Τον Αύγουστο του 1969 οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα διχασμένη. Οι συγκρούσεις για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, η σεξουαλική απελευθέρωση και ο πόλεμος του Βιετνάμ, όριζαν την ημερήσια διάταξη. Στις 15 εκείνου του μήνα, περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι συνέρρευσαν στη μικρή γαλακτοκομική φάρμα του Μαξ Γιασγκούρ στο Μπέθελ, 69 χλμ. Νοτιοδυτικά του Woodstock της Νέας Υόρκης. Εκεί θα άκουγαν τη συναυλία της ζωής τους. Εκεί θα συμμετείχαν σε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ροκ εν ρολ μουσικής, αλλά και της αντικουλτούρας των sixties.
Πάνω στη σκηνή εμφανίστηκαν, εκτός των άλλων, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζο Κόκερ, ο Κάρλος Σαντάρα, ο Τζίμι Χέντριξ, οι Who, οι Jefferson Airplane, οι Grateful bead, ιερά τέρατα της ροκ, της ποπ και της κάντρι. Κάτω από τη σκηνή και μετά την Τρίτη ημέρα του φεστιβάλ (όταν οι θεατές άρχισαν να σχηματίζουν το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα στις ΗΠΑ, χωρίς να γνωρίζουν ότι υπάρχει και τέταρτη ημέρα), ξεκίνησε η μυθολογία του Woodstock.
Ήταν το Έθνος που διαδήλωνε ή απλώς ένα φεστιβάλ; Η αρχή της επανάστασης ή η αρχή του τέλους της αθωότητας; Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο μύθος πέρασε στη συλλογική μνήμη ως ανεπανάληπτη εμπειρία. Κι έτσι ήταν.
Μισό εκατομμύριο νέοι, για τρεις ημέρες, μέσα στον ήλιο και στη λάσπη, σε αυτοσχέδιες, ανθυγιεινές και επισφαλείς συνθήκες οργάνωσης, βίωσαν στιγμές διονυσιακής έκστασης, με άφθονη μουσική, έρωτα, ακόμη και ναρκωτικά. Ο ειρηνικός χαρακτήρας του (καθόλου αυτονόητο –οι ταραχές ήταν συχνές, ενώ ένα χρόνο πριν είχαν δολοφονηθεί ο Ρόμπερτ Κένεντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ), η διάχυτη ανεκτικότητα και η αλληλέγγυα αυτο-οργάνωση, δημιούργησαν για λίγο, όπως είπε κάποιος, μια «νέα εναλλακτική πόλη».
Η πρόνοια των διοργανωτών να κινηματογραφεί το Φεστιβάλ και η βραβευθείσα με Όσκαρ ταινία-ντοκιμαντέρ του Μάικλ Γουόντλεϊ, που ακολούθησε, συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διείσδυση του Woodstock ως μιντιακού γεγονότος στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα και στην έμμεση βίωση της μοναδικής ατμόσφαιράς του από εκατομμύρια θεατές ανά τον κόσμο.
Όταν η ταινία προβλήθηκε στο «Παλλάς», στην Αθήνα του 1970, χιλιάδες νέοι ένιωσαν, έστω και με διαμεσολαβωμένη επικοινωνία, το κλίμα του φεστιβάλ.
Το αυτοσχέδιο τραγούδι του Χέιβενς, «Ελευθερία», ήταν στα χείλη όλων. Το Woodstock είχε γίνει «Woodstock»-ένα αυθύπαρκτο συμβάν, που στο μέτρο που αναπαράγεται μιντιακά διευρύνει την επιρροή του αρχικού γεγονότος, συζητείται και γίνεται αντικείμενο οικειοποίησης σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
Τι έφερε κοντά το πρωτοφανές πλήθος στο Woodstock; Ούτε οι ίδιοι ήξεραν καλά. Το μείζον, τελικά, ίσως δεν ήταν η μουσική καθαυτή αλλά η πανηγυρική σύναξη. Η συμμετοχή δήλωνε κάτι παραπάνω από μια διάθεση –ήταν προσκύνημα, ιεροτελεστία χειραφέτησης, δίψα για «μετα-υλιστικό» νόημα ζωής. Σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ του PBS, μια τότε παρευρεθείσα είπε: «Ήταν απερίγραπτο. Με κατέλαβε ένα ζεστό αίσθημα και (σκέφτηκα) θεέ μου, υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που σκέπτονται όπως εγώ; Ήταν σαν να συναντάς τους αδελφούς και τις αδελφές σου.».
Τι υποδήλωνε η εντυπωσιακή παρουσία τους; Την ανάγκη να εκφράσουν μια νέα στάση ζωής: σεξουαλική απελευθέρωση, αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, αντιαυταρχισμός, σεβασμός στην ετερότητα, αναζήτηση αυθεντικότητας. Ακόμα πιο βαθιά, καθρεφτίστηκε μια νέα υπαρξιακή στάση απέναντι στον εαυτό –ολιστική, μη λογοκεντρική, εκφραστική. Το διονυσιακό, ρομαντικό πνεύμα του Woodstock ήταν κατάφαση στη ζωή, στο πάθος για ετερότητα, συναισθηματική έκφραση και προσωπική δημιουργία, στη λαχτάρα για «αρχέγονη ενότητα» με τους άλλους και τη φύση. Παραδόξως, η αχαλίνωτη ατομικά εκφραστικότητα συνυπήρχε με τις άτυπες νόρμες της φεστιβαλικής συλλογικότητας.
Το Woodstock είχε μια διονυσιακή έκρηξη σε μια «τακτοποιημένη» ζωή, σε εποχή τεχνοοικονομικής αισιοδοξίας. «Μέθη», αναζητώντας συνειδησιακή πληρότητα, σε περίοδο ευημερίας. Αν και η «διεύρυνση συνείδησης» επιχειρήθηκε από αρκετούς τότε –ανόητα, αδιέξοδα και ενίοτε αυτοκαταστροφικά– με ναρκωτικά, το αίτημα της συνειδησιακής πληρότητας παραμένει για τον ανήσυχο άνθρωπο ζωντανό. Το νόημα της ζωής μας δεν είναι δεδομένο –αντλώντας από συλλογικές παραδόσεις (δεν μπορούμε να αποχωρήσουμε από την κοινωνία), καλούμαστε να το ορίσουμε προσωπικά. Το νεώτερο άτομο φιλοτεχνεί τον εαυτό του.
Στις σύγχρονες εποχές το Woodstock, ως τίτλος καλλιτεχνικού-πολιτιστικού γεγονότος, για πολλούς νέους ανθρώπους, μπορεί να σημαίνει ότι είναι απλώς άλλο ένα μεγάλο συναυλιακό super-event. Με αυτόν τον τρόπο αδικείται. Το Woodstock, ως μητέρα, ως μήτρα των φεστιβάλ, έχει ιστορική-σημασιολογική αξία και υπόσταση και οφείλει να κατέχει πολύ ιδιαίτερη και ξεκάθαρη θέση που πρέπει να κατέχει στη συνείδηση όλων και ιδιαιτέρως των νέων ανθρώπων. Το αληθινό Woodstock αντλεί την αληθινή του αξία μέσα από την αυθεντικότητα της κάθε εποχής, μέσα από την πηγαία ανιδιοτελή δύναμη του οράματος, της ανατροπής, της γόνιμης αντίστασης, της προοδευτικής τάσης. Είναι μια κοινωνικοπολιτική πολιτιστική έκφραση που επιβεβαιώνει κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό και ζωογόνο. Την ύπαρξη σφυγμού σε νέες εποχές, σε νέες ιδέες. Δεν ξέρουμε πραγματικά κατά πόσο, σε αυτό το παγκόσμιο τοξικό περιβάλλον αλλοίωσης αξιών, μαζικής εμπορευματοποίησης ιδεών «ψηφιακής ευτυχίας» και «επιτυχίας», αφήνει περιθώρια για την αναβίωση του αυθεντικού Woodstock. Η φλόγα του όμως οφείλει από γενιά σε γενιά να μεταλαμπαδεύεται ζωντανή στο ακέραιό της, γιατί οι άνθρωποι είναι πάντοτε ικανοί να τολμήσουν νέες γόνιμες ανατροπές, ενάντια στο fake, ενάντια στο παγκόσμιο «ίσιωμα».
Το Woodstock, ως ιδέα, πρέπει να υπάρχει πάντοτε κάπου μέσα στο ένστικτο και στη συνείδησή μας, πάντα έτοιμο να επιβεβαιώσει πως μια χούφτα άνθρωποι, που νιώθουν πως είναι μόνοι τους στον ανατρεπτικό μικρόκοσμό τους, τελικά μπορεί να είναι και 400.000 και 500.000 και άλλοι αμέτρητοι.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου