Ολυμπίας Θεοδοσίου
Στο κατώφλι αυτής της ακάνθινης εποχής
έφτασε ένα αλλιώτικο ξημέρωμα,
σήμανε η σιωπή της ζωής,
ο ουρανός δεν ασπάστηκε τον ήλιο,
φόρεσε κατάσαρκα ένα χρώμα σταχτί
Οι δρόμοι έπαψαν να τρέφονται
από τα γέλια των παιδιών,
ο Κρόνος καταβρόχθισε την εύπλαστη ψυχή τους.
Βήματα βαριά
άνοιξαν λάκκους στα υπόγεια
και μέσα τους έθαψαν
όνειρα που δεν πρόλαβαν να αφήσουν χνάρια.
Η νύχτα διαδέχεται την μέρα
θέλουν να φτάσουν στον φάρο της ειρήνης,
όμως ο χρόνος δεν τις κερνά
κανένα τραγούδι παρηγοριάς,
μονάχα μια Λερναία Ύδρα ξερνά κραυγές
και τότε ο φόβος σαβανώνει τους αμάχους.
Αλυσίδες κοφτερές
αχνοφαίνονται
στα ακρωτηριασμένα ξέφωτα,
στο διάβα τους φιμώνουν
κάθε σάρκα ζωντανή
και την εγκαταλείπουν ορφανή
δίχως μαρμάρινο σταυρό στο προσκέφαλο.
Ένας χειμώνας αιωνόβιος ξύπνησε
καμωμένος από αίμα αθώων
και τώρα αποζητά να ριζώσει
σε κάθε σπιθαμή της γης
και να στραγγαλίσει
το άνθος της ελευθερίας.
Οι άνθρωποι αγκαλιά
με κάποια ψίχουλα πνοής
προσμένουν την γέννηση κάποιου θαύματος
και αναρωτιούνται
εάν υπάρχει Θεός
στον βυθό αυτής της πλάσης.
Μια μάνα
νανουρίζει το παιδί της
κάπου μακριά
σε μία άλλη χώρα,
κι εδώ προσεύχεται να ζήσει
και του φιλά τα μάτια
για να το αναστήσει.
Ο εχθρός
δεν σταματά να χτυπά
τα τύμπανα του πολέμου
και οι πόλεις θρηνούν
όμως δεν σταματούν
να ακολουθούν
το φτερούγισμα της πεταλούδας.
🌺
Copyright © Ολυμπία Θεοδοσίου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα David Burliuk (Πρόσφυγες)