Μια νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου
Η Ελένη έβαλε βιαστικά στην άκρη την κούτα με τα πράγματα που της ήταν πλέον περιττά και είχε αποφασίσει να δωρίσει. Αυτή η εκκαθάριση έμοιαζε να μην έχει τέλος. Έφταιγε σε κάποιο βαθμό κι εκείνη. Έπρεπε να είχε κάνει αυτό το ξεδιάλεγμα καιρό πριν, όταν είχε μετακομίσει στο σπίτι των δικών της, προτού μεταφέρει και τα δικά της πράγματα και τα παρκάρει κι αυτά στην ήδη γεμάτη σοφίτα. Βέβαια, οι συνθήκες που την οδήγησαν πίσω στην πατρική εστία δεν ήταν και οι ιδανικότερες. Η ανακοίνωση του συζύγου της ότι ήθελε να χωρίσουν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Τώρα, μετά από είκοσι χρόνια ανέφελου κοινού βίου, πάνω που οι ευθύνες ξεθώριαζαν και άρχιζε να αχνοφαίνεται ένας ουρανός ελευθερίας και ξεγνοιασιάς, ένας σεισμός ήρθε να γκρεμίσει τον γυάλινο κόσμο της. Ναι, γυάλινος ήταν, γιατί αν ήταν πέτρινος θ' άντεχε στους κραδασμούς. Λίγο πριν τα πενήντα της νόμιζε πως άνοιγε ο δρόμος για να πάρουν σάρκα και οστά όλα της τα θέλω, που είχε βάλει χρόνια τώρα σε αναμονή για χάρη της οικογένειάς της. Πόσο μακριά ήταν νυχτωμένη.
Ο γιος τους, ο Κωνσταντίνος, αξιωματικός του στρατού, ήταν ήδη στη σχολή του και αμειβόταν αρκετά καλά ώστε να μην έχει ανάγκη από την οικονομική συμβολή των γονιών του. Η κόρη τους, η Μυρτώ, που είχε τ' όνομα της μάνας της, τριτοετής στην παιδαγωγική σχολή της Θεσσαλονίκης, έκανε ιδιαίτερα σε παιδιά του δημοτικού και του γυμνασίου. Και ήταν τέτοιο το εισόδημά της που ούτε διορισμένη δασκάλα δεν θα είχε τόσες απολαβές. Τα παιδιά τους αντί να τους γεμίσουν με επιπλέον οικονομικές έγνοιες όταν έφυγαν για σπουδές ανέλαβαν μόνα τους τις σπουδές τους και τη διαβίωσή τους. Έτσι η Ελένη είδε το τοπίο ν' ανοίγει για να εκπληρώσει πολλά απ' τα όνειρά της μαζί με τον άντρα της, τον Δημήτρη. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο.
Μέσα σ' ένα απόγευμα η ζωή της άλλαξε δραματικά. Ούτε η ίδια δεν κατάλαβε γιατί ο άντρας της ήθελε να χωρίσουν. Της είπε πως κουράστηκε, πως ήθελε να μείνει μόνος, να σκεφτεί, να ζήσει όσα δεν έζησε. Κι εκείνη; Εκείνη δεν ήθελε να ζήσει; Δεν ήθελε να χαρεί, όσα τόσα χρόνια είχε επιλέξει να αφήσει στην άκρη για το καλό όλων τους; Θυμήθηκε τους ξεχασμένους καμβάδες και τα ξεραμένα πια χρώματα, που είχε πεταμένα σε μια μεριά της αποθήκης, αναπόλησε τις μισοδουλεμένες κορνίζες και τα σκίτσα που ποτέ δεν τέλειωσαν κι έκλαψε. Έκλαψε πικρά και για πολλή ώρα, γιατί όπως φάνηκε, μόνο εκείνη άφησε στην άκρη κάτι. Μόνο για εκείνη ήταν θυσία η παραχώρηση. Για όλους τους άλλους ήταν απλά αδιάφορο ή δεδομένο.
«Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις στο σπίτι. Εγώ θα κοιτάξω να βολευτώ κάπου αλλού» είχε τολμήσει να της πει ο Δημήτρης. Και μόνο που το άκουσε, κόντεψε να κάνει εμετό. Είχε έναν τόνο υποχωρητικό η φωνή του, μια συγκατάβαση που την έβγαλε εκτός ορίων. Βιαζόταν ο κύριος να φύγει, κατάλαβες; Ε, όχι! Δεν θα του έκανε το χατίρι. Να λέει ότι την χώρισε, αλλά την τακτοποίησε πρώτα. Ήταν περήφανος άνθρωπος η Ελένη. Του ανακοίνωσε πως θα πήγαινε στο πατρικό της στη Βούλα. Οι δικοί της τώρα που είχαν μεγαλώσει είχαν αποσυρθεί στο νησί της μητέρας της στην Κρήτη. Εκεί ανάμεσα σε χωράφια γεμάτα ελιές κι αμπέλια, στο πέταγμα των αετών και τον έναστρο ουρανό περνούσαν πια τις μέρες τους. Όποτε η Ελένη έπαιρνε άδεια, πεταγόταν και πήγαινε και τους έβλεπε και καθόταν μαζί τους, να χορτάσει την αγάπη τους και την έγνοια τους, σαν να 'ταν ακόμα μαθητούδι του δημοτικού.
Δεν τσακώθηκε, μήτε έκλαψε μπροστά του. Ούτε η ίδια ήξερε, πού βρήκε τη δύναμη. Έπρεπε να φύγει όμως το συντομότερο δυνατόν από τη συζυγική εστία. Ενημέρωσε τους γονείς της τηλεφωνικά και τους διαβεβαίωσε ότι μόλις τακτοποιούνταν θα πήγαινε να τους δει στο νησί και να περάσει λίγες μέρες μαζί τους. Το καλοκαίρι ήταν σχεδόν στο μεσουράνημά του και σαν να το ήξερε δεν είχε πάρει καθόλου άδεια ως τώρα. Θα μπορούσε λοιπόν, να τακτοποιηθεί στο πατρικό της και μετά να προσφέρει στον εαυτό της λίγες μέρες ξεκούρασης και ηρεμίας πριν αρχίσει να διαβαίνει το μονοπάτι της καινούριας πραγματικότητας που της είχε ξημερώσει.
Το σπίτι στη Βούλα ήταν μια διώροφη μονοκατοικία μ' έναν υπέροχο κήπο γύρω της και μια σοφίτα που, όταν η Ελένη ήταν μικρή, στεφόταν κάθε απόγευμα εκεί βασίλισσα του χιονιού. Πόσα και πόσα βράδια είχαν φτιάξει με την αδερφή της αυτοσχέδιες σκηνές κάνοντας κάμπινγκ στον τελευταίο όροφο του σπιτιού τους. Πόσες και πόσες φορές παντρεύτηκαν τα βασιλόπουλα των ονείρων τους, που τις έσωσαν από τις κακές μάγισσες. Εκεί θα έβρισκε και τώρα καταφύγιο. Στο σπίτι των παιδικών και νεανικών της χρόνων. Εκεί θα ξεπερνούσε όλο τον κύκλο της άρνησης και του θυμού, μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια της και μάθει να ζει πρώτα απ' όλα για τον εαυτό της.
Μέσα σε πολύ λίγες μέρες τα είκοσι πέντε χρόνια του γάμου της είχαν πακεταριστεί μέσα σε κούτες και μια μεταφορική τα μετέφερε στο σπίτι των γονιών της. Δεν του χάρισε τίποτα από ό,τι αγαπούσε. Ούτε το παλιό ραδιόφωνο, ούτε τις ποιητικές συλλογές και τα αναρίθμητα cd της Loreena McKennitt ή της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Πήρε και όλα της τα αγαπημένα μυθιστορήματα, αλλά και την αγαπημένη της πολυθρόνα. Θα ταίριαζε τέλεια μπροστά στο τζάκι του πατρικού της. Θα έπαιζε κι αυτή τον ρόλο της στην συναισθηματική της αποκατάσταση. Όταν έφτασε όμως στο σπίτι λίγη όρεξη είχε για διακοσμητικές αλλαγές. Το οικείο περιβάλλον των παιδικών της χρόνων τής πρόσφερε μεγάλη συναισθηματική κάλυψη και σιγουριά. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη, επαναπαύτηκε στην γνώριμη εικόνα του παρελθόντος και τοποθέτησε όλα τα πράγματα, που είχε φέρει μαζί της, στη σοφίτα.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες.