην ιχθυόσκαλα. Αφού τότε που ήρθατε στο Κουτσαβάκι μου είχατε πάθει πλάκα, ο τέως σου παρά λίγο να φάει και τα πιάτα». Μας κοίταξε διερευνητικά για να σιγουρευτεί ότι είμαστε εξοικειωμένοι με την ιστορία της συνοικίας. Εμείς κατανεύσαμε και συνέχισε ανακουφισμένη. «Κάνεις πως δεν θυμάσαι τώρα; Μιλάμε για τζάκια και γκλαμουριά, όχι κουραφέξαλα ή τις μπαναλιτέ των νεοπλούτων σας! Όλα τα τσουλιά και τα τεκνά έρχονται εκεί για να λιγδώσει το άντερό τους με τις ζωοτροφές που τους ταΐζετε και τους κοστίζει μόνο ένα πήδημα, κι αν!»
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας εμείς. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε πει και πολλά. Κάτι για τον νοτιά που σπανίζει τον Αύγουστο ή τον κόσμο που μαζεύεται στο χωριό και μας χαλάει την ησυχία. Επειδή είμαστε και μεσήλικες σινεφίλ θυμηθήκαμε την ωραία παλαιότερη ταινία «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο». Μας άνοιξε και η όρεξη βέβαια στο μεταξύ. Η βραδιά ήδη βρισκότανε στον αστερισμό της συνομήλικής της και εξ ίσου ωραίας ταινίας «Το μεγάλο φαγοπότι». Έτσι θέλαμε να νομίζουμε τουλάχιστον.
«Ρε Βιβίκα, όλο μου την μπαίνεις απόψε χρυσό μου, μέσα κι εγώ λοιπόν για να δω τι στο καλό φύλλο έχεις». Αγριεύει λίγο με τη φιλενάδα της η Τασία νομίζοντας ότι μπλοφάρει. «Όπως σας είπα είχαμε λοκάντα περιωπής στη Μύκονο όχι μπαρμπούτσαλα. Φινετσάτη, πώς να σας το πω;» Αυτό πήγαινε σ' εμάς τους νεάντερταλ φαντάζομαι. «Αν δεν είχαμε χωρίσει με τον ακατονόμαστο θα σου 'λεγα εγώ. Ελικόπτερα θα νοικιάζανε για να έρθουν. Θα τρώγανε και τα βαμμένα νύχια μου, για να μην πω ότι θα με καταβροχθίζανε. Αλλά ήταν τόσο μαλακοτσούτσουνος που με παράτησε για μία, σούπερ πλέμπα μιλάμε, γκαρσόνα η οποία αφού τον κεράτωσε κατά συρροή με πιτσιρίκια, και καλά του έκανε βέβαια γεια στο τέτοιο της με το σκουλαρίκι, τον άφησε να παίζει μόνος του ό,τι του είχε απομείνει για έναν χοντρομπαλά μεν, χοντρά ματσωμένο δε. Μετά με παρακάλαγε να τα ξαναφτιάξουμε αλλά το πουλάκι είχε πετάξει –όχι το δικό του βέβαια!– γιατί το είχε ξεπουπουλιάσει η λεγάμενη. Είχα πέραση, μην κοιτάτε που πήρα λίγα κιλά λόγω κλιμακτηρίου». Άλλη μία σημαντική πληροφορία που υπέθεσε ότι θα μας ενδιέφερε.
Η εξέλιξη μιας βραδιάς όμως ιδιαίτερα τόσο σπάνιας, ανάμεσα σε δυο φεγγάρια τον ίδιο μήνα, μπορεί να είναι τόσο προβλέψιμη όσο η τροχιά ενός κουάρκ. Η έμπειρη, κατά τα φαινόμενα, οικοδέσποινα μοίρασε στο μεταξύ επιδέξια τα ζεστά κύρια πιάτα. Με κρύα καρδιά φαντάζομαι. Έλα όμως που δεν είχαμε τελειώσει με τα γαστρονομικά και αισθησιακά κατορθώματα!
«Κι ο δικός μου κάτι τέτοια ξεκίνησε να κάνει αγάπη μου», πάει τα ρέστα της η Βιβή. «Τον έπιασα στα πράσα όμως με μία μποτοξάτη γριέντζω πελάτισσα, χήρα υποναυάρχου που συνήθως την συνόδευαν σημαιοφόροι, η οποία να μην πω τι έπαιρνε για πρωινό και τον έστειλα αδιάβαστο. Ποτέ δεν κατάλαβα τι του βρήκε του έτσι μου, γιατί δεν είχε και ιδιαίτερα προσόντα επί του θέματος. Όταν όμως ξεκουμπίστηκε, γιατί το σπίτι ήταν προίκα μου φυσικά αφού τον πήρα ξεβράκωτο η μαλάκω, έπρεπε να σκύψει για να περάσει από την πόρτα. Είχα τους καλύτερους μετρ και σερβιτόρους από πολλές απόψεις κι επειδή ήταν φτωχά και ταλαιπωρημένα παιδιά, πρόσφυγες, μετανάστες και τέτοια, τους πήγαινα τα βράδια, αφού κλείναμε, στα σπίτια τους για να μην πληρώνουν ταξί. Όχι όλους μαζί φυσικά! Θα μπορούσα να τους κάνω αύξηση βέβαια αλλά δεν με βόλευε όπως καταλαβαίνετε. Προτιμούσα να τους αυξάνω την λίμπιντο».
«Αχ! Τι μου θυμίζεις πουλάκι μου», ακολουθεί ασυλλόγιστα με τα ρέστα της η Τασία. «Όταν έφυγε με το ξέκωλο ο εξαποδώ δεν ήξερα τι να κάνω με τον διατροφικό Πακτωλό μου. Κάποιος, φίλος ας πούμε καλή του ώρα του Μπάμπη, με συμβούλεψε να βρω καλό μάγειρα και φιλότιμα γκαρσόν. Βρήκα και έμπειρο, σε διάφορα θέματα, μάγειρα και ηλιοκαμένα φιλομαθή παλικάρια. Γιατί τα καημένα δεν είχανε ιδέα από ταμπλ ντοτ, άντε να κάνανε ντελίβερι κάνα γύρο τυλιχτό κομπλέ. Μερικά ποζάρανε και για μια σύγχρονη εκδοχή των Ερμών, που ετοίμαζε ένας διάσημος γλύπτης. Μέρα νύχτα είμαστε μαζί για να τα μάθω τη δουλειά· είχαν έφεση πάντως. Μέχρι που με τσίμπησε η εφορία και μου το έκλεισε. Καρφωτή ήταν βέβαια γιατί με φθονούσανε οι άλλοι, βαράγανε τις μύγες που έδιωχνα. Μεγάλη γαστρονομική απώλεια για τη Μύκονο. Άλλου είδους απώλειες είχα εγώ. Αλλά μάλλον είχα μπουχτίσει. Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι μ' έπαιρνε να κάνω διακανονισμό και να το δουλέψω για λίγα χρόνια ακόμα».
Αν και κατακαλόκαιρο, το φαΐ είχε αρχίσει να κρυώνει. Οπότε ξεκινήσαμε να τρώμε μιλώντας για διάφορα άλλα θέματα κοινού ή όχι ενδιαφέροντος. Φυσικά και για το επερχόμενο ετήσιο πανηγύρι με τις όποιες ηχητικές ρυπάνσεις του και μουσικές ατέλειές του. Κάποια στιγμή, λόγω πρόσφατων γεγονότων στην άλλη άκρη του κόσμου, ήρθε η κουβέντα σε έκτροπα και ταραχοποιούς. Ήταν η σπίθα που αναζωπύρωσε την ναρκωμένη αλλά καιροφυλακτούσα, λόγω εποχής, πυρκαγιά. Πετάει θριαμβευτικά στο τραπέζι φλος η Βιβή.
«Λοιπόν να σας πω κάτι που ίσως δεν ξέρετε». Πώς να το ξέραμε δηλαδή από τις κοσμικές στήλες; «Μια μέρα, έναν Δεκέμβριο που καιγόταν η Αθήνα είχα, όπως πάντα, όλα τα τραπέζια ρεζερβέ. Γινότανε χαμός, φωτιές, βόμβες μολότοφ, ειδικές δυνάμεις, ό,τι βάζει ο νους σας. Τηλεφώνησα το μεσημέρι σε όλους τους πελάτες να μην έρθουνε. Ανένδοτοι αυτοί στην αρχή. Σοβάρεψαν όμως τα πράγματα το απόγευμα και τους ξανατηλεφώνησα. Τους είπα ότι μέχρι και η δείνα, ξέρετε η γυναίκα του τάδε υπουργού πλέον, που είχε οίκο μόδας απέναντι και κολλητή μου φυσικά, είχε κλείσει την έκθεση για να μην πάθει ζημιά η κολεξιόν. Μερικά ήταν και συνθετικά, θα γινότανε το ατελιέ λαμπάδα. Ευτυχώς αυτό τους άλλαξε γνώμη και δεν ήρθαν. Μπορεί να τους έβαλαν μυαλό και οι οδηγοί τους. Άντε τώρα να τους έσπαγε ο όχλος τέτοια αυτοκίνητα ή, ακόμα χειρότερα, να τους έβαζε μπουρλότο. Πώς θα έφευγαν, με τα πόδια; Άσε τα τρεξίματα με τις ασφάλειες. Δεν είχα και να τους ταΐσω, τα πιο πολλά μαγαζιά προμηθευτών μου ήταν κλειστά. Ούτε χαβιάρι που λένε, αν και κάποιος μου είχε πει ότι και αυγά ποσέ τρώει από τα χέρια μου χα χα χα». Γελάσαμε κι εμείς αλλά η αδιαφιλονίκητα τροπαιούχος ήταν ασυγκράτητη πλέον. «Όταν ήτανε να έρθει για δείπνο η κολλητή μου με Γάλλους σχεδιαστές ή ιδιοκτήτες οίκων μόδας με ειδοποιούσε, όπως είχαμε συμφωνήσει, τουλάχιστον μία βδομάδα πριν για να παραγγείλω εγκαίρως τα δέοντα». Κόμπιασε λίγο αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. «Πού αλλού θα τους πήγαινε για να πουλήσει μούρη; Πείτε μου». Τι να πούμε τώρα εμείς μπουκωμένοι; «Μέχρι και Γάλλο σεφ νοίκιαζα εκείνες τις μέρες, τον Jean-Marie όχι τον Babis γλυκιά μου». Πήρε ανάσα και συνέχισε. «Τα γαλλικά μου βέβαια φαρσί λόγω παρθεναγωγείου -ο θεός να το κάνει δηλαδή. Ένα βεστιάριο δώρα μου είχανε κάνει. Πολλά τα έχω δώσει βέβαια γιατί ήτανε ντεμοντέ μετά από τόσα χρόνια». Ολοκληρώνει με μία μεγαλόθυμη διάθεση προς την αντίπαλο. «Πάντως κι εγώ για τον ίδιο λόγο αναγκάστηκα να το κλείσω. Μα είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουν την υγιή διεθνή επιχειρηματικότητα έτσι; Έχεις τους λαθραίους να πουλάνε στη ζούλα αφρικάνικα τούμπανα και δεν ξέρω τι άλλο στο δρόμο ή κάνουν τα βαποράκια χωρίς να τους ενοχλεί κανένας, έλεος».
Τι να πει τώρα η Τασία με φουλ; Έχασε το χρώμα της. Πώς να χωνέψει το καλομαγειρεμένο φιάσκο; Παραδίδεται λοιπόν και ο τελευταίος θύλακας αντίστασής της. «Και σ' εμάς, όταν είχαμε ξέρετε το εστιατόριο στη Μύκονο, είχε τύχει να θέλουν να έρθουν πολλοί μεγαλόσχημοι ένα βράδυ με ταχύπλοο από την Τήνο, όπου είχαν πάει να προσκυνήσουν, μήπως και δεν τους χώσουν στην ψειρού, άλλα είχε απαγορευτικό. Αυτούς τους μπουζουριάσανε τελικά κι εμείς μείναμε με τα εδέσματα στο χέρι που λένε, χα χα χα». Μια και δεν γελάσαμε συνέχισε σαν βρεμένη γάτα. «Μιλάμε για γκουρμέ κατάσταση, όχι μεζεδάκια σε καφενείο στου Ψυρρή. Τα φτιάξαμε λοιπόν πακέτα και τα πουλήσαμε κοψοχρονιά σε κάτι πειναλέους τουρίστες στη Δήλο». Ουαί τοις ηττημένοις, όμως. «Δεν σας είπα ότι το ονομάζαμε Η αμβροσία της Ορτυγίας, στα αγγλικά φυσικά», ήταν ο μόνος όρος της συνθηκολόγησης.
Όπως τρώγαμε τις τελευταίες μπουκιές το φαγητό είχε κρυώσει για τα καλά αλλά δεν ήταν γι' αυτό που δεν κατέβαινε πλέον. Μαζεύει τις μάρκες η Βιβή και η οικοδέσποινα τα πιάτα. Εμείς την βοηθήσαμε σαν μαθητευόμενοι κρουπιέρηδες. Στο επιδόρπιο δεν είχανε καλό χαρτί και πήγανε εναλλάξ ντούκου και πάσο· ευτυχώς. Είχανε φέρει και το παγωτό που θα έλιωνε. Κάτι ξέρανε από υψηλή μαγειρική άλλωστε! Μιλήσαμε λοιπόν περί ανέμων και υδάτων μέχρι που πέρασαν τα μεσάνυχτα και βγήκε το μισό φεγγάρι. Αφού ευχαριστήσαμε την οικοδέσποινα για τη φιλοξενία και τις φίλες για την παρέα και το δειπνοσοφιστικό φροντιστήριο, τις ασπαστήκαμε και πήγαμε, χορτάτοι από σαπουνόφουσκες, για νάνι.


Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Renoir