Πώς εμπνευστήκατε τα κείμενα της συλλογής «Υπόσχεση»; Ποιο ήταν το έναυσμα;
Γεράσιμος Μιχελής: Την περίοδο του εγκλεισμού είχα απεριόριστο χρόνο για παρατήρηση στους μοναχικούς μου περιπάτους. Κάποιες μέρες, ο στοχαστικός μου περίπατος έξω στους ήσυχους δρόμους της πόλης, ήταν χαρά θεού με ήλιο. Οι αχτίδες του έγλειφαν τους τοίχους των σπιτιών. Γίνονταν τα φτωχικά σπίτια παλάτια, οι απλοί άνθρωποι βασιλείς. Δεν έβλεπες στα μάτια τους τον φόβο του θανάτου. Κι άλλες πάλι μέρες χαρά θεού, με καταιγίδα. Και τότε επέμενα να βγαίνω έξω στο δρόμο. Άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου, δεν προλάβαινα να μετρήσω μέχρι το τρία, κι ο δυνατός αέρας με τη βροχή μού τρυπούσαν το κορμί. Με άρπαζε και με στροβίλιζε μανιασμένος, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Διψούσα για περιπέτεια. Ξύπναγε ο νους από τον λήθαργο. Φωτιζόταν η ψυχή ακαριαία όπως η λάμψη μιας μακρινής αστραπής. Πολλές νύχτες αγρύπνιας ξόδεψα γεμίζοντας λευκές σελίδες με βρισιές και ικεσίες. Ευχές, κατάρες, κηρύγματα, ρητορείες, υποσχέσεις... Πάλευα με το γράψιμο, να καταλαγιάσω τον πόνο που δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια.
Μια φωτογραφία ξεχασμένη σε κάποιο σημειωματάριο μου...
Μια ηλιόλουστη μέρα, είδα την ανιψιά μου σε μια όμορφη στάση, πάνω στην ταράτσα του σπιτιού μου. Έκανε διατάσεις η μικρή, είχε πιαστεί λέει από το πολύ καθισιό. Ώρες πολλές στον υπολογιστή, για την τηλεκπαίδευση... Είχε σταυρώσει τα χέρια της, ψηλά στον αέρα, τέντωνε το κορμάκι της να ξεμουδιάσει, κι ήταν σαν να έκρυψε για μια στιγμή τον ήλιο. Αυτή η εικόνα, γέννησε λέξεις που 'γίναν ιστορία...
Γιατί γράφετε; Εννοώ, ποια είναι η κινητήριος δύναμη που σας ωθεί στην έκφραση μέσω της γραφίδας;
Γ.Μ.: Μια σκέψη, αιφνίδιο λαμπίρισμα του νου. Ανάγκη να βάλω σε τάξη το χάος του νου. Επιθυμία να αφηγηθώ μια στενάχωρη ιστορία σαν παραμύθι. Ανάγκη να χαρίσω χαρά κι αγάπη στους άλλους.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μια λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Μ.: Ημερολόγιο.
Τα κείμενα της συλλογής έχουν μικρή έκταση: πεζοποιήματα, αφηγήματα, μικροδιηγήματα κ.ο.κ. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον περιεκτικό και ποιητικό τρόπο;
Γ.Μ.: Ένιωθα την ανάγκη να αποτυπώσω στο χαρτί την αλήθεια μου. Να μιλήσω για τα ουσιώδη της μάταιης ζωής μας, με τα ελάχιστα, ως ελάχιστος που είμαι.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη λογοτεχνία;
Γ.Μ.: Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή. Οι προσδοκίες μας έχουν διαψευστεί. Η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν έχει δολοφονηθεί. Υπάρχουν λοιπόν δείγματα γραφής λογοτεχνικής και ποίησης, σύγχρονα, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Που συγκινούν βαθιά, ενθουσιάζουν τον αναγνώστη. Όλες οι εποχές γεννούν λογοτέχνες. Τα σπουδαία βιβλία άλλωστε δεν έχουν ηλικία.
Ποιο είναι το μήνυμά σας προς τον κόσμο;
Γ.Μ.: Μην καταργούμε τα όνειρα. Μην πάψουμε να πιστεύουμε στο θαύμα.
Σε αυτή τη δική μας ζωή, τη μοναδική, μπορούμε να στηρίξουμε το θαύμα; Είμαστε έτοιμοι;
Ο Γεράσιμος Μιχελής μιλάει για τη συλλογή μικρών πεζών, Υπόσχεση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Δρόμοι που μαρτυρούν την απουσία τους,
χωρίς βλέμμα ή νεύμα ανθρώπου.
Άγριος ο χειμώνας μας, σκληρός.
Οι άνθρωποι στο επέκεινα της μνήμης
μικραίνουν, γίνονται ισχνοί.
Χιόνι απαλό τους σκεπάζει.
Δείτε, νυχτώνει.
Κρύος άνεμος παγώνει τ' αστέρια.
Όλοι τους ζητούν ν' αναπαυθούν.
Να ζεσταθούν βαθιά στη γη.
Το λευκό δεν αλλάζει.
Αστράφτουν τη μέρα τα χαλίκια,
καθώς τα γλείφουν οι ανταύγειες του ήλιου.
Λευκοί κι οι σταυροί που στέκουν βουβοί
στα μνήματα.
Κι εμείς μένουμε
μ' ένα χλωμό μειδίαμα.
Τι λόγο έχουν πια οι ποιητές;