Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το κέρας δεν ήχησε ποτέ

Χρήστου Τσεκουρλούκη

Έργο Βιβής Μαρκάτου


Θυμάμαι ακόμα εκείνη την ημέρα γιορτής στο δάσος του Αλχάιμ. Ο κύκλος του χρόνου μάς είχε οδηγήσει με συνέπεια στην άνοιξη. Η φύση είχε και πάλι αφυπνιστεί. Τα σπίτια μας χτισμένα, επάνω στα δέντρα, ήταν στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες ενώ μυρωδάτα άνθη χόρευαν τριγύρω στον αέρα. Τραγούδια αντηχούσαν μέσα από τα φύλλα, σαν τα ίδια τα δέντρα να συμμετείχαν στις ξωτικές μας χορωδίες. Όλοι φορούσαν τα μεταξένια ρούχα τους και τραγουδούσαν, χορεύοντας στη μουσική του δάσους. Το υδρόμελι έρεε ανεξάντλητο σαν ποταμός και η μαγεία των στιγμών μάς οδηγούσε ώρα με την ώρα σε μεγαλύτερη έκσταση...
    Το κέρας όμως δεν ήχησε ποτέ... Θυμάμαι τον πατέρα μου Ίθιλ, να με αγγίζει στον ώμο, ζητώντας μου να τον ακολουθήσω. Οι τελευταίες αχτίδες του ηλίου ταξίδευαν μέσα από τα φύλλα κι εμείς σιωπηλά βαδίζαμε βαθύτερα στο δάσος. Σε λίγο, οι φωνές και τα τραγούδια είχαν χαθεί μακριά, και είχε απομείνει μονάχα ο απαλός αέρας τα φύλλα να θροΐζει.
    – «Πού πάμε πατέρα;», τον είχα ρωτήσει. Μα εκείνος απλά συνέχιζε αθόρυβα να προπορεύεται και εγώ να ακολουθώ. Λίγη ώρα μετά φτάσαμε σε ένα ξέφωτο, όπου υπήρχε μια μικρή λιμνούλα, και στο βάθος ένα ύψωμα από όπου κυλούσε ένας μικρός καταρράκτης.
    Ο πατέρας μου βούτηξε στη λίμνη, κολύμπησε με χάρη ως τον καταρράκτη και ύστερα πέρασε πίσω από αυτόν. Τον ακολούθησα ως εκεί, χωρίς κανένα δισταγμό. Πίσω από τον καταρράκτη υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα, που οδηγούσε σε μια μικρή σπηλιά. Δεν είχε μεγάλο βάθος. Τα ξωτικά μου μάτια προσαρμόστηκαν εύκολα στο χαμηλό φως και λίγα μέτρα πιο πέρα είδα τον πατέρα μου να αγγίζει τον βράχο σε τρία σημεία και να δημιουργείται μια πόρτα. Μπήκαμε μέσα κι εκεί αντίκρισα ένα ξύλινο τραπέζι φτιαγμένο από ρίζες αρχαίων δέντρων. Πάνω σε αυτό βρισκόταν, σε μια μεταλλική βάση, το πιο όμορφο όπλο που είχαν δει τα μάτια μου ως τώρα.
    — «Γιε μου Ιθίλντριν, υπάρχει μια αρχαία παράδοση στην οικογένειά μας, που διατηρείται ως σήμερα. Ο πατέρας με τη γέννηση του παιδιού, δημιουργεί κάτι ξεχωριστό και το διαποτίζει με μαγεία και αγάπη. Όταν γεννήθηκες εσύ, σφυρηλάτησα αυτό το όπλο. Τώρα που ολοκληρώθηκε η εκπαίδευσή σου ως πολεμιστής, έφτασε η ώρα να σου το παραδώσω. Είθε να σε προστατεύει και να σε κάνει πιο δυνατό και πιο σοφό στις μάχες», κατέληξε δίνοντας μου το πανίσχυρο όπλο.
    Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που το πήρα στα χέρια μου και το στριφογύρισα. Ήταν ένα τέλειο σε αναλογίες μακρύ ξύλινο κοντάρι, καλυμμένο σε όλο του το μήκος με χρυσό, ενώ πάνω του είχε κεντημένα φύλλα από ασήμι. Στις δύο άκρες του κονταριού ήταν ενσωματωμένες δύο κοφτερές, σαν ξίφη, λεπίδες. Η ενέργεια, η μαγεία και η δύναμη του όπλου με είχαν πλημμυρίσει ολοκληρωτικά. Θυμάμαι πως αγκάλιασα τον πατέρα μου με δάκρυα στα μάτια. Θυμάμαι όμως και την μυρωδιά καμένου ξύλου, που έφτασε στα ρουθούνια μου την επόμενη στιγμή.
