Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Γιώργος Πολυχρονίδης: Εκείνο το διαβολάκι ή αγγελάκι της πένας και η διάθεσή μου να πω κάτι, ή να προσπαθήσω τουλάχιστον. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, που είναι και αστυνομικό, θέλησα να βάλω σε μια σειρά μνήμες, ακούσματα και μύθους.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Π.: Περιπέτεια.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Γ.Π.: Εκτός απ' την άκρη αυτή της Ελλάδας, την πινέζα που λέμε στο χάρτη, το βιβλίο μας ταξιδεύει σ' όλο τον Έβρο, την Ανατολική Θράκη, τη Δυτική Θράκη, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, τη διαδρομή Θεσσαλονίκης-Αθήνας, την Αθήνα, το Μενίδι, την Κέρκυρα αλλά και στο εξωτερικό, Ιταλία, Αμερική, ίσως και να ξεχνάω και κάποια μέρη του ταξιδιού γιατί είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Όσο για την ερώτηση… Ένα ταξιδάκι μιας βδομάδας στην πινέζα και γύρω απ' αυτήν θα σας γνώριζε τον τόπο του Τάσου, του ήρωά μου, αλλά και το δικό μου. Η πινέζα που λέμε ότι κρατάει τον χάρτη της Ελλάδας, είναι αυτή που είναι στο πάνω δεξιό άκρο όπως κοιτάμε τον χάρτη.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Γ.Π.:
[…] Η φυλακή δεν είναι όπως ήταν παλιά, που όχι μόνο δε με πείραζε, αλλά το διασκέδαζα κιόλας. Τώρα με πιάνει μια μελαγχολία, ίσως να φταίνε και τα χρόνια, ίσως αυτές οι θύμησες που σκαλίζω.
Ένα θα σου πω, ένα, και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου· να μην κάνεις ποτέ στη ζωή σου αυτό που κάνω εγώ τώρα. Να μη σκάβεις, γιατί όσο σκάβεις βρίσκεις, κι όσο βρίσκεις τόσο περισσότερο σκάβεις. Καλά θα ήταν πολλά απ' αυτά να έμεναν παραχωμένα, αλλά σε βάζει ο διάολος και συνεχίζεις το σκάψιμο, και μάλλον αυτό είναι που με ρίχνει κι όχι ο καιρός.
Καλά είναι όσα έζησες, όταν τα έζησες. Τότε ούτε σκέφτεσαι ούτε μελαγχολείς, και δε λογαριάζεις αν αυτό που κάνεις είναι καλό ή κακό, κι ούτε περνάει από το μυαλό σου ότι θα έρθει η μέρα της πληρωμής.
(Ο ήρωάς μου ο Τάσος μιλάει στον συγγραφέα)
Το βιβλίο του Γιώργου Πολυχρονίδη, Εδώ είν' ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι. Στην περίληψη του μυθιστορήματος διαβάζουμε:
Τα σύνορα για άλλους είναι γραμμές στο χάρτη, όμως για τον Τάσο είναι ο τόπος που του δίδαξε πώς να επιβιώνει. Ο κόσμος του ένας κόσμος λαθραίος. Λαθραία χρήματα, λαθραία πρόσωπα, λαθραίες αγάπες.
Ένας χρεωμένος φόνος που δεν έγινε και πολλοί άλλοι που έγιναν αλλά δε χρεώθηκαν. Μια διαδρομή από τη μήτρα της μάνας προς την ατομική καταξίωση, με ενδιάμεσες στάσεις το αναμορφωτήριο, τα ναρκωτικά, τα όπλα, τη φυλακή, τα μυστικά αλλά και την οικογένεια, την πατρότητα και το φιλότιμο.
Μια ζωή γεμάτη ραντεβού θανάτου, ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία, Βουλγαρία, Ιταλία και Αμερική.
Όλα αυτά τα φαντάζεσαι αλλά δεν παίρνεις όρκο. Τα έχεις ακούσει αλλά δεν τα πιστεύεις. Ίσως τα έχεις δει αλλά δεν θέλεις να τα θυμάσαι. Νιώθεις ενοχές και μόνο που τα ξέρεις. Είναι περισσότερο θέματα ταμπού παρά ομερτά.
Είναι θέματα που ο Γιώργος Πολυχρονίδης αγγίζει για μας, επειδή τα δικά μας χέρια είναι πολύ ντελικάτα, για να ανακατευτούν με αυτό που νομίζουμε λάσπη. Ο συγγραφέας όμως δε βλέπει λάσπη. Βλέπει πηλό.
Πηλό που σμιλεύει ψυχές και χαρακτήρες, που σκληραίνει στο κρύο και λιώνει στους έρωτες.
Όταν τελειώσετε τις γραμμές, θα έχετε περάσει από τον παράδεισο στην κόλαση και πάλι πίσω. Δε θα κουραστείτε όμως από την απόσταση. Και τα δυο βρίσκονται εδώ...
Στα μυθιστορήματα που έγραψα μέχρι τώρα, το «Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ' το ποτάμι» και τις «Κατάρες», ξεκινάω πάντα από ένα κομμάτι γης στα σύνορα με την Τουρκία. Εκεί είναι και το χωριό που γεννήθηκα μια κρύα νύχτα του Μάρτη, το 1956, η Νέα Βύσσα.Κι αυτό, το τρίτο μου βιβλίο, πάλι από κει ξεκινάει, άλλωστε με βόλευε γι' αυτή την ιστορία, κι είναι μονοπάτια που, όσο επικίνδυνα κι αν είναι, νιώθω όμορφα που τα περπατάω, αν και περπάτησα και σε άλλους δρόμους, όπως του θεάτρου, του κινηματογράφου.Για τα μυθιστορήματά μου δεν πήρα κανένα βραβείο ούτε και συμμετείχα σε κάποιο διαγωνισμό, πήρα όμως βραβείο για το θεατρικό έργο: «1821 - Μια βόλτα στον αγώνα». Και μια που έγραψα για το '21 τώρα γράφω, πάλι θεατρικό, για το 1922.Πριν απ' τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά είχα γράψει το βιβλίο: «Ο Κώστας, εγώ, κι ο Ταχτσής», που ξεκίνησε ως ντοκουμέντο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά, μια που είμαι λιγάκι παραμυθάς, πρόσθεσα και αρκετή μυθοπλασία.Αυτό το πρώτο μου γραφτό, που ήταν η αφορμή να ασχοληθώ με τη συγγραφή να, πώς προέκυψε: Το 1974 με το Κυπριακό και την αναδουλειά στο χώρο των συνεργείων που δούλευα, αναγκάστηκα να σταματήσω, οπότε ασχολήθηκα με ό,τι έβρισκα, ακόμη και ως κομπάρσος έπαιξα σε τηλ. παραγωγές.Πριν πάω όμως φαντάρος, γνώρισα τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή κι αυτή η γνωριμία μού άλλαξε τη ζωή. Με παρότρυνσή του, αντί να πάω στο στρατό πήγα στη σχολή Δοξιάδη στο τμήμα διακόσμησης.Απ' αυτή τη γνωριμία, με τον Ταχτσή, που συνεχίστηκε μέχρι που έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, μου είχαν μείνει αρκετές ιστορίες, ανέκδοτα γραφτά, κάποιες επιστολές. Ψάξε-ψάξε βγήκε το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο θα ξαναβγάλω με περισσότερα στοιχεία.Βλέπετε, πάντα ελπίζω και κάνω σχέδια...Γιώργος Πολυχρονίδης