Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Μαριονέτα

Δαμιανού Λαουνάρου

Σκίτσο Μηνά Τσαμπάνη (Το πληγωμένο μάτι)

Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη: Βρείτε τους και εξολοθρεύστε τους και όσους από τους αμάχους προβάλλουν αντίσταση εκτελέστε τους επιτόπου!

Τους το είχε κάνει ξεκάθαρο άλλωστε ο Ταγματάρχης την προηγούμενη μέρα. Σε εκείνη την περιοχή, υπήρχε η πληροφορία πως φυγαδευόταν μια αντιστασιακή ομάδα ανταρτών, που εναντιώνονταν στην εισβολή. Αυτοί οι αντάρτες ήταν μερίδα μερικών αυτονομιστών που πολεμούσαν με κοντάρια, με τόξα, με σφεντόνες, με μαχαίρια και με ό,τι έβρισκαν τελοσπάντων, για να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Κάποιοι μάλιστα, είχαν στην κατοχή τους χειροβομβίδες τύπου ARGES 73 ή έφτιαχναν αυτοσχέδιες βόμβες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ακόμα και σε αποστολές αυτοκτονίας, παίρνοντας παράλληλα εκτός από τη δική τους και τη ζωή όσων περισσότερων εχθρών μπορούσαν. Οι δικοί τους εχθροί όμως ήταν τα αδέρφια εκείνου!

Πήγαινε αρκετός καιρός από τότε που τα ΜΜΕ προετοίμαζαν τον λαό του για τον επικείμενο πόλεμο… Ήταν ιερός… Δίκαιος… Οι «άλλοι» φταίνε! Όλοι τους, άμαχοι και μη, ένιωθαν έτοιμοι να υπηρετήσουν έναν ανώτερο σκοπό, ο καθένας από το δικό του πόστο. Μόλις όμως έμαθε για τις αποστολές αυτοκτονίας εις βάρος ων συμπατριωτών του, κατατάχθηκε οικειοθελώς στις Ειδικές Δυνάμεις. Και τώρα το Τάγμα, που υπηρετούσε, είχε την διαταγή από τη Μεραρχία να κάνει γενική εκκαθάριση της εν λόγω ομάδας. Αυτή ουσιαστικά ήταν και η τελευταία αντίσταση που έπρεπε να κάμψει η διοίκηση της χώρας του γιατί, κατά τα φαινόμενα, είχαν εισβάλει με σχετική ευκολία μέχρι τη πρωτεύουσα των εχθρών.

Χωρίστηκαν σε εξαμελείς ομάδες και εισέβαλαν στην περιοχή που τους είχαν υποδείξει γρήγορα και αθόρυβα σαν τις γάτες στο σκοτάδι. Η κάθε μία ομάδα αναλάμβανε ένα οικοδομικό τετράγωνο και το χτένιζε κυριολεκτικά. Μπουκάρανε σε πολυκατοικίες, σε θέατρα, σε κινηματογράφους, σε σχολεία, σε γηροκομεία, σε νοσοκομεία, και γενικά σε κάθε λογής κλειστό χώρο, που θα μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο των επικίνδυνων ανταρτών.

Μέσα σε επτά ώρες είχαν ολοκληρώσει χωρίς παρατράγουδα την εκκαθάριση του 75% της περιοχής που τους είχαν αναθέσει. Δεν βρήκαν πουθενά αντίσταση! Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τα ετοιμόρροπα από τους βομβαρδισμούς σπίτια τους ή είχαν πεθάνει μέσα σε αυτά, όταν κατέρρευσαν και μετατράπηκαν σε οικογενειακούς τάφους. Ήταν μια πόλη φάντασμα! Μόνο τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες, οι οποίοι πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον σαν τα σκυλιά στα αμπέλια. Η παντελής έλλειψη ιατρικού προσωπικού αλλά και φαρμάκων είχε αποτέλεσμα να πεθαίνουν πολλοί, ακόμα και από μια απλή αιμορραγία. Οι θάλαμοι μύριζαν θάνατο αλλά αυτό δεν προκαλούσε πλέον καμία δυσφορία. Άλλωστε όλη η περιοχή έτσι μύριζε, μετά τον βομβαρδισμό…

Η επόμενη στάση της ομάδας του ήταν στο γηροκομείο. Εκεί ήταν ακόμα πιο εύκολα τα πράγματα για αυτούς. Το ταβάνι στην κεντρική αίθουσα ψυχαγωγίας των ηλικιωμένων είχε πέσει από επίθεση πυραυλικού συστήματος MLRS και τους είχε σκοτώσει όλους, μαζί με το προσωπικό. Μάλλον θα είχαν όλοι τους συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθούν από την κρατική τηλεόραση τις εξελίξεις της εισβολής και το χτύπημα τούς έπιασε όλους απροετοίμαστους.

Η ομάδα ήταν έτοιμη να εκκενώσει τον χώρο όταν άκουσαν ένα θόρυβο από τους θαλάμους που βρίσκονταν στο βάθος… Πλησίασαν αθόρυβα, σε σχηματισμό ρόμβου, οπλισμένοι και έτοιμοι για να εξοντώσουν τον εχθρό.

«Σας παρακαλώ…», άκουσαν μια σιγανή φωνή να λέει.

Ο Λοχίας, που ηγούνταν την ομάδα, σήκωσε την αριστερή γροθιά του ενωμένη προς τα πάνω και όλοι ακινητοποιήθηκαν. Από την άκρη του τοίχου ξεπρόβαλαν οι ρόδες ενός αναπηρικού αμαξιδίου, που το έσερνε μετά βίας ένας αποστεωμένος γέρος. Τα χείλη του ήταν αφυδατωμένα και στο μέτωπο είχε μια βαθιά πληγή που είχε κλείσει αλλά το αίμα, που είχε τρέξει μέχρι το μάτι του και είχε ξεραθεί, είχε ένα βαθύ κυανό χρώμα που ήταν έντονο και μαρτυρούσε τη λαβωματιά του.

«Νερό… Λίγο νερό σας παρακαλώ…», είπε ο γέρος που κατάφερε και φανερώθηκε όλος μπροστά τους, σέρνοντας τις ρόδες μέσα στα χαλάσματα.

Όλοι από την ομάδα έβαλαν αυθόρμητα τα γέλια. Όλοι εκτός από εκείνον, που ήταν νέος στο τάγμα. Εκείνος ήταν σχεδόν έτοιμος να δώσει το υδροδοχείο του στον ηλικιωμένο αλλά έμεινε άναυδος από τη συμπεριφορά των αδερφών του και δεν ήξερε τι να κάνει. Τους έβλεπε να γελούν και να πειράζουν τον αδύναμο γέρο ο οποίος τους κοιτούσε σαστισμένος και παρακαλούσε για νερό.

«Τι έγινε ρε γέρο; Έμεινες μονάχος σου; Χεχεχε!», είπε ο ένας.

«Πού είναι η γριά σου ρε γέρο; Τα κακάρισε πρώτη; Τα παιδιά σου; Σε παράτησαν κι αυτά; Χαχαχα!», είπε ο άλλος.

«Μπα, θα είχε τίποτα νταήδες για γιους που προσπάθησαν να μας αντισταθούν και τους καθαρίσαμε κι αυτούς!;», συμπλήρωσε ένας τρίτος και όλη ομάδα ζητωκραύγασε.

Έκαναν ένα κύκλο, στριφογύριζαν το καροτσάκι του γέρου και το έσπρωχναν σαν μπαλάκι ο ένας στον άλλο. Ο γέρος σταμάτησε να παρακαλεί για νερό και βυθίστηκε σε ένα γοερό κλάμα.

Κάπου εκεί ο νέος δεν άντεξε να το βλέπει αυτό και αποφάσισε να επέμβει. Μπήκε στη μέση έπιασε το καρότσι και το σταμάτησε. Έκανε με το δεξί του χέρι μια κίνηση για να πιάσει το υδροδοχείο του για να το δώσει στον γέρο αλλά κοκάλωσε καθώς ένιωσε μια κάννη να τον σημαδεύει στα μηλίγγια.

«Ποιος σου έδωσε την εντολή νέε να του δώσεις νερό;», τον ρώτησε με βροντερή φωνή ο Λοχίας.

«Κανείς κύριε Λοχία. Είπα να του προσφέρω λίγο νερό, μιας και θα τον φυγαδεύσουμε αφού είναι άμαχος πληθυσμός…»

«Να τον φυγαδεύσουμε; Δεν φυγαδεύουμε γέρους μικρέ! Δεν έχουμε τέτοιες εντολές! Και δεν χαραμίζουμε τα πολεμοφόδια μας για τον εχθρό».

