Ισμήνης Ζαγοραίου
Την κοίταζα ώρα, μέσα στο μισοσκόταδο. Φαινόταν πιο γελαστή απ' ότι τη θυμόμουν. Πόσο χαζή είναι!, σκέφτηκα. Τόσο καιρό πάνω στο μαλακό κι αφράτο μαξιλάρι, έδειχνε αδιάφορη, σχεδόν σίγουρη ότι η ζωή της θα περνούσε στα πούπουλα. Και είχε αποδεχτεί το γεγονός με στωικότητα.
Μπορούσα ακόμα να διακρίνω τη λευκότητα στο πρόσωπο, που δεν είχε δει ο ήλιος ποτέ! Ψέμματα, μια φορά μονάχα, που την πήρα με το ζόρι σε μια εκδρομή, παρόλο που μου είπαν να μην το κάνω, γιατί έδειχνα γελοία να την κρατώ απ' το χέρι.
Ήμουν δώδεκα χρόνων, δεν έπρεπε να ασχολούμαι μαζί της. Γι' αυτό και όταν βρισκόμασταν μόνες της μιλούσα ψιθυριστά, να μη μας ακούσουν. Πόσο περίεργο που τώρα, κανείς δεν με εμπόδισε να τη φέρω εδώ... Περίμενα, η μητέρα μου να φέρει αντιρρήσεις, να προβάλλει χίλιες δικαιολογίες να την αποχωριστώ, αλλά όχι. Με κοίταξε με συγκατάβαση όταν με είδε να βγαίνω απ' το δωμάτιό μου μαζί της.
Έλα, Κατρίνα, τρέχα κορίτσι μου, δεν έχουμε χρόνο!
Δεν είχαμε χρόνο. Δεν θυμάμαι καν πώς βρέθηκα στοιβαγμένη με τόσους ανθρώπους μέσα σε μια τρύπα μέσα στη γη. Τότε ήταν που άκουσα τη λέξη «καταφύγιο».
Μου είπαν να κάνω υπομονή, να είμαι σίγουρη πως θα ξαναβρώ το δωμάτιό μου, το σπίτι μας, όπως ακριβώς το αφήσαμε. Με τα ρούχα, τα βιβλία, τις φωτογραφίες, όλα στη θέση τους. Όλα.
Η Λουντμίλα δεν έκλεισε τα μάτια της ούτε όταν έπεσε πηχτό σκοτάδι. Μάλλον φοβόταν τις εκρήξεις, τις βόμβες που έπεφταν πάνω μας. Έκανα με τα χέρια μου να της σφαλίσω τα βλέφαρα, για να ξεχάσει αυτά που γύρω μας έτρεχαν πιο γρήγορα κι απ' τη σκέψη μας. Όμως αυτή εκεί. Με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα σε χαμόγελο ανοησίας. Τη γύρισα μπρούμυτα και τη σκέπασα με μια κουβερτούλα. Είδα ότι τα μαλλιά της είχαν γίνει μια τζίβα, έτσι όπως την έσφιγγα καθώς έτρεχα. Ζήτησα απ' τη μάνα μου μια χτένα, αλλά δεν είχε πάρει μαζί της. Τη χάιδεψα με τα δάχτυλα, που μπήκαν μέσα στις μπούκλες και τις ανάδεψαν.
Έσκυψα και φίλησα το κεφάλι της.
Μη φοβάσαι Λουντμίλα, είμαι μαζί σου.
Θα με πήρε ο ύπνος, σχεδόν καθιστή. Αισθάνθηκα την ανάσα των ξένων ανθρώπων στον σβέρκο μου σα χάδι σιγουριάς. Ναι είχαμε σωθεί κι αυτό το βράδυ.
Η μέρα που ξημέρωσε, δεν έμοιαζε με πρωί. Ήταν βαθυσκότεινος ο ουρανός και η γειτονιά μου είχε χαθεί απ' τα μάτια μου. Είχε χαθεί απ' το χάρτη της ζωής μας. Κινήσαμε για το σπίτι μας. Δε θυμόμασταν πού ήταν. Τα δέντρα, οι δρόμοι, είχαν αλλάξει. Βρήκαμε χαλάσματα και φωτιές. Η μάνα μου με τράβηξε ξανά πίσω.
Αυτό έγινε πολλές φορές. Η Λουντμίλα δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν έβγαλε τσιμουδιά, ούτε έναν ήχο, πάρα μόνο μια φορά, όταν έπεσα επάνω της με δύναμη και της άνοιξα το κεφάλι. Ήταν ένα όμορφο πορσελάνινο κεφάλι, που δεν άντεξε το βάρος του κορμιού μου. Τότε νομίζω ότι έσπασε και το στόμα της. Στράβωσε το χαμόγελό της και την άκουσα να πατάει γοερή φωνή. Και μετά να σιωπά κάτω απ' την ασφάλεια του κορμιού μου, για μέρες... Μέχρι που κάποιος μας χώρισε, αφήνοντάς την στον δρόμο όταν μάζεψε τους νεκρούς από τις σφαίρες των όπλων.
Copyright © Ισμήνη Ζαγοραίου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Βιβής Μαρκάτου