Εδώ είμαστε, πάλι, με ένα ακόμη ντετέκτιβ στόρι ή, όπως το έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Η Αντιγραφή δολοφονίας της Margaret P. Dalkour, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο, με γοήτευσε τόσο σε επίπεδο υπόθεσης αλλά, κι εδώ είναι που κάνει τη μεγάλη διαφορά, και σε επίπεδο περιεχομένου για τα ζητήματα που θίγει. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.
Η υπόθεση αφορά τους περίεργους θανάτους δύο εκδοτών, με διαφορά ενός έτους, που παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες –πέραν της ιδιότητας των νεκρών– αρκετά περίεργες και ύποπτες ώστε να θεωρούνται δολοφονίες αν και έχουν καταχωρηθεί ως θάνατοι από φυσικά αίτια. Πρώτη καμπάνα: πάντα με γοητεύουν οι εγκληματίες που ξέρουν πώς να κρύψουν τα ίχνη τους και στο συγκεκριμένο, όντως οι φόνοι γίνονται με ιδιαίτερη μαεστρία. Δεύτερη καμπάνα: το να κάνεις έρευνα για ένα πρόσφατο γεγονός είναι πολύ πιο εύκολο παρά για κάτι που συνέβη καιρό πριν, άρα έχουμε ακόμα ένα ενδιαφέρον σημείο. Τρίτη καμπάνα: η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτήν την υπόθεση έχει τις ρίζες της δέκα έτη πριν, προκαλώντας ένα επιπλέον «πικάντικο» στοιχείο. Τέλος, τέταρτη καμπάνα: το βιβλίο ξεκινά με μια επίθεση αρκετά πρωτότυπη, που φέρει ένα ιδιαίτερο και πολύ παράξενο αίτημα.
Τι θέλω να σας πω; Θα βρείτε πολλά σημεία να σας ενθουσιάσουν ή/και να εξάψουν την περιέργεια και την προσοχή σας. Εκτός της πολύ καλής υπόθεσης όμως, θα βρείτε και αναγνωστικό ενδιαφέρον, διαρκείς εξελίξεις, τέμπο και όμορφη ροή. Δηλαδή, με άλλα λόγια, θα βρείτε όλα τα στοιχεία που ενδυναμώνουν ένα αστυνομικό και που πυροδοτούν τις καλές εντυπώσεις. Θα βρείτε ένα πολύ πολύ όμορφο βιβλίο, από μια συγγραφέα που στο τέλος μας «κλείνει το μάτι» και μας αφήνει ένα πλατύ χαμόγελο απόλαυσης. Αν είχε και τη σωστή επιμέλεια κειμένου σήμερα θα μιλάγαμε για ένα φοβερό ανάγνωσμα (τραγικά τα λάθη).
Στα συν του βιβλίου όμως, οφείλω να σημειώσω και το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας, που θίγει. Ένα ζήτημα πάντα φλέγον και επίκαιρο, ειδικά στην εποχή μας, που ένας μεγάλος όγκος πνευματικών ιδιοκτησιών διακινείται μέσω ίντερνετ, οπότε η πρόσβαση είναι πανεύκολη, άρα και η κλοπή, ο σφετερισμός και η οικειοποίηση ξένου πνευματικού κτήματος. Ένα θέμα πολυεπίπεδο καθώς δεν αφορά μόνον την αρπαγή, αφορά και την εξαπάτηση (του αναγνωστικού κοινού) αλλά και την αδικία που υφίσταται το θύμα –ο συγγραφέας στο προκείμενο– ο οποίος έχει επενδύσει (και επενδύει) ουσιαστικά στο πόνημά του: χρόνο, κόπο, σκέψη, ιδέα κ.π.λ. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η συγγραφή είναι μια κατάθεση ψυχής ή/και ψυχική ανάγκη, ούτε πως η εκμετάλλευση κειμένου από μη εξουσιοδοτημένο/νόμιμο δικαιούχο αποτελεί και βιασμό ψυχής ή/και προσωπικότητας, πέρα των άλλων νομικών ή/και οικονομικών παραγόντων.
Επιπλέον, συνεκδοχικά, θίγει και το θέμα του αδικημένου δηλαδή πώς μια αδικία μπορεί να οπλίσει το χέρι του θύματος, πώς η ανάγκη της δικαίωσης υπερνικά φόβους, στερεότυπα, κοινωνικά πρότυπα κ.ο.κ. και πώς το «αρνί» γίνεται «θηρίο».
Τέλος, θα βρείτε και κάποια κοινωνικά θέματα μέσα στις σελίδες να καίνε σαν «καυτή πατάτα»: την παθολογική ζήλια (μεταξύ δύο συντρόφων) για παράδειγμα όπως και τον μεγάλο έρωτα. Κι αυτό έχει αξία στις αστυνομικές ιστορίες γιατί –καταλαβαίνετε– τα μεγάλα πάθη οδηγούν και σε λανθασμένες επιλογές, οδηγούν και σε μη ενδεδειγμένες κινήσεις, οδηγούν και σε εξάρσεις... ε, οδηγούν και στην παραβατικότητα αφού κάποιος θα βγει εκτός εαυτού.
Ας μην πω άλλα. Ανακαλύψτε την κυρία Dalkour και απολαύστε την ιστορία της.