«Αν δεν τον φυγαδεύσουμε ας του δώσουμε λίγο νερό και μια κονσέρβα έστω. Έχει μείνει πετσί κόκκαλο κύριε Λοχία…»

«Αυτό που εσύ θες να δώσεις τώρα στον εχθρό μας, ίσως το στερηθείς αργότερα. Και τότε κάποιος φιλεύσπλαχνος αδερφός, που πολεμάει στο πλευρό σου, να αναγκαστεί να στο δώσει και να το στερηθεί εκείνος!»

«Αναλαμβάνω την ευθύνη, κύριε Λοχία, να του δώσω το νερό μου και μια κονσέρβα δικιά μου και υπόσχομαι να μην ζητήσω από κανέναν αδερφό μου αργότερα τίποτα. Αν αθετήσω την υπόσχεσή μου τουφεκίστε με!», δήλωσε και στάθηκε σε στάση προσοχής με αποφασιστικότητα.

«Καλώς. Σβέλτα όμως! Έχει μείνει ένα τελευταίο συγκρότημα κατοικιών να ελέγξουμε.», του είπε κοιτάζοντας τον με δυσπιστία και απαξίωση.

«Μάλιστα κύριε Λοχία!», είπε ανακουφισμένος ο νέος και με γρήγορες κινήσεις άφησε το υδροδοχείο του στον γέρο μαζί με μια κονσέρβα.

Πήρε το όπλο του και έκανε να γυρίσει για να πάει να ενταχθεί στον σχηματισμό της ομάδας, που είχε προπορευθεί μερικά βήματα, αλλά ο γέρος τον έπιασε απότομα από το χέρι, σταματώντας τον. Τα καταγάλανα και θολά, από τον καταρράκτη μάτια του, τον κάρφωσαν με ένα διαπεραστικό βλέμμα.

«Είμαστε όλοι αδέρφια! Μην σε πείσουν ποτέ για το αντίθετο!»

Ο νέος σάστισε από το κράτημα του γέρου. Δεν περίμενε πως έκρυβε τέτοια σβελτάδα και τέτοια αποθέματα δύναμης μέσα του. Αλλά πιο πολύ, σάστισε με αυτό το βλέμμα που το ένιωσε να βλέπει ως τα βάθη της ψυχής του. Αυτό το βλέμμα που του έλεγε μια τρομερή αλήθεια! Ξαφνικά τον διαπέρασε ένα ρίγος… Απελευθέρωσε το χέρι του και έτρεξε να προλάβει την υπόλοιπη ομάδα.

Το τελευταίο συγκρότημα κατοικιών, που έπρεπε να ελέγξουν, αποτελούταν από τέσσερις τριώροφες πολυκατοικίες που βρίσκονταν ένα μίλι μακριά. Από την ενδοεπικοινωνία του ασυρματιστή, είχαν ενημερωθεί ήδη πως και οι υπόλοιπες ομάδες δεν συνάντησαν κανένα πρόβλημα κατά την επιχείρηση εκκαθάρισης. Κινούνταν γοργά, ακροβολισμένοι κατά μήκος του δρόμου και στα πηγαδάκια επικρατούσε η βεβαιότητα πλέον πως οι αντάρτες είτε είχαν προλάβει να διαφύγουν είτε βρίσκονται θαμμένοι κάτω από τα συντρίμμια ενός εκ των βομβαρδισμένων κτηρίων.

Μόλις έφτασαν στο συγκρότημα, παρατήρησαν πως οι πολυκατοικίες είχαν αποτελέσει στόχο για σωρεία πυραύλων αλλά πάραυτα έστεκαν όρθιες. Σαν ετοιμόρροπο επιτραπέζιο παιχνίδι από τουβλάκια ήταν! Αδυνατούσες να διανοηθείς πως κάποτε εκεί μέσα κατοικούσαν άνθρωποι! Πως έμεναν ανθρώπινες ζωές την ώρα που έγινε ο μαζικός βομβαρδισμός και γέμισε τρύπες όλους τους τοίχους θυμίζοντας κεφάλια ελβετικών τυριών! Οι τρύπες είχαν τέτοια διάμετρο που σου επέτρεπαν να βλέπεις το εσωτερικό κάθε διαμερίσματος λεπτομερώς. Κάποιοι τοίχοι είχαν καταρρεύσει ολοσχερώς και τα διαμερίσματα θύμιζαν σκηνικό από θίασο που έχει μόνο τρεις τοίχους και ο τέταρτος απουσιάζει για να μπορεί το κοινό να βλέπει την παράσταση. Έτσι φαίνονταν όλα αυτά στα μάτια του νέου. Σαν σκηνές από ένα θίασο με μακάβριο περιεχόμενο… Σαν να ήταν εκείνος, αιώνιος ηθοποιός του Grand Guignol Theatre, σε μια παράσταση που δεν είχε τελειωμό…

Ξεκίνησαν πρώτα με τα κτήρια που θεωρητικά θα τους έπαιρναν περισσότερο χρόνο. Αυτά ήταν τα δύο από τα τέσσερα κτήρια, που ήταν αντικριστά και ήταν λιγότερο γκρεμισμένα. Εκεί υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να κρύβεται κάποια ομάδα ανταρτών ή έστω μερικοί από δαύτους. Τους πήρε κάμποση ώρα να ανοίγουν πόρτα πόρτα και να ψάχνουν για κρυφά περάσματα και καταπακτές. Μόλις τελείωσαν, πήγαν στο ένα εκ των δύο, που ήταν σχεδόν γυμνά από τοίχους. Ανέβαιναν τις σκάλες σε σχηματισμό φάλαγγας, όντας πολύ προσεκτικοί μην καταρρεύσει το έδαφος από τα πόδια τους, γιατί ο εξωτερικός τοίχος της σκάλας που έβλεπε προς τα έξω, είχε ήδη γκρεμιστεί. Ο πρώτος όροφος ήταν «καθαρός» και άρχισαν να ανεβαίνουν κατά τον ίδιο παρόμοιο τρόπο στον δεύτερο, όταν το αετίσιο μάτι του Λοχία είδε στο απέναντι τελευταίο κτήριο να βγαίνει φως από μια τρύπα στον τοίχο του τρίτου ορόφου. Όλη η ομάδα έκανε αμέσως μεταβολή! Κατέβηκαν τις σκάλες αδιαφορώντας πλέον για την ασφάλειά τους και σε κλάσματα δευτερολέπτου είχαν βρεθεί στις σκάλες του τελευταίου κτηρίου. Δεν έλεγξαν ούτε τον πρώτο ούτε τον δεύτερο αλλά όρμησαν κατευθείαν στον τρίτο όροφο, σαν ταύροι σε υαλοπωλείο!

Ελέω της απώλειας πόρτας ήρθαν ευθύς αμέσως κατάματα με τον «ένοχο»… Ήταν μια ρακένδυτη αδύνατη κοπέλα, γύρω στα είκοσι, που είχε στην αγκαλιά της ένα γυμνό βρέφος! Παραδίπλα ήταν μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη κούνια, με μερικές βρόμικες κουβέρτες μέσα. Στη μέση του δωματίου, τρία κούτσουρα σιγόκαιγαν και πάνω στη θράκα ψηνόταν σουβλισμένο σε μια μπετόβεργα ένα γδαρμένο πουλερικό. Πιθανόν να ήταν κάποιο περιστέρι, γιατί με κοτόπουλο δεν έμοιαζε… Και οι έξι κάννες των τουφεκιών της επίλεκτης ομάδας ήταν στραμμένες προς το μέρος της. Εκείνη τρέμοντας από φόβο έσφιξε ενστικτωδώς στο στήθος της το βρέφος, για να το προστατέψει. Πρώτος την πλησίασε ο Λοχίας σημαδεύοντάς την στο δόξα πατρί.

«Πού είναι οι υπόλοιποι;»

«Μόνη μου είμαι…», είπε με τρεμάμενη φωνή εκείνη.

«Δεν σε πιστεύω!»

«Αλήθεια λέω! Ο άντρας μου κατατάχθηκε και πέθανε στο μέτωπο και οι γονείς μου έχουν πεθάνει από τους βομβαρδισμούς…»

«Αφού δεν θες να μου πεις την αλήθεια με το καλό θα μου την πεις με το άγριο! Πες μου που είναι οι υπόλοιποι αλλιώς χαιρέτα το παιδί σου…», της είπε και έστρεψε το όπλο προς το βρέφος.

Εκείνο το πέρασε για παιχνίδι και άπλωσε το χεράκι του αρπάζοντας την άκρη της κάννης για μια στιγμή. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και γύρισε το κορμί της από την άλλη θέλοντας να βγάλει από το πεδίο βολής το σπλάχνο της. Ο Λοχίας έκανε νόημα και δύο από την ομάδα ενεπλάκησαν χωρίζοντας τη μάνα από το παιδί μέσα σε έναν καταιγισμό από κλάματα, κραυγές και παρακάλια. Ο ένας από την ομάδα πήρε το μωρό και το έδωσε στον Λοχία. Η μάνα άρχισε να ωρύεται με λυγμούς αντικρίζοντας το παιδί της στα χέρια του εχθρού… Ο Λοχίας πρώτα πέρασε το τουφέκι χιαστή στην πλάτη από έναν ιμάντα και ύστερα πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος. Γύρισε προς το μέρος της μάνας, έβγαλε ένα μπιστόλι από τη ζώνη του και το έβαλε στον κρόταφο του παιδιού της, που σπάραζε στο κλάμα. Η ίδια στιχομυθία επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οξύνθηκαν τα πνεύματα και η ατμόσφαιρα άρχιζε να μυρίζει μπαρούτι.

«Εσείς οι δύο ψάξτε τον πρώτο όροφο να δείτε μήπως κρύβεται κανένας και εσείς ψάξτε τον δεύτερο. Εσύ κάτσε μαζί μου εδώ!», είπε ο Λοχίας στον νέο και πέταξε το παιδί μέσα στην κούνια σαν να ήταν τσουβάλι από πατάτες.

Οι δύο υποομάδες χωρίστηκαν και έφυγαν τρέχοντας για εκεί που τις είχαν διατάξει. Ο νέος καθόταν μαρμαρωμένος και κοιτούσε τον Λοχία να ψάχνει τα συντρίμμια για τυχόν ενδείξεις που θα μαρτυρούσαν ότι όντως δεν ήταν μόνη της. Βρήκε ένα σκονισμένο χαρτί και το σήκωσε απότομα από το έδαφος. Το παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα και τα μάτια του φλογίστηκαν! Γύρισε μαινόμενος προς στην κοπέλα και της το πέταξε στο πρόσωπο. Την σημάδεψε και πάλι κατάματα με το τουφέκι του.

«Λέγε, τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνουν αυτά τα σημεία που είναι κυκλωμένα στον χάρτη;»

«Ποιον χαρ..», πήγε να ψελλίζει εκείνη αλλά αμέσως ένα χτύπημα από το κοντάκιο του τουφεκιού του Λοχία την ξάπλωσε προς τα πίσω.

«Λέγε τι σημαίνουν όλα αυτά; Μην μου κάνεις την ανήξερη!»

«Δεν ξέρω τι εννο…» Δεν πρόλαβε πάλι να μιλήσει και δέχτηκε ακόμα ένα χτύπημα από το κοντάκιο του Λοχία.

«Λέγε, τι ετοιμάζετε; Πού σκοπεύετε να μας χτυπήσετε; Λέγε!», της φώναζε και την κλοτσούσε με τα άρβυλά του ξανά και ξανά.

Ο νέος άκουγε την κοπέλα να δέχεται χτυπήματα, να κλαίει και να εκλιπαρεί για έλεος. Δεν άντεχε άλλο αυτό το θέαμα! Του προκαλούσε απέχθεια και αναγούλα! Τράβηξε το βλέμμα και το έριξε στο βρέφος, που πλάνταζε στην κούνια. Άρχισε να παρατηρεί το μωρό, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του απ' τα χτυπήματα και τις φωνές που στο «υπόβαθρο» έδιναν κι έπαιρναν. Κοίταζε τα χέρια του, τα πόδια του, τα δάχτυλά του, τα μάτια του, το στόμα του, το στήθος του… Τα παρατηρούσε όλα λεπτομερώς ώσπου κάτι περίεργο συνέβη μέσα του…Έτσι γυμνό που ήταν, χωρίς ρούχα όπως το γέννησε η μάνα του, άρχιζε να του θυμίζει τον εαυτό του! Έβλεπε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του βρέφους. Στα μάτια του δεν είχαν καμία διαφορά πλέον! Ήταν ένα και το αυτό! Ήταν αδέρφια! Έως εκείνη τη στιγμή αδυνατούσε να το συλλάβει αλλά πλέον το έβλεπε καθαρά! Το αίμα στις φλέβες του πάγωσε! Οι τρίχες στον σβέρκο του σηκώθηκαν! Αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια του ήταν ένα έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα! Ενάντια στη φύση ολάκερη… Η αποστολή είχε αποτύχει παταγωδώς πριν ακόμα ξεκινήσει! Ο σκοπός που υπηρετούσε ήταν καταδικασμένος. Δεν υπήρχαν νικητές… Μόνο χαμένοι! Εκείνοι που κινούσαν τα νήματα το γνώριζαν αλλά εκείνος όχι! Αυτός, ήταν απλά μια μαριονέτα…

Πήρε το όπλο και πήγε πίσω από τον Λοχία αθόρυβα. Σήκωσε το κοντάκιο ψηλά στον αέρα και το κατέβασε χτυπώντας τον δυνατά στο κεφάλι. Ο Λοχίας έπεσε κάτω αναίσθητος. Η κοπέλα προσπαθούσε να βρει τις ανάσες τις από τα χτυπήματα αλλά κατάφερε και στάθηκε στα πόδια της. Ύστερα αιμόφυρτη, όπως ήταν, έσυρε το κορμί της μέχρι την κούνια. Πήρε το βρέφος αγκαλιά, το φίλησε στοργικά και σε λίγα δευτερόλεπτα το έκανε να σταματήσει να κλαίει. Εκείνη τη στιγμή όμως μπήκαν στο δωμάτιο οι υπόλοιποι στρατιώτες της ομάδας. Αντικρίζοντας τον Λοχία τους ξαπλωμένο κάτω και αναίσθητο, τους σημάδεψαν στο κεφάλι ζητώντας εξηγήσεις, κυρίως από τον νέο.

«Τι έγινε εδώ;»

«Ποιος χτύπησε τον Λοχία; Μίλα!»

«Μίλα αλλιώς θα σας καθαρίσουμε και τους δύο! Μίλα μ' ακούς!»

Ο νέος καθόταν και τους κοιτούσε αμίλητος και σιωπηλός. Γνώριζε πολύ καλά πως και να τους εξηγούσε, δεν θα μπορούσαν να δουν αυτό που εκείνος έβλεπε. Η διαρκής πλύση εγκεφάλου, που είχαν υποστεί, είχε κάνει την όραση τους επιλεκτική. Εκείνοι έβλεπαν μόνο χακί, εχθρούς και θάνατο! Αυτή του η στάση, άρχισε να τους εκνευρίζει ακόμα πιο πολύ… Τους πλησίασαν με αργούς βηματισμούς σημαδεύοντας τους πάντα στο κεφάλι. Μέσα σ' αυτό βρισκόταν ο εχθρός τους άλλωστε…

Τότε ήταν που η κοπέλα άρχισε να κινείται κι εκείνη προς το μέρος του νέου έχοντας αγκαλιά το γυμνό βρέφος… Οι στρατιώτες άρχιζαν να φωνάζουν δυνατά και να απειλούν πως θα την πυροβολήσουν. Τους αγνόησε και έφτασε με αργά βήματα μπροστά του. Σε εκείνον που της είχε σώσει τη ζωή! Του έπιασε το χέρι και του το έσφιξε.

«Συγγνώμη…», του είπε.

Ο νέος ένιωσε κάτι μεταλλικό να κρυώνει την παλάμη του. Την άνοιξε και είδε μια
περόνη χειροβομβίδας… Κοίταξε την κοπέλα στα μάτια. Ένα δάκρυ κύλησε ως το πηγούνι της και μαρμάρωσε εκεί. Κοίταξε το βρέφος. Ήταν ήρεμο και ένα χαμόγελο αχνοφαινόταν στο προσωπάκι του. Βούρκωσε και αυτός και τους αγκάλιασε σφικτά.
Τον αγκάλιασε κι αυτή, με όλη της τη δύναμη, σαν να ήταν αδερφός της…


Copyright © Δαμιανός Λαουνάρος All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε σκίτσο Μηνά Τσαμπάνη (Το πληγωμένο μάτι)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα