Λέει πως στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών οφείλει το «ζην», ως καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αλλά στον κινηματογράφο το «ευ ζην». Πτυχιούχος της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως έχει σπουδάσει και Ιστορία Κινηματογράφου, Πρακτικές και Βασικές Αρχές Σκηνοθεσίας, είναι τακτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, κριτικογραφεί για τη μεγάλη οθόνη στο διαδικτυακό περιοδικό Fermouart όπως και σε κυκλαδίτικες εφημερίδες, όπου βρίσκουμε και τη στήλη του «CINEεπιλογές».
Ο Γιώργος Ξανθάκης έχει ήδη διανύσει μια αξιοπρόσεκτη πορεία στον κινηματογραφικό «κόσμο» κι αυτή την εμπειρία, γνώση και απόσταγμα αποφάσισε να μεταφέρει στο βιβλίο του, CINEπιλογές: 100 κρυμμένα κινηματογραφικά διαμάντια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηδυέπεια. Διαβάστε στη συνέχεια τι μου λέει ο ίδιος για τη συλλογή του, το σινεμά και πολλά άλλα.
Πώς ξεκίνησε το συγγραφικό ταξίδι; Ποιο ήταν το έναυσμα που σας οδήγησε στη συγγραφή αυτού του πονήματος;
Γιώργος Ξανθάκης: Το συγγραφικό ταξίδι ξεκίνησε πριν τέσσερα χρόνια. Όσον αφορά το έναυσμα, η απάντηση είναι πολύ απλή: η αγάπη μου για το σινεμά. Μου αρέσει να βλέπω ταινίες, να μιλάω και να γράφω για ταινίες. Πολλές φορές έχω νοιώσει αυτό το περίεργο συναίσθημα, όταν κάποιος συνομιλητής μου δεν γνωρίζει μια αγαπημένη μου ταινία. Τότε προσπαθώ να τον πείσω να την δει.
Ο καλύτερος τρόπος να πείσεις πολλούς ανθρώπους να δουν αυτές τις υποτιμημένες ταινίες είναι να γράψεις ένα βιβλίο. Έτσι μετά από έρευνα και συγγραφή τεσσάρων ετών προέκυψαν οι «CINEπιλογές: 100 κρυμμένα κινηματογραφικά διαμάντια».
Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, ασκεί βαθιά επίδραση στη σύγχρονη ζωή καθώς η επιρροή του –ως άυλη δύναμη– μπορεί να επηρεάσει ένα άτομο, μια κοινωνία ή μια πορεία γεγονότων. Αυτό το πρώτο μου βιβλίο αποτελεί έναν φόρο τιμής στη μαγεία των εικόνων που λάμπουν μέσα στη σκοτεινή αίθουσα αλλά και μια προσωπική κατάθεση, μια λυτρωτικά αυτο-ψυχαναλυτική διαδικασία. Παραφράζοντας τον ποιητή Αργύρη Χιόνη θα έλεγα: «Ό,τι αναλύω με αναλύει.».
Πώς επιλέξατε αυτά τα εκατό "διαμάντια" που περιέχονται στο βιβλίο; Ποια ήταν τα κύρια κριτήρια;
Γ.Ξ.: Η έρευνα και η διαλογή στηρίχτηκε σε αυστηρά καθορισμένα κριτήρια: α) την «καλλιτεχνικότητα» των φιλμικών κειμένων, β) στην εκτίμησή μου ότι πρόκειται για ταινίες αδικαιολόγητα υποτιμημένες ή και ξεχασμένες με το πέρασμα των χρόνων, γ) να αποτελούν έργα 100 διαφορετικών σκηνοθετών.
Η αρχιτεκτονική του βιβλίου περιλαμβάνει 100 κεφάλαια, όσες και οι ταινίες που παρατίθενται σε χρονολογική σειρά. Κάθε κεφάλαιο αποτελείται από δυο διακριτά μέρη: το πρώτο περιλαμβάνει τη σύνοψη και την ανάλυση της ταινίας, ενώ το δεύτερο τη συνοπτική ανάλυση της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη.
Οι τίτλοι καλύπτουν χρονικό διάστημα περίπου 90 ετών (1930-2018) και μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη περιλαμβάνονται έργα σχετικά άγνωστων σκηνοθετών, που έκαναν μόνο μια εξαιρετική ταινία σε μια κατά τα άλλα μέτρια φιλμογραφία, όπως τα: «So dark the night» (1946) του Joseph H. Lewis, «The Sound of Fury» (1950) του Cy Endfield, «Νέα Υόρκη, ώρα 3» (1967) του Lary Peerce, «Ο κολυμβητής» (1968) του Frank Perry, «Το καταραμένο σκιάχτρο» (1973) του Robin Hardy, «Ο δολοφόνος του Μανχάταν» (1978) του James Toback, «Σκηνές από ένα έγκλημα » (2001) του Dominque Forma κ.α.
Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν έργα επιδραστικών δημιουργών που δεν έγιναν κατανοητά, όντας μπροστά από την εποχή τους, ή που έμειναν στη σκιά των μεγάλων επιτυχιών τους όπως τα: «Εκδρομή στην εξοχή» (1936) του Jean Renoir, «Ο κύριος Βερντού» (1947) του Charles Chaplin, «Ο ήλιος λάμπει για όλους» (1953) του John Ford, «Ο ξένος» του Luchino Visconti, «Βασιλιάς για μια νύχτα» του Martin Scorsese κ.α.
Ποια είναι η συνολική άποψη που έχετε για τη μεγάλη οθόνη του 21ου αιώνα και ποια δεκαετία του κινηματογράφου ήταν η πιο γόνιμη;
Γ.Ξ.: Από την αρχή του 21ου αιώνα άρχισε η αντιπαράλληλη διαδρομή του καλπασμού της τεχνολογίας και της φθίνουσας ποιότητας, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η βιομηχανία του Χόλιγουντ αναμασά συνεχώς τα ίδια "σίγουρα" θέματα με άσκοπα ριμέικ ή franchise, με ατέλειωτες παραλλαγές της ίδιας περιπέτειας, του ίδιου σασπένς, της ίδιας τεχνητής συγκίνησης. Ωστόσο λείπει η πρωτογενής έμπνευση, το ρίγος των συναισθημάτων και η ανθρώπινη θέρμη, που θα στεφάνωναν τις κινηματογραφικές εικόνες. Οι γνήσια καλλιτεχνικές ταινίες είναι ελάχιστες σε σχέση με τις καλλιτεχνίζουσες και εκείνες που βομβαρδίζουν τον θεατή με εικόνες ωμής βίας. Νομοτελειακά οι μεγάλοι "auteurs" σταδιακά αποσύρθηκαν χωρίς να αντικατασταθούν από ισάξιους.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, κατά τη γνώμη μου η σημαντικότερη δεκαετία για την εξέλιξη του κινηματογράφου ήταν η δεκαετία του 1940. Σε αυτήν αναπτύχθηκε στην Ιταλία ο νεορεαλισμός και στην Αμερική (με επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό) το φιλμ νουάρ. Κανένα άλλο ρεύμα στην ιστορία του κινηματογράφου δεν έχει εισχωρήσει τόσο πολύ στην ποπ κουλτούρα: όλοι είναι εξοικειωμένοι με την εικόνα του ιδιωτικού ντετέκτιβ με καμπαρντίνα ή της σαγηνευτικής femme fatale, με τα μοτίβα του να εξακολουθούν να ανιχνεύονται στον σύγχρονο κινηματογράφο. Ίσως μάλιστα το επόμενο βιβλίο μου να αφορά το φιλμ νουάρ.
Τέλος, αν βάλετε στην άκρη τον κριτικό, τον ειδικό δηλαδή, ως απλός θεατής ποια είναι η ταινία που σας συγκλόνισε όταν την πρωτοείδατε;
Γ.Ξ.: Πώς μπορεί κάποιος να επιλέξει μια μόνο ταινία, μέσα από χιλιάδες που έχει δει; Με αυστηρά καλλιτεχνικά κριτήρια με συγκλόνισαν ο «Πολίτης Κέιν» του Welles, o «Γατόπαρδος» του Visconti, o «Δεσμώτης του ιλίγγου» του Hitchcock, ο «Νονός Ι & ΙΙ» του Coppola και το «Μπάρι Λίντον» του Kubrick.
Για να μην αποφύγω όμως την ερώτησή σας θα πω ότι οι ταινίες που έχω δει περισσότερες φορές και ξαναβλέπω με την ίδια πάντα συγκίνηση, είναι η ιταλική «La strada» του Federico Fellini, η αμερικανική «Τόπο στα νιάτα» του Leo McCarey και η ελληνική «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Υπάρχει άραγε κάποιο αόρατο νήμα που τις συνδέει; Ναι, και αυτό είναι το ουμανιστικό τους πνεύμα, που τοποθετεί στον σκληρό θεματικό τους πυρήνα τον καθημερινό άνθρωπο. Και αν πάλι επιμένετε να επιλέξω μόνο μια, θα πω… «La strada».