«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά, έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»
Jacqueline de Romilly
Οι Τρεις Ιεράρχες, ο Μεγάλος Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι δικαιολογημένα θεωρούνται ως οι προστάτες της ελληνικής παιδείας ή, πιο συγκεκριμένα, των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Είναι βαθύτατη η επίδραση των τριών Ιεραρχών στην παιδεία, και γενικότερα στην πνευματική πορεία του ελληνισμού και του χριστιανισμού. Το ότι όμως τους εορτάζουμε και τους τιμάμε κάθε χρόνο, και μάλιστα με τόσο μεγάλη λαμπρότητα, φανερώνει και τη δική μας πίστη σε δύο πράγματα. Αρχικά στην αξία της παιδείας και ιδίως της ελληνικής, όχι μόνο ως απόκτησης χρήσιμων για την επαγγελματική και οικονομική μας αποκατάσταση τεχνικών δεξιοτήτων, αλλά και ως καλλιέργειας του όλου ανθρώπινου προσώπου. Πρόκειται για την παιδεία στην οποία προσανατολίζονται οι ελπίδες μας για το μέλλον, οι οποίες ενισχύουν την πεποίθησή μας πως ο συνδυασμός ελληνικής παιδείας και χριστιανικής πίστης, που πραγματοποίησαν οι Τρεις Ιεράρχες, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη και για τη σύγχρονη εποχή.
Σε τι όμως, πιο συγκεκριμένα, συνίσταται η συμβολή των τριών Ιεραρχών; Ποια είναι η σημασία της όχι μόνο για την Ελλάδα του χθες, αλλά και για την Ελλάδα του 21ού αιώνα, όπως επίσης και για ολόκληρη την σημερινή ανθρωπότητα; Το ερώτημα αυτό είναι καίριο, διότι, εάν η μελέτη της ζωής και του έργου των τριών Ιεραρχών έχει κάποια αξία και για μας σήμερα, είναι επειδή μπορεί, και στη σημερινή εποχή, να μας διευκολύνει στο να κατανοήσουμε καλύτερα τον Θεό, τον κόσμο και τον ίδιο τον εαυτό μας, και να πάρουμε κάποια χρήσιμα μηνύματα για το μέλλον μας. Επιθυμώ να εστιάσω την προσοχή στην συμβολή των τριών Ιεραρχών όσον αφορά την πραγματικά κοσμοϊστορική συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, μια συνάντηση που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε αλλά και ωρίμασε στην εποχή τους, δηλαδή στον τέταρτο μετά Χριστό αιώνα, και η οποία καθορίζει την ιστορία μας και τη ζωή μας μέχρι και σήμερα.
Ο χριστιανισμός, όπως γνωρίζουμε, προήλθε από την πολιτιστική και θρησκευτική μήτρα του ιουδαϊσμού. Ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας για τον οποίο είχαν μιλήσει οι προφήτες, αυτός τον οποίον ανέμενε επί αιώνες ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης ως σωτήρα και λυτρωτή. Μετά τον θάνατο του Χριστού, την Ανάστασή του και την Πεντηκοστή, η πρώτη χριστιανική Εκκλησία συγκροτείται στην πόλη των Ιεροσολύμων και αποτελείται από εξ ιουδαίων χριστιανούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στις ιουδαϊκές συναγωγές, και να λατρεύουν τον Θεό στον ιουδαϊκό ναό των Ιεροσολύμων. Ήδη βέβαια, όπως γνωρίζουμε, πολύ πριν από τη γέννηση του Χριστού, ο ιουδαϊσμός είχε έρθει σε επαφή με τον ελληνισμό, για παράδειγμα η περίφημη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά τον τρίτο αιώνα προ Χριστού, η οποία είναι γνωστή ως η μετάφραση των εβδομήκοντα, και η οποία παραμένει ως σήμερα το επίσημο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, παρά τις ιουδαϊκές του καταβολές, ο χριστιανισμός επρόκειτο πολύ σύντομα να βγει από τα στενά όρια του ιουδαϊσμού και να απευθυνθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χριστιανική πίστη ήταν κάτι το καινούργιο, που είχε από την αφετηρία του, παγκόσμια, οικουμενική προοπτική. Ο Θεός των χριστιανών που είναι Θεός όλων των ανθρώπων, θέλει, όπως μας λέει το ευαγγέλιο, όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν στην επίγνωση της αλήθειας. Ο ίδιος ο Χριστός, μετά την Ανάστασή του, είπε στους αποστόλους του «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει». Πιστοί στην εντολή του Χριστού, οι πρώτοι μαθητές του, πολύ σύντομα μετέφεραν το χριστιανικό μήνυμα έξω από τα εθνικά, θρησκευτικά, και γεωγραφικά όρια του ιουδαϊσμού.
Για λόγους όμως που είναι γνωστοί μόνο στην πρόνοια του Θεού, η χριστιανική πίστη εξαπλώθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία μόνο στο λεγόμενο Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Στον κόσμο αυτό η ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, τέχνη, και θρησκευτικότητα ήταν κυρίαρχες. Ο χριστιανισμός επρόκειτο να συναντήσει τον ελληνισμό, μέσα από μια συνάντηση σωτήρια για τον δεύτερο και γόνιμη για τον πρώτο.
Οι τρεις πρώτοι βέβαια χριστιανικοί αιώνες ήταν αιώνες αργής και μαρτυρικής ανάπτυξης της χριστιανικής Εκκλησίας, την οποία συγκλόνιζαν κατά καιρούς τοπικοί ή γενικότεροι διωγμοί. Αυτοί ήταν οι αιώνες όχι τόσο της θεολογικής μαρτυρίας όσο του χριστιανικού μαρτυρίου, της μέχρι θανάτου δηλαδή πιστότητας στην ευαγγελική αλήθεια. Από τον τέταρτο όμως αιώνα και μετά, καθώς ο χριστιανισμός καταρχάς νομιμοποιείται και στη συνέχεια μετατρέπεται σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός, τα δύο αυτά κορυφαία πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής, έρχονται σε στενότερη επικοινωνία, και μάλιστα μέσα σε ένα κόσμο εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής, και θρησκευτικής πανσπερμίας, ο οποίος δεν διαφέρει ίσως από την άποψη αυτή και τόσο πολύ από τον δικό μας.
Έχουν διατυπωθεί τρεις βασικές θεωρίες σχετικά με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού και τα αποτελέσματά της. Η πρώτη είναι γνωστή ως «εξελληνισμός του χριστιανισμού», και η πατρότητά της ανήκει στον Αντόλφ φον Χάρνακ, τον μεγαλύτερο Γερμανό Εκκλησιαστικό ιστορικό του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, μέσα από τη συνάντησή του με τον ελληνισμό, ο χριστιανισμός αλλοτριώθηκε, υποτάχθηκε σε ελληνικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές κατηγορίες σκέψης και πράξης, και έχασε την αυθεντικότητά του. Θα πρέπει κατά συνέπεια ο χριστιανισμός, έστω και τώρα, να απαλλαγεί από τις επιδράσεις αυτές, και να ανακαλύψει το «απλό Ευαγγέλιο» που κατά τη γνώμη του Χάρνακ κήρυξε ο Ιησούς Χριστός.
Η θεωρία αυτή, παρά τον εσφαλμένο χαρακτήρα της και τις ακρότητές της, μας επισημαίνει δύο σημαντικά πράγματα. Πρώτον τους τεράστιους κινδύνους που συνεπαγόταν για τον χριστιανισμό η συνάντηση με ένα τόσο βαρυσήμαντο πολιτιστικό μέγεθος όπως ο ελληνισμός. Αρκεί να θυμηθούμε ότι πολλές χριστιανικές αιρέσεις οφείλονταν σε αρνητικές επιδράσεις της ελληνικής φιλοσοφίας. Δεύτερον, η θεωρία αυτή, μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε το πόσο βαθιά «ελληνικός» έγινε ο χριστιανισμός. Ελληνικός με την έννοια της χρησιμοποίησης πολλών ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων για την έκφραση και τη διάδοσή του. Πράγματι, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν και γράφουν στη γλώσσα της εποχής, δηλαδή την ελληνική, γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την ελληνική φιλοσοφία και ορολογία για να διατυπώσουν τα χριστιανικά δόγματα, διαπρέπουν ως εκκλησιαστικοί ρήτορες χάρις στην άρτια εκπαίδευσή τους στην ελληνική ρητορική, δίνουν σε αρχαιοελληνικές εορτές καινούργιο χριστιανικό περιεχόμενο, αξιοποιούν την αρχαιοελληνική τέχνη... Χρησιμοποίησαν τη βαθύτατη ελληνική τους παιδεία για να απευθυνθούν, όχι μόνο στους απλούς ανθρώπους, αλλά και στα πιο ανοιχτά και προοδευτικά πνεύματα της εποχής τους.
Η δεύτερη θεωρία σχετικά με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού υποστηρίζει ότι τον τέταρτο μετά Χριστό αιώνα πραγματοποιήθηκε ένα είδος εναρμόνισης, δηλαδή λίγο πολύ αρμονικής σύνθεσης μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Η αδυναμία της βρίσκεται κυρίως στο ότι παραβλέπει και αποσιωπά το γεγονός ότι μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού δεν υπήρχαν μόνο συνθέσιμα στοιχεία αλλά και αγεφύρωτες αντιθέσεις.
Η θεωρία όμως αυτή, παρά τις αδυναμίες της, μας βοηθά να καταλάβουμε κάτι πολύ σημαντικό για τον τρόπο με τον οποίο ο χριστιανισμός προσέγγισε τον ελληνισμό. Ο τρόπος αυτός χαρακτηριζόταν από μια διάθεση πρόσληψης των όποιων θετικών στοιχείων του ελληνισμού. Είναι γνωστό ότι στο κλασσικό έργο του Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους νέους να προσεγγίζουν την κλασσική ελληνική παιδεία, όπως οι μέλισσες τα λουλούδια. Οι μέλισσες παίρνουν από τα άνθη το νέκταρ ενώ αφήνουν παράμερα ό,τι άχρηστο και βλαβερό. Το ίδιο θα πρέπει λοιπόν να κάνουν και όσοι προσεγγίζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη, ούτε ενδεχομένως ακίνδυνη, προϋποθέτει όμως την πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να αντλήσει ωφέλιμα στοιχεία από την ελληνική παιδεία, αλλά κατ' επέκταση και από κάθε πνευματικό και πολιτιστικό μέγεθος. Ο χριστιανισμός ήταν και πρέπει να παραμείνει ανοιχτός προς κάθε τι θετικό, έστω και αν αυτό προέρχεται από χώρους, φαινομενικά τουλάχιστον, ξένους προς αυτόν.
Η τρίτη σχετική θεωρία έχει ερμηνεύσει τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού ως «εκχριστιανισμό του ελληνισμού» –η φράση ανήκει σε έναν μεγάλο ορθόδοξο θεολόγο του 20ού αιώνα, τον αείμνηστο πατέρα Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, ο ελληνισμός, μέσα από τη συνάντησή του με τον χριστιανισμό, αναθεώρησε αρκετές από τις αρχές του, και μεταμορφώθηκε, ασπαζόμενος τη χριστιανική πίστη. Αυτή η θεωρία εκφράζει με επιτυχία την καλή μεταμόρφωση που υπέστη ο ελληνισμός μέσα από την εμβύθισή του στη χριστιανική πίστη και ζωή.
Στο σημείο αυτό όμως γεννάται ένα ερώτημα, σε τι ακριβώς διέφερε ο ελληνισμός από τον χριστιανισμό; Τι το καινούργιο και προφανώς συγκλονιστικό κόμισε ο χριστιανισμός στους Έλληνες, ώστε αυτοί να αποφασίσουν να γίνουν χριστιανοί;
Θα περιοριστώ σε τρία μόνο βασικά σημεία της χριστιανικής διδασκαλίας: τη θεολογία, την κοσμολογία και την ανθρωπολογία.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο. Δεν θα ήταν όμως άστοχο να κάνουμε μια βασική διάκριση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής λαϊκής θρησκευτικής πίστης, της πίστης λόγου χάρη στο δωδεκάθεο από τη μια μεριά, και από την άλλη μιας πιο εκλεπτυσμένης θρησκευτικής και φιλοσοφικής αντίληψης, όπως αυτή που συναντάμε για παράδειγμα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Δεν θα αναφερθώ στην πρώτη, την πολυθεϊστική δηλαδή μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, διότι οι αδυναμίες της είναι νομίζω εμφανείς. Αρκεί να θυμίσω ότι πολλοί από τους ίδιους τους Έλληνες, ήδη προ του χριστιανισμού και ανεξάρτητα από αυτόν, είχαν ασκήσει σ' αυτή την πολυθεϊστική θρησκεία σκληρή κριτική, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν καταφύγει ευρύτατα στην αλληγορική ερμηνεία των ιστοριών από τη ζωή των αρχαίων ελληνικών θεών, στην προσπάθειά τους να διασώσουν το κύρος και την αξιοπρέπειά τους.
Τι γίνεται όμως με τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό μονοθεϊσμό; Σε τι διαφέρει ο θεός του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη από τον χριστιανικό θεό;
Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι ο θεός και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ήταν ένας θεός απρόσωπος και μόνος. Ο μεν θεός του Πλάτωνα ήταν λίγο πολύ ταυτόσημος με την ιδέα του αγαθού, ο δε θεός του Αριστοτέλη προσδιορίζεται ως «το πρώτο κινούν ακίνητο» και ως «νόησις νοήσεως», ένας θεός δηλαδή που δεν έχει ιδιαίτερη επικοινωνία με τον κόσμο, ένας θεός μάλλον απασχολημένος με τον εαυτό του, ένας θεός προς τον οποίο στρέφονται οι άλλοι, χωρίς όμως αυτός να στρέφεται προς κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αντιθέτως, ο χριστιανικός θεός είναι προσωπικός και τριαδικός.
Ο Θεός Πατέρας γεννάει τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα «αχρόνως και αγαπητικώς». Ο χριστιανικός θεός δεν είναι μια ψυχρή και απρόσωπη μονάδα, αλλά μία τριάδα προσώπων που βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας. Αυτό ακριβώς εκφράζει την κοινωνικότητα, όχι μόνο του ίδιου του Θεού, αλλά και των ανθρώπων.
Ο Τριαδικός Θεός μάς αποκαλύπτει ότι η αγάπη σέβεται την προσωπική ετερότητα, αλλά και ότι η προσωπική ετερότητα με τη σειρά της δεν αντιμάχεται την ενότητα και την αγάπη.
Ο χριστιανικός λοιπόν θεός είναι θεός προσωπικός, θεός ελευθερίας αλλά και αγάπης. Και είναι αυτή ακριβώς η αγάπη του Θεού που στη συνέχεια στρέφεται προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο, απελευθερώνοντάς τον. Ο άνθρωπος, όμως, οφείλει να θυμηθεί ή μάλλον να μη λησμονήσει, ότι από τη φύση του είναι ελεύθερο και ηθικό ον. Μάλιστα, τόσο πιο ελεύθερο όσο πιο ηθικό είναι. Ενώ οτιδήποτε άλλο υπάρχει στον κόσμο έχει «σχετική αξία», «τιμή», ο άνθρωπος ως αυτόνομο ον έχει «απόλυτη αξία», είναι η «θεμελιώδης αξία». Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Καντ, «ό,τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισότιμό του. Ό,τι όμως είναι υπεράνω κάθε τιμής και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του αυτό έχει αξιοπρέπεια». Επιπλέον, «η αυτονομία είναι το θεμέλιο της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης όσο και κάθε άλλης έλλογης φύσης».
Η ανακάλυψη της ιδέας και της εμπειρίας της αυτονομίας αποτελεί πραγματικά ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Σήμερα ζούμε την παγκοσμιότητα αυτού του κινήματος της αυτονομίας μέσα στον αγώνα για τα δικαιώματα του ανθρώπου, για το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος, μέσα στα απελευθερωτικά κινήματα και τα κινήματα ειρήνης και αγάπης, αφού όλα αυτά έχουν τις πνευματικές τους ρίζες στον Διαφωτισμό.
Δυστυχώς, όμως, σήμερα ζούμε και τη μετατροπή της ιδέας της αυτονομίας σε άκρατο ευδαιμονικό υποκειμενισμό, σε λάβαρο ανταρσίας εναντίον κάθε νόμου, ζωής και ήθους. Ο αυτονομημένος άνθρωπος γίνεται το μέτρο των πάντων, δικαιώνει ιδεολογικά, με διάφορα ανθρωποκεντρικά φιλοσοφήματα, την αδέσμευτη ελευθερία του και κάνει τις ανάγκες του ανθρώπου άξονα του σύμπαντος. Έχει κάποιος την εντύπωση ότι η δίψα για αυτονομία είναι σήμερα δίψα για ανεμπόδιστη αυτοπραγμάτωση, ανεξέλεγκτη αυτοδιάθεση και αδέσμευτο ευδαιμονισμό. Αυτά τα στοιχεία είναι εκείνα που μας οδήγησαν όλους στην ηθική και οικονομική κρίση, πολλούς συνανθρώπους μας στην ανέχεια και αρκετούς ακόμη και στον θάνατο.
Οφείλουμε να μάθουμε να ατενίζουμε το ωραίο, αλλά συνάμα και εχθρικό απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο, πολιτισμικό μέλλον, που καταφθάνει μέσα από το αέναο και οδυνηρό γίγνεσθαι των καθημερινών προβλημάτων, που μαστίζουν τον πλανήτη και τον κόσμο μας. Έναν κόσμο όπου η ανεκτικότητα, ο σεβασμός και η δίψα για συνύπαρξη κυριαρχούν. Εδώ η μνήμη του παρωχημένου κόσμου των προκαταλήψεων και των πάσης φύσεως ρατσισμών αδειάζει και ένας νέος κόσμος γεμίζει με εικόνες αγάπης, αλληλοεκτίμησης και συντροφικότητας χωρίς ταμπού και στεγανά. Οφείλουμε να αγωνιστούμε για την ανάδυση μιας παγκόσμιας κοινής γνώμης, που να στηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες, να προσφέρει τη δυνατότητα διέλευσης από την έμφαση στις αρνητικές ελευθερίες στην προώθηση των θετικών ελευθεριών, που εμπεριέχουν το δικαίωμα μιας ανθρώπινης ζωής και μιας πνευματικής ανάπτυξης για όλους τους κατοίκους του παγκόσμιου χωριού.
Παρ' όλα αυτά, η ιδέα ότι το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας βρίσκεται σε μια πορεία ανοδική, δεν φαίνεται και πολύ ρεαλιστική σε μια γενιά απογοητευμένη από το όνειρο της προόδου. Παντού βλέπει πόλεμο, διαφθορά, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υποκρισία, μια χωρίς ηθική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες έρμαια των συμφερόντων και της απατηλής λάμψης της ματαιοδοξίας.
Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος λογικά να υποστηρίξει ότι το ανθρώπινο γένος προοδεύει πνευματικά; Και όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η ίδια μας η αίσθηση της απογοήτευσης γεννιέται από το γεγονός ότι περιμένουμε από τον εαυτό μας περισσότερα πράγματα απ' ότι οι πρόγονοί μας περίμεναν από τον εαυτό τους. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, που σήμερα τη βρίσκουμε αποκρουστική και απαίσια, τον περασμένο χρόνο τη δεχόμασταν σαν κάτι πολύ φυσικό και αναμενόμενο.
Επομένως, αυτό που κάνουμε τώρα, μπορεί να είναι η τελευταία μας πράξη, η ύστατή μας μάχη. Δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να μπορεί να μας εγγυηθεί ότι θα είμαστε σε θέση να το κάνουμε ακόμη και την επόμενη στιγμή. Γι' αυτό ας αγωνιστούμε με αξιοπρέπεια για την πρόοδό μας, την εξέλιξή μας και για ένα καλύτερο αύριο, ξεκινώντας από τώρα.
Αυτό μας οδηγεί όμως στο δεύτερο κρίσιμο σταυροδρόμι της συνάντησης ελληνισμού και χριστιανισμού, που έχει να κάνει με το δόγμα της δημιουργίας του κόσμου.
Η αρχαία ελληνική σκέψη και ζωή ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη προς τον φυσικό κόσμο. Η παρατήρηση του κόσμου και ο θαυμασμός γι' αυτόν αποτελούσαν βασικό συστατικό του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες γενικά θεωρούσαν ότι όλα μέσα στο σύμπαν βρίσκονταν σε θαυμαστή αρμονία, την οποία ενέπνεε και συγκροτούσε κάποιος λόγος, κάποια δηλαδή δύναμη, που γινόταν κατανοητή άλλοτε ως δύναμη θεϊκή, άλλοτε ως δύναμη κοσμική, και άλλοτε πάλι ως δύναμη θεϊκή και κοσμική ταυτόχρονα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στην αρχαία ελληνική σκέψη ακόμη και ο θεός αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο μέρος, τμήμα, αυτής της κοσμικής συμπαντικής ενότητας. Θεός και κόσμος εκλαμβάνονται ως περίπου ισότιμοι. Για παράδειγμα ο κόσμος υπάρχει προαιωνίως, όπως και ο θεός. Ο θεός-δημιουργός που εμφανίζεται, λόγου χάρη, στον Τίμαιο του Πλάτωνα, δεν δημιουργεί στην πραγματικότητα τον κόσμο, αλλά απλώς τον μορφοποιεί με βάση αφενός προϋπάρχουσα ύλη και αφετέρου προϋπάρχουσες ιδέες. Έτσι ο Θεός δεν είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος από τον κόσμο, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεσμευμένος από την πρώτη ύλη του κόσμου και από τις ιδεατές του μορφές, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τη θέληση και την αγάπη του Θεού.
Αντίθετα, οι Τρεις Ιεράρχες τονίζουν τη βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, δηλαδή από το τίποτα, από το μη ον. Αυτή η φαινομενικά απλή ίσως παρατήρηση εμπερικλείει δύο πολύ μεγάλες αλήθειες. Πρώτον επισημαίνει την απόλυτη ελευθερία του θεού. Ο θεός δεν εξαρτάται από τον κόσμο. Είναι πραγματικά θεός, δηλαδή απόλυτα ελεύθερος και απόλυτα παντοδύναμος. Εκφράζει όμως την ελευθερία και την παντοδυναμία του ως αγάπη. Δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από αγάπη. Δημιουργεί για να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δικής του ζωής, της δικής του αγάπης, ευτυχίας και ελευθερίας. Και όχι μόνο δημιουργεί, αλλά και φροντίζει διαρκώς τον κόσμο και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, τον οποίο θεωρεί πάντοτε παιδί του, ακόμη και όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αγάπη του.
Η διαφοροποίηση της βιβλικής σκέψης των τριών Ιεραρχών από την αρχαιοελληνική κοσμολογία έχει βαθύτατα υπαρξιακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη για τον χριστιανισμό δεν είναι προϊόν ανάγκης αλλά δώρο αγάπης και ελευθερίας. Ο κόσμος υπάρχει, όχι γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αλλά γιατί κάποιος τον έφερε στην ύπαρξη, ελεύθερα και αγαπητικά. Όλοι εμείς υπάρχουμε, επειδή μας αγαπά ο Θεός. Και εφόσον η ύπαρξη είναι δωρεά, οδηγεί σε ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που το κεντρικό μυστήριο της Εκκλησίας μας, το οποίο τελούμε σε κάθε Θεία Λειτουργία, είναι ακριβώς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Το γεγονός ότι η ύπαρξη του κόσμου οφείλεται στην αγάπη του θεού, μας βοηθά να καταλάβουμε ότι η ζωή μας δεν κυβερνάται από τις τυφλές και απρόσωπες δυνάμεις της τύχης, της ειμαρμένης, του κακού, του παραλόγου, ή ακόμα και των φυσικών νόμων, αλλά εξαρτάται πρωτίστως από την πρόνοια του θεού. Το κακό και το παράλογο υπάρχουν, αλλά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δεν τον έχουν εκείνα, τον έχει η αγάπη του θεού.
Με τις παραπάνω όμως παρατηρήσεις έχουμε ήδη οδηγηθεί στο τρίτο κομβικό σημείο συνάντησης ελληνισμού και χριστιανισμού, το οποίο έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τη βιβλική και πατερική θεολογία, κάθε άνθρωπος, ο καθένας από μας, είναι όχι απλώς σημαντικότερος από ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και εικόνα του ίδιου του θεού. Είναι προικισμένος με δύο βασικά ιδιώματα του θεού, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, δηλαδή την ελευθερία και την αγάπη, αλλά έχει επίσης και τη σπουδαία δυνατότητα να γίνει όμοιος με τον θεό.
Η ομοίωση με τον θεό δεν σημαίνει βέβαια την υποτίμηση ή την εξαφάνιση του ανθρώπου, αλλά, αντιθέτως, τη σωτηρία του, μέσα από την ένωσή του με τον θεό (μέθεξη). Σημαίνει στην πραγματικότητα την αξιοποίηση όλων των ανθρωπίνων χαρισμάτων στον ύψιστο δυνατό βαθμό, σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή κατάφαση της ανθρώπινης αξίας και της ανθρώπινης ζωής.
Σε αυτόν τον αγώνα χρειάζεται να ταρακουνήσουμε ανελέητα τον άξονα μέσα στη ζωή μας και να κρατήσουμε την επίκριση των άλλων για τον εαυτό μας. Επίσης χρειάζεται να ελέγχουμε τον εαυτό μας συνέχεια και αυθόρμητα. Αυτό είναι το καθήκον μας και αυτό επιτάσσει η φλόγα μέσα μας, που την ονομάζουμε ψυχή. Αυτή η φωτιά βγαίνει μέσα από τη συνείδηση. Η συνείδηση είναι η αληθινή έδρα της ψυχής. Από αυτήν πηγάζουν οι επιθυμίες μας για γνώση, για επιτυχία, για λύτρωση και όχι από τη θέληση ή κάποια σκέψη μας, μολονότι θ' αντιδράσουν σε αυτές αργότερα.
Σύμφωνα όμως με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο και με το δώρο της αθανασίας. Πράγματι, δεν θα είχε νόημα αυτή η ζωή, αν όλα τελείωναν τόσο σύντομα με τον θάνατο. Το δώρο της αθανασίας, που απορρέει από την ανάσταση του Χριστού, προσφέρει στην ύπαρξη του ανθρώπου αιώνια αξία. Η αθανασία αυτή ωστόσο δεν είναι απλώς και μόνο αθανασία της ψυχής, αλλά συγχρόνως και ανάσταση του σώματος, αιώνια ζωή του όλου ανθρώπου. Πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει και εδώ ανάμεσα στον ελληνισμό και τον χριστιανισμό! Όταν, για παράδειγμα, στον Άρειο Πάγο ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Έλληνες για τη σωματική ανάσταση του Χριστού, οι ακροατές του τον χλεύασαν. Οι Έλληνες ακροατές του Παύλου επιθυμούσαν ίσως την αθανασία της ψυχής, προφανώς όμως όχι και την ανάσταση και αθανασία του σώματος, το οποίο συχνά θεωρούνταν όχι ως σύντροφος αλλά ως φυλακή της ψυχής.
Ο Πλάτωνας υποτιμούσε το ανθρώπινο πρόσωπο με το να παραθεωρεί τη σωματική διάσταση της ανθρώπινης μοναδικότητας, ο δε Αριστοτέλης πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος μετέχει στην αθανασία κυρίως μέσω της διαιώνισης του είδους του. Όχι ο συγκεκριμένος άνθρωπος λοιπόν, αλλά το ανθρώπινο είδος, αυτό διαιωνίζεται και έτσι μετέχει στην αθανασία. Πόση διαφορά υπάρχει και εδώ από τη χριστιανική διδασκαλία! Η επιβίωση της ανθρωπότητας έχει φυσικά τη δική της αξία, αλλά δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της αθανασίας των μοναδικών και ανεπανάληπτων προσώπων και εικόνων του θεού που τη συναποτελούν, δηλαδή του καθενός από εμάς.
Τη μεγάλη αξία κάθε ανθρώπινου προσώπου, για την οποία μίλησαν επανειλημμένα οι Τρεις Ιεράρχες, την ανέδειξε πρώτος με την ενσάρκωση, τη διδασκαλία του και τη ζωή του, ο ίδιος ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να τονίσει τη μοναδική και ανεπανάληπτη αξία κάθε ανθρώπου. Έγινε παιδί, για να μας φανερώσει την αξία κάθε παιδιού, το οποίο δικαιούται την αμέριστη αγάπη και τον απόλυτο σεβασμό μας. Γεννήθηκε και έζησε σε μία χώρα υπόδουλη στο Ρωμαίο κατακτητή, για να θυμίζει στους κατακτητές όλων των εποχών ότι αυτοί τους οποίους έχουν υποτάξει εξακολουθούν να παραμένουν παιδιά του θεού. Σε νηπιακή ηλικία ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο, για να μας θυμίζει την αξιοπρέπεια του πρόσφυγα και του ξενιτεμένου. Εδώ ταυτίζεται, μάλιστα, ίσως με μια πιο στενή έννοια, με τη λέξη «πλησίον» που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς Χριστός.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε ότι η Παιδεία, είτε απ' την αρχαιοελληνική αντίληψη είτε απ' τη χριστιανική, θωρακίζει την ελεύθερη διάδοση των ιδεών και τη Δημοκρατία. Ας θυμηθούμε τον δραστικό ρόλο των Σοφιστών. Αυτή η «μεγάλη γενιά», όπως τους αποκαλεί δικαίως ο Sir Karl Popper, καταπολέμησε μαχητικά θρησκευτικές ή άλλες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, κατέστησε κυρίαρχη την σκέψη για τον ανθρώπινο βίο, την πολιτική και την κοινωνία, έθεσε σε επανεξέταση την ποιότητα του νόμου και διακήρυξε, με κύριο εκφραστή τον Πρωταγόρα, ότι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος». Οδήγησαν σε μία νέα ανθρωποκεντρική αντίληψη την κοινωνία και κατέστησαν νοηματοδότη των ιστορικών εξελίξεων το άτομο, τον πολίτη. Επειδή από την δημοκρατική αντίληψη απορρέει ο Ανθρωπισμός, δίκαιο είναι να αναφερθούμε στον Αντιφώντα, ο οποίος τον πέμπτο ήδη αιώνα διακηρύσσει την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και δίδει ισχυρό ιδεολογικό χτύπημα στο καθεστώς της δουλοκτησίας. Μήπως, όμως, και ο Χριστός δεν μίλησε για την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την κατάργηση της δουλείας και την πλήρη εξολόθρευση των δεισιδαιμονιών, των προλήψεων και των προκαταλήψεων;
Επίσης, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι, η αρχαία ελληνική θρησκεία εκφραζόταν κατά κύριο λόγο μέσα από την τέχνη, που ετίθετο στην υπηρεσία του θρησκευτικού αισθήματος των πιστών. Το γεγονός ότι οι Έλληνες εξέφραζαν την θρησκευτικότητά τους σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα της ζωής τους, τους παρουσίαζε ως τους ευσεβέστερους ανάμεσα στους συγχρόνους τους λαούς. Φαίνεται, όμως, ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία ως πρόφαση για να δημιουργήσουν τέχνη, πράγμα που δείχνει και το ανώτατο πνευματικό στάδιο διαλεκτικής, εκούσιο ή ακούσιο, στο οποίο έφθασε ο Ελληνικός Πολιτισμός. Το ίδιο συμβαίνει και στα πλαίσια της χριστιανικής θρησκείας, η οποία προκάλεσε ανά τους αιώνες και εξακολουθεί να προκαλεί την ανάπτυξη των τεχνών και των γραμμάτων.
H ελληνική θρησκεία και ο χριστιανισμός, αν και εκφράζονται ουσιαστικά με εκδηλώσεις λατρείας, δηλαδή με συλλογικούς, κατά κανόνα, θεσμούς, δεν περιορίζονται μόνο σ' αυτές τις τελετουργίες, όπως δεν περιορίζονται στο λαμπρό διάκοσμο των μύθων και των παραδόσεων αντίστοιχα. Δεν θα ξυπνούσαν για αιώνες τη θερμή πίστη σε άτομα και λαούς, αν δεν είχαν μιλήσει βαθιά στην ψυχή τους. Επίσης, οι σχέσεις μεταξύ των εθνικών Ελλήνων και των χριστιανών και της θεότητας ή του Θεού αποκτούν έναν χαρακτήρα προσωπικό. Ο θεός, όπως και ο πιστός, είναι ένα άτομο: ζητούν την προστασία του με εμπιστοσύνη και συμπάθεια. Οι δεσμοί που αναπτύσσονται από τον ένα στον άλλο αποκτούν συχνά ένα είδος συνενοχής. Ό,τι κι αν έχει γραφτεί, η θεία μεγαλοπρέπεια δεν χάνει τίποτε από αυτήν την τόσο άμεση επικοινωνία με τους ανθρώπους: ο θνητός, που αισθάνεται ότι είναι αντικείμενο τόσης εύνοιας, δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι κακό χωρίς να εκτεθεί στη χειρότερη τιμωρία. Ξέρει ότι οι θεοί ή αντίστοιχα ο Θεός ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος από το δικό μας και είναι δυνατότεροι από μας. Δεν απορεί όμως που τους συναντά κοντά του ή και μέσα του.
Οι εθνικοί Έλληνες και οι χριστιανοί αισθάνονται ιδιαίτερα οικείους τους θεούς ή τον Θεό που φανερώνονται παντού, τόσο στις δυνάμεις της φύσης όσο και στην κοινωνική ζωή. Το ημερολόγιό τους είναι ουσιαστικά ένα ημερολόγιο των θρησκευτικών εορτών, που η τακτική τους τέλεση εκφράζει και την ανακύκλωση των εποχών. Για τους εθνικούς Έλληνες και τους χριστιανούς το υλικό και πνευματικό σύμπαν είναι διαποτισμένο με την έννοια του ιερού.
Επιπλέον, μια θρησκευτική πίστη που δέχεται εύκολα τις νέες μορφές του θείου, δεν φέρεται εχθρικά στις ξένες θεότητες, εκτός κι αν η παρουσία τους γίνεται επικίνδυνη για την ίδια και τους θεσμούς του κράτους. Πράγματι, οι Έλληνες, σε όλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας τους, δέχθηκαν πάντοτε τους καινούργιους θεούς, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξής τους ως την εγκαθίδρυση του χριστιανισμού. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χριστιανική θρησκεία.
Ακόμη η προσευχή αποτελεί στοιχειώδη θρησκευτική πράξη με την οποία ο πιστός έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τον θεό που λατρεύει. Είναι προφορική και με δυνατή φωνή. Η ελληνική αρχαιότητα δεν γνώρισε ποτέ τη σιωπηλή προσευχή, στοιχείο αποκαλυπτικό του κοινωνικού χαρακτήρα της θρησκευτικής της συμπεριφοράς. Σκοπός της δεν είναι να εξαναγκάσει τη θεία θέληση, αλλά να ακουστεί από τον θεό, όπως ακούγεται από έναν θνητό. Γι' αυτό πρέπει να περιέχει ένα νόημα. Η απλή επίκληση ενός θεού ονομαστικά είναι προσευχή, πράξη σεβασμού προς αυτόν και έχει την αξία ενός χαιρετισμού. Εκτός από την επίκληση, η προσευχή περιέχει κι ένα αίτημα προς τον θεό. Τα ίδια χαρακτηριστικά περίπου δε διαθέτει και η χριστιανική προσευχή;
Βασικό στοιχείο κάθε τελετής ήταν η θυσία, και πρέπει να τονιστεί ο πολύ σημαντικός χαρακτήρας που είχαν οι λατρείες. Επειδή η πρακτική της θυσίας ήταν περίπλοκη, κατέφευγαν στην επέμβαση των ιερέων. Το λειτούργημα του ιερέα είναι ανάλογο με αυτό του άρχοντα. Έχει κύρος που του εξασφαλίζει τιμητικές θέσεις στις δημόσιες τελετές και απολαμβάνει ειδικά προνόμια. Κατά τα άλλα, οι ιερείς είναι πολίτες όπως όλοι και δεν αποτελούν ιερατική κάστα. Η θέση του ιερέα ήταν τιμητική και εκείνος έπρεπε να έχει συγκεκριμένο παρουσιαστικό. Τηρουμένων των αναλογιών τα περισσότερα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους εθνικούς Έλληνες ιερείς, χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα τους χριστιανούς ιερείς, εκτός βέβαια της ιεροσύνης των γυναικών και της αναίμακτης θυσίας του Χριστού.
Επιπλέον, ο πολιτισμός των Ελλήνων σφυρηλατήθηκε με Αμφικτυονίες και Κοινά, δηλαδή Κοινοπολιτείες (παράβαλλε χριστιανικά κοινόβια). Όλη η Ελλάδα ήταν διαρθρωμένη σε Κοινά, τα οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού. Το ίδιο συμβαίνει με τα χριστιανικά μοναστηριακά κοινόβια.
Απ' την άλλη μεριά, ο Ιησούς σταυρώθηκε για να μας δείξει ότι δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο στη ζωή από το να θυσιαζόμαστε από αγάπη για τους ανθρώπους. Ταύτισε τον εαυτό του, όχι τόσο με τους μεγάλους και τους δυνατούς αυτού του κόσμου, αλλά με τους ελάχιστους, με αυτούς δηλαδή που έχουν κατεξοχήν ανάγκη την αγάπη μας. Μας δίδαξε ότι όποιος ευεργετεί τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο, τον πεινασμένο και τον γυμνό, ευεργετεί στο πρόσωπό του τον ίδιο τον Θεό, του οποίου κάθε άνθρωπος είναι εικόνα, ενώ, αντίθετα, όποιος αμαρτάνει απέναντι στον οποιοδήποτε άνθρωπο αμαρτάνει τελικά απέναντι στον ίδιο τον Θεό.
Αυτές υπήρξαν, με δυο λόγια, μερικές από τις βασικές ζυμώσεις τις οποίες βίωσε ο ελληνισμός μέσα από τη συνάντησή του με τον χριστιανισμό. Γνώρισε τον αληθινό θεό της προσωπικής, αγαπητικής, Τριαδικής κοινωνίας. Κατανόησε τον κόσμο αλλά και την ίδια του την ύπαρξη ως δωρεά του αγαπώντος θεού. Είδε τέλος κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα του θεού, ως αξία μοναδική, για την οποία ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, χαρίζοντάς μας την αιώνια ζωή.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Έλληνες και εγκρατείς κάτοχοι της ελληνικής παιδείας. Η προσωπική τους όμως συνάντηση με τον Χριστό, τους άλλαξε τη ζωή. Χωρίς να απαρνηθούν την ελληνική τους ταυτότητα, την μεταμόρφωσαν κάτω από το φως της χριστιανικής αλήθειας. Με τη θεολογία τους βοήθησαν τον ελληνισμό να διατηρήσει όλα τα θετικά του στοιχεία, τη δίψα για την ομορφιά και την αλήθεια, την επιθυμία για τον φιλόσοφο βίο, το ενδιαφέρον για τα κοινά και τους αδελφικούς δεσμούς, την αγάπη για την αρετή, τον σύνδεσμο της επιστήμης με την αρετή για την κατάκτηση της σοφίας. Ταυτόχρονα όμως οι τρεις αυτοί Πατέρες κόμισαν και μία νέα αντίληψη για τον θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, όπως αναφέραμε παραπάνω. Ο ελληνισμός ελεύθερα ασπάστηκε αυτή τη μεγαλειώδη θεολογία, έγινε χριστιανικός ελληνισμός, και δημιούργησε έναν απαράμιλλο πνευματικό πολιτισμό με διαχρονική και πανανθρώπινη αξία.
Η θεολογία των τριών Ιεραρχών ήταν μια πραγματικότητα ζωής, την οποία μπορούσε κανείς να γνωρίσει και να βιώσει μέσα στην Εκκλησία, συναντώντας τους αδελφούς του και τον κοινό μας Πατέρα. Οι Έλληνες μεταστράφηκαν, διότι γνώρισαν τη χριστιανική διδασκαλία αλλά και διότι την είδαν εφαρμοσμένη ως πράξη ζωής. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήταν μόνο μεγάλοι θεολόγοι, αλλά και άνθρωποι των έργων και σπουδαίοι άγιοι που, όχι μόνο αποδέχτηκαν την τεράστια αξία του ελληνισμού και της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά τον ενσωμάτωσαν αδιάρρηκτα με τον χριστιανισμό.
Σήμερα βλέπουμε, βέβαια, με ανακούφιση ότι ο μέσος όρος της ανθρώπινης ζωής αυξάνεται, ο πόνος που προξενούν οι αρρώστιες απαλύνεται, η πρόσβαση στη γνώση και τη δημιουργία γίνονται απόκτημα όλο και περισσότερων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως παρακολουθούμε με αγωνία τη βιογενετική μετάλλαξη του ανθρώπου, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, τη βαθιά κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις, την απομάκρυνση πολλών ανθρώπων από τον Θεό. Θέτουμε όλοι νομίζω στους εαυτούς μας το ερώτημα, σε τι είδους φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον θα ζήσουν άραγε τα παιδιά μας, οι αυριανοί φορείς του φωτός, που εμπεριέχεται στο ελληνικό πνεύμα, αλλά και του θείου φωτός, που φωλιάζει στα δακρυσμένα μάτια του Χριστού;
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου