Κτήνη και σιτηρά
Στον μύθο αυτόν περιγράφεται ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Όταν γεννήθηκαν οι θεοί, δεν υπήρχαν ούτε ζώα ούτε σιτηρά. Οι θεοί δεν ήξεραν να τρώνε ψωμί ούτε είχαν ρούχα για να ντυθούν. Γι' αυτό δημιουργήθηκαν ο θεός των κτηνών Λαχάρ και η θεά των σιτηρών Ασνάν στο δωμάτιο δημιουργίας του ουρανού. Οι θεοί όμως δεν ήξεραν πώς να τα φροντίσουν. Γι' αυτό δημιούργησαν τους ανθρώπους.
Στο βουνό του ουρανού και της γης[1]
Ο Αν προκάλεσε τους Ανουννάκι να γεννηθούν
Γιατί το όνομα της Ασνάν δεν είχε γεννηθεί,
δεν είχε δημιουργηθεί
Γιατί η Ούττου δεν είχε δημιουργηθεί
Γιατί για την Ούττου[2] ναός δεν είχε ανεγερθεί
Δεν υπήρχε προβατίνα, αρνάκι δε γεννήθηκε
Δεν υπήρχε κατσίκα, κατσικάκι δε γεννήθηκε
Η προβατίνα δε γεννούσε τα δυο αρνάκια της
Η κατσίκα δε γεννούσε τα τρία κατσικάκια της.
Γιατί το όνομα της Ασνάν της σοφής και του Λαχάρ
Οι Ανουννάκι, οι μεγάλοι θεοί, δεν τα ήξεραν
Τα… σιτηρά των τριάντα ημερών
Τα… σιτηρά των σαράντα ημερών δεν υπήρχαν
Οι μικροί σπόροι, οι σπόροι των βουνών
Οι σπόροι των αγνών πλασμάτων δεν υπήρχαν
Γιατί η Ούττου δεν είχε γεννηθεί, γιατί η κεφαλή
(της βλάστησης) δεν είχε αναπτυχθεί
Γιατί ο κύριος… δεν είχε γεννηθεί
Γιατί ο Σουμουγκάν, ο θεός του κάμπου, δεν είχε εμφανιστεί
Σαν το ανθρώπινο γένος όταν πρωτοδημιουργήθηκε
Οι Ανουννάκι δεν ήξεραν το ψωμί
Δεν ήξεραν να ντύνονται με ρούχα
Έτρωγαν φυτά με το στόμα τους σαν πρόβατα
Έπιναν νερό από το χαντάκι
Εκείνες τις ημέρες στο δωμάτιο δημιουργίας των θεών
Στο σπίτι τους το Ντούλγκουγκ, ο Λαχάρ και η Ασνάν πλάστηκαν
Τα προϊόντα του Λαχάρ και της Ασνάν
Οι Ανουννάκι του Ντούλγκουγκ τρώνε αλλά δε χορταίνουν
Το αγνό γάλα της στάνης… και καλά πράγματα
Οι Ανουννάκι του Ντούλγκουγκ πίνουν, αλλά δε ξεδιψάνε
Για χάρη των καλών πραγμάτων στις καθαρές στάνες τους
Αναπνοή δόθηκε στον άνθρωπο.
Το ποίημα συνεχίζει με την κάθοδο του Λαχάρ και της Ασνάν στη γη και τα οφέλη που απονέμουν στους ανθρώπους και τους θεούς.
Εκείνες τις ημέρες ο Ένκι λέει στον Ενλίλ:
«Πατέρα Ενλίλ, ο Λαχάρ και η Ασνάν
Αυτοί που δημιουργήθηκαν στο Ντούλγκουγκ
Ας τους αφήσουμε να κατέβουν από το Ντούλγκουγκ.».
Με τον αγνό λόγο του Ένκι και του Ενλίλ
Ο Λαχάρ και η Ασνάν κατέβηκαν από το Ντούλγκουγκ
Για τον Λαχάρ έφτιαξαν τη στάνη
Φυτά, βότανα και… του χάρισαν
Για την Ασνάν ίδρυσαν ένα σπίτι
Αλέτρι και ζυγό της χάρισαν
Ο Λαχάρ στέκεται στη στάνη του
Ένας βοσκός που αυξάνει την παραγωγή της στάνης του
Η Ασνάν στέκεται ανάμεσα στη συγκομιδή
Μια κόρη καλοσυνάτη και γενναιόδωρη.
Αφθονία ουρανού…
Ο Λαχάρ και η Ασνάν έφεραν
Στη συνέλευση έφεραν αφθονία
Στη χώρα έφεραν αναπνοή ζωής
Τα διατάγματα του θεού τους οδηγούν
Το περιεχόμενο των αποθηκών πολλαπλασιάζουν
Οι αποθήκες γεμίζουν ως επάνω.
Στο σπίτι των φτωχών, που πλέει στη σκόνη
Μπαίνοντας φέρνουν αφθονία
Οι δυο τους όπου κι αν στέκονται
Φέρνουν μεγάλη ανάπτυξη στο σπίτι
Το μέρος που στέκονται ικανοποιούν
Το μέρος που κάθονται τροφοδοτούν
Έδωσαν χαρά στην καρδιά του Αν και του Ενλίλ.
Τελικά όμως ο Λαχάρ και η Ασνάν παραήπιαν κρασί, μέθυσαν και άρχισαν να καβγαδίζουν. Καθένας τους άρχισε να παινεύει τον εαυτό του και να μιλάει για τα κατορθώματά του, ώσπου ο Ενλίλ και ο Ένκι επενέβησαν και πέτυχαν συμβιβασμό.
Ένας μεταγενέστερος σουμερικός μύθος που συνδέθηκε με το Εριντού έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ένκι, «Κύριο της γης», θεό της σοφίας και των βωμών, ο οποίος λατρεύεται ως κυρίαρχος του μυστικιστικού Μι που ενσαρκώνει τις «εκατό θεϊκές δυνάμεις», οι οποίες εξασφάλιζαν στην πόλη του Εριντού την κορυφαία θέση ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις. Ο χαρακτηρισμός του Ένκι ως θεού της γης ή και «Κύριο του Κάτω Κόσμου» έχει σχέση ίσως με τον πανάρχαιο μύθο που θέλει τον θεό να γεμίζει τη γη με ανθρώπους, όπως έκανε και ο Γιαχβέ στη Βίβλο.
Σύμφωνα με τις σουμερικές παραδόσεις, ο Ένκι είχε πέσει σε βαθύ ύπνο, ενώ οι υπόλοιποι θεοί είχαν κουραστεί πολύ και δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα ουράνια καθήκοντά τους. Τότε η Νάμμου, η μητέρα του Ένκι, πήγε να τον βρει και να τον συμβουλευθεί. Πριν προλάβει να τον ξυπνήσει, εκείνος της είπε τι έπρεπε να κάνει. Συμβούλευσε τη Νάμμου –που δεν ήταν μόνο δική του μητέρα, αλλά η αρχέγονη μητέρα των πάντων, εκείνη που είχε γεννήσει «τον Ουρανό και τη Γη»– να φτιάξουν επάνω από τον Άπσου (Abzu), το γλυκό νερό, που έρεε υπογείως και χάριζε ζωή, ένα ζωντανό πλάσμα από πηλό, το οποίο θα βοηθούσε τους θεούς στις
δουλειές που είχαν να κάνουν.
Έτσι, σύμφωνα με τη μυθολογία των Σουμερίων πλάστηκαν οι άνθρωποι κατ' εικόνα του Θεού, από το μαλακό χώμα της Μεσοποταμίας. Η θεά Νάμμου πήρε στα χέρια της έναν σβώλο χώμα και έφτιαξε τους ανθρώπους, ενώ οκτώ θεές τη βοηθούσαν στο έργο της δημιουργίας. Η πιο δυνατή από αυτές, η θεά Νίνμα, αισθάνθηκε ότι την είχαν παραγκωνίσει και δεν της είχαν δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό, γι' αυτό αποφάσισε να αποδείξει τις δικές της ικανότητες για δημιουργία. Την απόφαση αυτήν όμως την πήρε τυφλή από θυμό και την πραγματοποίησε μ' έναν αρνητικό τρόπο. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να συναντήσει προσωπικά τη Νάμμου και τον Ένκι, απέδειξε στον «Κύριο της γης» και στην παντοδύναμη μητέρα του ότι δεν μπορούσε μεν να καταστρέψει τα δημιουργήματά τους, αλλά είχε τη δύναμη να τα στιγματίσει. Η Νίνμα πήρε ένα κομμάτι πηλό που είχε περισσέψει και έφτιαξε επτά πλάσματα με εξογκώματα στο σώμα και γενετικές ανωμαλίες, για να καταστρέψουν την ομορφιά του ανθρώπινου κόσμου.
Στο σημείο αυτό παρατηρούμε μια εκδοχή της φυγής από τον παράδεισο, εξαιτίας μιας θεάς που είχε θυμώσει πολύ. Η τιμωρία είναι ο σωματικός πόνος. Στη μυθολογία των Σουμερίων, λοιπόν, η Νίνμα είναι εκείνη που φέρνει στους ανθρώπους την ασχήμια και τις αρρώστιες. Ο Ένκι όμως απάντησε στην πρόκληση της θεάς. Τακτοποίησε τους ανθρώπους που ήταν ανάπηροι και στείροι μέσα στον κόσμο που έφτιαξε και σαν μια αναλαμπή της ιδέας του για την αντίληψη του τέλειου ανθρώπου δημιούργησε τον umu’ul, έναν όμορφο γέρο που συμβολίζει, σε αντίθεση με τον άσχημο κόσμο της Νίνμα, την τελειότητα της ανθρώπινης ζωής γεμάτης ευτυχία και αρμονία.
Η Νάμμου, δημιουργός των ανθρώπων, ανέλαβε τώρα και το δύσκολο καθήκον να ορίσει τη μοίρα τους. Έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία των θεών, να μοιράσει όσο πιο δίκαια μπορούσε τις τύχες των ανθρώπων, ιδιαίτερα μετά τη φοβερή πράξη της Νίνμα.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι οι άνθρωποι ήθελαν πια να γνωρίζουν το μέλλον τους, έτσι η θεά Νάμμου διάβαζε το μέλλον στα χαρτιά. Ποιος άλλος όμως μπορούσε να είναι ο πλέον κατάλληλος, για να εκπληρώσει αυτήν την επιθυμία των ανθρώπων, από τον Ένκι; Εξάλλου εκείνος, ως γιος της Νάμμου και πνευματικός δημιουργός των ανθρώπων, ήταν ο θεός που από πολλές απόψεις βρισκόταν πιο κοντά στο γένος των ανθρώπων.
Σύμφωνα με την αντίληψή του σχετικά με τη ζωή των θεών και των ανθρώπων, ο Ένκι ήταν έτοιμος να ενδώσει στην επιθυμία των τελευταίων για την πρόβλεψη της μοίρας τους, γιατί πίστευε ότι έτσι οι άνθρωποι θα έδειχναν μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Σύμφωνα με τον μύθο όμως, ο Ένκι αποφάσισε να μην είναι απόλυτα ειλικρινής απέναντι στα δημιουργήματά του, επειδή έτσι θα κατέστρεφε και τη θεϊκή του υπόσταση, αλλά και θα άλλαζε και η συμπεριφορά των ανθρώπων, αφού θα γνώριζαν πια τη μοίρα τους.
Γι' αυτόν τον λόγο επινόησε ένα περίπλοκο σύστημα χρησμών και προφητειών, το οποίο με μεγάλη πονηριά κατόρθωνε παρόλη την ασάφεια των χρησμών να μην αφήνει περιθώρια στους ανθρώπους για περισσότερες επιθυμίες. Δημιουργήθηκε έτσι μια σχέση εξάρτησης του ανθρώπου από τους θεούς, βασισμένη σε προλήψεις –φόβους για κακούς οιωνούς, άσχημα προαισθήματα, χαρακτηριστικούς εφιάλτες, δύσκολες ώρες και ημέρες– η οποία, αν και οι θεοί των Σουμερίων έχουν λησμονηθεί, επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Παρά το ότι στις ημέρες μας κανείς δεν σκέφτεται τους Σουμέριους, όταν περάσει μπροστά του μια μαύρη γάτα ή όταν σκοντάψει με το αριστερό πόδι, τα συναισθήματα που δημιουργούνται οδηγούν πίσω, στις ρίζες εκείνες που συνέδεαν τις προλήψεις με την πίστη στους θεούς και στους χρησμούς.
Με την πάροδο του χρόνου στη σουμερική και βαβυλωνιακή ιστορία των ανθρώπων, ο ΄Ενκι παραμένει δεμένος με τις ανθρώπινες αδυναμίες με διάφορους τρόπους. Ταυτόχρονα όμως δεν δείχνει πάντα την κατάλληλη εξυπνάδα, που θα τον έκανε θεό των μαντείων.
Η αδυναμία του είναι οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι μητέρες, γι' αυτό πάντα φροντίζει να δοκιμάζει τη γονιμότητά τους. Η Νινχουρσάνγκα, που εμφανίζεται με πολλά ονόματα, όπως Νιρσικίλ, Νίντου ή Νταμγκαλνούνα, είναι μία από τις θεές μητέρες. Ο Ένκι κέρδισε την εύνοιά της μ' ένα θαύμα. Υπήρχε μια πηγή από την οποία έτρεχε νερό, αλλά ήταν πικρό. Ο Ένκι έκανε την πηγή να αναβλύζει γλυκό νερό και μετά από αυτό το θαύμα οι άνθρωποι τον λάτρεψαν ως τον θεό, που χάριζε τη ζωή και στο μέλλον έπαιρνε ενεργό μέρος και στον χορό των θεών.
Κοιμάται με τη Νινχουρσάνγκα, η οποία μετά από εγκυμοσύνη εννέα ημερών του χαρίζει μία πανέμορφη κόρη, τη θεά Νίνμου. Γοητευμένος από την ομορφιά της, την παίρνει μαζί του και αφού πλαγιάζει και με αυτήν, η θεά μένει έγκυος και μετά από εγκυμοσύνη εννέα ημερών ο θεός γίνεται παππούς. Και αυτό το παιδί είναι κορίτσι, η Νινκούρα, η θεϊκή υπόσταση της οποίας ορίζεται από την καταγωγή της. Όπως η μητέρα και η γιαγιά της, ανήκει και αυτή στην ομάδα των μεγάλων θεοτήτων της γονιμότητας και σύντομα έχει την ευκαιρία να δείξει τις δικές της ικανότητες. Υποκύπτοντας όπως και οι προηγούμενες σε νεαρή ηλικία στον έρωτα του Ένκι, γέννησε μετά από εγκυμοσύνη εννέα ημερών άλλη μία κόρη, την Ούττου.
Αυτή η κόρη αρνήθηκε τη γοητεία του ερωτιάρη Ένκι. Αντίθετα με την παράδοση που ακολουθούσαν όλες οι γυναίκες της οικογένειάς της, δεν έγινε ούτε μητέρα ούτε θεά της γονιμότητας, αλλά ακολούθησε μια πιο πρακτική οδό και έγινε θεά της υφαντικής και της καθαριότητας. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Ένκι, καθόσον η δισέγγονή του, η Ούττου, ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Άρχισε να σκέπτεται, λοιπόν, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να την αποσπάσει από τα καθήκοντά της και να την κερδίσει για τον εαυτό του. Η Νινχουρσάνγκα όμως είχε προειδοποιήσει την εγγονή της Ούττου και έτσι η θεά έκλεισε τα αφτιά της στα ερωτόλογα και στους όρκους του Ένκι. Ο πονηρός θεός, άξιος ομόλογος του Ολύμπιου Δία, σκέφτηκε τότε ένα παλιό και δοκιμασμένο κόλπο. Μεταμφιέστηκε σε κηπουρό, ο οποίος, μεταφέροντας φρέσκα, δροσερά φρούτα βρήκε την ευκαιρία να μπει στο σπίτι της Ούττου. Τα κείμενα των Σουμερίων δεν διευκρινίζουν αν ο θεός Ένκι την έκανε δική του με τη βία ή αν η θεά ενέδωσε εκουσίως στις ορέξεις του. Γνωρίζουμε όμως ότι η ερωτική πράξη του Ένκι με τη δισέγγονή του, που την είχε ξεγελάσει, δεν είχε αίσιο τέλος. Για το τραγικό τέλος φρόντισε ένας μάγος που έστειλε η θεά Νιχουρσάνγκα, η οποία όχι μόνο ζήλευε αλλά αισθανόταν και υποχρεωμένη να διαφυλάξει την τιμή της οικογένειας.
Πάντως χάρη στη δύναμη της θεάς αυτήν τη φορά δεν υπήρξε εγκυμοσύνη και παιδί. Από το σπέρμα του Ένκι φύτρωσαν οκτώ μυστηριώδη φυτά. Όταν ο Ένκι έμαθε ότι τα φυτά αυτά είχαν γεννηθεί από το σπέρμα του, έστειλε τον βοηθό του τον Ισνίμ να τα κόψει και όταν του τα έφερε τα βρήκε τόσο όμορφα, ώστε τα έφαγε. Η Νινχουρσάνγκα θύμωσε τόσο πολύ με αυτό που έκανε ο θεός, ώστε αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Ένκι. Οι υπόλοιποι θεοί ενοχλήθηκαν πολύ από την εξαφάνιση της θεάς της γονιμότητας, γιατί χωρίς εκείνη κάθε ζωντανή ύπαρξη στον ουρανό και στη γη ήταν καταδικασμένη να πεθάνει. Τότε εμφανίστηκε στο συμβούλιο των θεών η πονηρή αλεπού και ζήτησε μια μεγάλη αμοιβή, για να φέρει πίσω τη θεά. Το πανέξυπνο ζώο κατόρθωσε να ηρεμήσει την οργισμένη θεά και να την επαναφέρει στην κοινωνία των θεών. Εκεί βρήκε τον θεό Ένκι να έχει δηλητηριαστεί από τα φυτά που είχε φάει και να πάσχει από οκτώ διαφορετικές αρρώστιες που του στερούσαν τις δημιουργικές του δυνάμεις. Η τάξη και η συνέχιση του κόσμου φαινόταν να απειλείται σοβαρά. Τότε η Νινχουρσάνγκα, που είχε αναλάβει ξανά τα καθήκοντά της ως θεά-μητέρα, του γέννησε μια θεά, για να τον γιατρέψει από τις αρρώστιες. Έτσι γεννήθηκαν οι θεοί της γης και της βλάστησης, που δεν έκαναν καλό μόνο στον Ένκι, αλλά χάρισαν και στη χώρα ευλογία και ευφορία.
Όσες φορές αναζητήθηκαν οι ρίζες αυτού του μύθου, που συνδέεται με μια χώρα, η οποία κατά τη σουμερική περίοδο ονομαζόταν Τιλμούν –το σημερινό Μπαχρέιν– η σύνδεσή του με τις λατρείες βλάστησης των ανθρώπων «Ομπέντ» είναι αδιαμφισβήτητη[3]. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι μετά την εμφάνιση των Σουμερίων στη Νότια Μεσοποταμία, σε όλους τους τομείς, όπως και στη θρησκεία, επήλθε μια συγχώνευση γηγενών και ξένων στοιχείων, άρα ο σουμερικός πολιτισμός γεννήθηκε από μια συνύπαρξη σουμερικών, σημιτικών και Ομπέντ αξιών.
Το παρόν αποτελεί απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Χρήστου Ντικμπασάνη με θέμα Ο άνθρωπος των Σουμερίων.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Επίσης:
Πρώτος σουμεριακός μύθος: Το ταξίδι του Νάννα στη Νιππούρ
Δεύτερος σουμεριακός μύθος: Ο Ενλίλ διαλέγει τον Θεό-αγρότη
Τέταρτος σουμεριακός μύθος: Η δημιουργία της αξίνας
[1] Παρατηρούμε εδώ ότι ο ουρανός και η γη συναποτελούσαν ένα βουνό. Η βάση του ήταν η γη και η κορυφή του η στέγη του ουρανού.
[2] Η θεά των φυτών
[3] Uhlig, Helmut, (2003), Οι Σουμέριοι: Ένας λαός στις απαρχές της Ιστορίας, (μεφρ. Μαρούλα Κόντη), Αθήνα: Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ & ΣΙΑ Ε.Ε., σ. 31