    Κοιταχτήκαμε, με το συναίσθημα του φόβου να αντικαθιστά αυτό της συγκίνησης. Ύστερα, τρέξαμε με όλη μας τη δύναμη πίσω στη δεντρούπολη. Τα τραγούδια και οι χαρούμενες φωνές είχανε πια χαθεί. Στη θέση τους ακούγονταν πένθιμα ουρλιαχτά και πολεμικές ιαχές. Η νύχτα είχε απλωθεί πλέον για τα καλά, αλλά το σκοτάδι φώτιζαν οι φωτιές, που έκαιγαν στο δάσος. Θα έπρεπε να είχαμε ακούσει το κέρας να ηχεί, να φωνάζει πως ο εχθρός μας πλησιάζει. Το κέρας όμως, δεν ήχησε ποτέ...
    Τα σκοτεινά ξωτικά, που ζουν στα έγκατα της γης, ξεπρόβαλαν από παντού και σαν αόρατες σκιές μας επιτέθηκαν. Συγχρονισμένα, δίχως κανείς να καταλάβει πώς εμφανίστηκαν εκεί. Ο λαός μας γιόρταζε ακόμα την άνοιξη και τα όπλα μας βρισκόντουσαν στο οπλοστάσιο. Η φρουρά είχε χαθεί πριν προλάβει να μας ειδοποιήσει για τον κίνδυνο. Τέτοια επίθεση στην δεντρούπολη του Αλχάιμ, δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν.
    Φτάνοντας εκεί, είδαμε τον θάνατο να αμαυρώνει τη μαγεία της γιορτής, τη χαρά της φύσης και την ομορφιά της γης. Ο πατέρας μου Ίθιλ, ξεθηκάρωσε το σπαθί του και όρμησε με αυταπάρνηση. Τον ακολούθησα κι εγώ, μοιράζοντας χτυπήματα στους επιτιθέμενους με το νέο μου όπλο. Μα ήταν πολλοί, ήταν χιλιάδες οι εχθροί. Υποχωρήσαμε άτακτα. Ο πατέρας μου μού φώναξε να σώσω οποιονδήποτε μπορεί να σωθεί. Να προστατέψω τα παιδιά. Μα ήταν μάταιο, με τον καπνό από τις φωτιές να φέρνει δάκρυα στα μάτια μου. Μες στον πανικό και την ένταση ούρλιαξα στα παιδιά να με ακολουθήσουν. Θυμάμαι τα χέρια μου να είναι βαριά από την κούραση των χτυπημάτων. Όμως παρόλη την κούρασή μου, είχα χαθεί στη δίνη του πολέμου, στον χορό της μάχης. Ταυτόχρονα, κατάφερα να οδηγήσω μακριά τα παιδιά και όσα περισσότερα ξωτικά μπορούσα.
    Αφήσαμε πίσω το δάσος, το σπίτι, την δεντρούπολή μας. Με ρούχα σκισμένα, πόδια γδαρμένα και αίμα να αναβλύζει από τις πληγές μας, τρέξαμε μακριά ώσπου μας βρήκε ξανά η αυγή. Όλα ήταν ήσυχα πια. Οι μάχες είχαν τελειώσει. Αλλά οι πρόσφυγες ήταν χιλιάδες. Είχαμε χάσει την πατρίδα μας. Και όλα αυτά σε ένα βράδυ. Το κέρας δεν ήχησε ποτέ... Γιατί δεν ήχησε; Ποτέ δεν μάθαμε.
    Για καιρό περιπλανηθήκαμε σε χώρες ξένες. Στων ανθρώπων τις χώρες, που μας καλοδέχτηκαν. Μέσα από κακουχίες, έχοντας χάσει τη λάμψη μας και τη μαγεία, τη χαρά και το γέλιο. Η μάχη χάθηκε. Μα ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμη. Υπόσχομαι πως όσο εγώ, ο Ιθίλντριν, αναπνέω, όσο υπάρχουν ξωτικά του φωτός, που βαδίζουν στη γη, θα πολεμάμε. Γιατί η γη μας παραμένει εκεί και μας καλεί να επιστρέψουμε.
    Θα επιστρέψουμε. Και αυτή τη φορά το Κέρας θα ηχήσει...


Copyright © Χρήστος Τσεκουρλούκης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συνοδεύεται από έργο Βιβής Μαρκάτου

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα