Ποιητής, μυθιστοριογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος από τους σημαντικότερους της γενιάς του, ο Άρης Αλεξάνδρου, παρέμεινε άγνωστος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, για να γνωρίσει τα φώτα της δημοσιότητας, κυρίως, στα τελευταία χρόνια της και μετά το θάνατό του, όταν «Το κιβώτιο», μετά τις διαδοχικές ελληνικές εκδόσεις του, άρχιζε με τη γαλλική του μετάφραση τη διεθνή πορεία του.
Ο Άρης Αλεξάνδρου γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1928. Στη διάρκεια της κατοχής στρατεύεται στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής, στράτευση που του στοιχίζει το πέρασμά του στην περίοδο 1944-1958, απ' όλες σχεδόν τις φυλακές και τα ξερονήσια του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους. Η ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, την ίδια εποχή, του δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει από τα μέσα τους κομματικούς μηχανισμούς και να βγάλει εκ των υστέρων τα προσωπικά του συμπεράσματα, για τα αίτια της ιστορικής ήττας της αριστερής παράταξης στην περίοδο 1945-49. Καταλαβαίνει πως λάθη και προδοσίες σε τέτοια κλίμακα παύουν πλέον να είναι απλά «λάθη» και «προδοσίες» και πως συνδέονται με ένα γενικότερο εκφυλισμό του κινήματος και των οργανωτικών μορφών του και κύρια με την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του άκαμπτου και γραφειοκρατικού σταλινικού μηχανισμού, που από εδώ και στο εξής συγκεντρώνει τα κύρια πυρά της κριτικής του.
Το ποιητικό έργο του Α. Αλεξάνδρου χαρακτηρίζει και σηματοδοτείται από αυτήν ακριβώς την πορεία, ανάμεσα στη στράτευση και τη ρήξη με την κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία. Στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1941-46), μέσα απ' τη ζεστασιά και τη συντροφικότητα των στοίχων πλειοδοτεί η πίστη για τη νίκη: «...με το βλέμμα να ταξιδεύει πάνω από θάλασσες και σύνορα / προχωρούμε μ' ολόρθη τη καρδιά μας / εμείς οι σκληροί κι ατσαλένιοι / και λέμε και πάλι / πως δεν μπορεί / δεν γίνεται / η νίκη θα 'ναι δική μας...». Και το όραμα του ποιητή και της γενιάς του για μια κοινωνία χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους: «...Κόκκινος ήλιος / κουβέντα χαράς / αίμα παντιέρα / όλα δικά μας / Κόκκινος ήλιος / όλα δικά μας / Κόκκινος ήλιος...».
Στην «Άγονος γραμμή» (1947-52), η βαριά ατμόσφαιρα της διαγραφόμενης ήττας δίνει μια άλλη βαρύτητα στον ποιητικό λόγο, που δεν προκύπτει, όπως πριν, από τα εκφαινόμενα του απελευθερωτικού αγώνα και των αυταπατών που δημιουργούνταν στα πλαίσιά του, αλλά υποχρεώνεται να βυθιστεί στην επανεξέταση και την αναθεώρηση των «γραφών» και των «σταθερών», για να αναδωθεί ρηξικέλευθος και απελευθερωτικός: «...από διαλεχτική / τα μάθαμε καλά / όλα είναι περιβάλλον / Γι' αυτό κι εγώ / τριγυρισμένος θάλασσα / είμαι ρευστός / σα ριζιμιό λιθάρι...».
Το κλίμα της διάψευσης, της απογοήτευσης, η οδυνηρή απορία ανάμεσα στην υποκειμενική ανακολουθία των γεγονότων και στην αντικειμενική τους διαλεκτική, χρωματίζουν ιδιαίτερα τους στίχους της εποχής: «...Σύντροφε κοιμάσαι; / Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού / που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί / σαν τη σιωπή μου / στις κόρες των ματιών της;...».
Η τρίτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου «Ευθύτης οδών» (1959) έρχεται να επισημοποιήσει την αποδέσμευσή του από τον πολιτικό λόγο της αριστεράς. Τη θέση της αμφισβήτησης και της κριτικής της κυρίαρχης αριστεράς ιδεολογίας, διαδέχεται τώρα ο ανοιχτός σαρκασμός του απέναντι στον κομματικό μονολιθισμό: «...Οι ποιητές αρχίζουνε να χύνουν / τα γραμμικά τους δάκρυα / ...και αυτομάτως συμπληρώνουν / μιαν ελεγεία μ' αίσθημα και πόνο... μετά την ολομέλεια / σκοντάφτω συνεχώς / σε πεσμένες μαριονέτες...» ή η κατά μέτωπο επίθεση στην κομματική «ανανέωση» μετά το 1956: «...Πάντως το σύστημα μας λένε / δεν ευθύνεται καθόλου / Δεν υπήρχε σκάλα για ν' ανέβει ο Στάλιν / Είτανε ανέκαθεν πάνω κει ψηλά / κι εκ των υστέρων άρχισε να στοιβάζει πτώματα / σε σχήμα κλίμακος ναού...».
Η «Αναμμένη λάμπα», που περιλαμβάνεται στην τρίτη συλλογή, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του ποιητικού του λόγου την εποχή αυτή. Δεσμώτης, απομονωμένος και κατασυκοφαντημένος από τον κομματικό μηχανισμό, ο Αλεξάνδρου, δεν θα διστάσει να ενώσει τη φωνή του με τις κραυγές των καταπιεσμένων και φυλακισμένων σ' όλη τη γη: «...Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ. / σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο / θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας / έτσι που πότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού / ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της / και ν' ακουστεί / σαν ουρλιαχτό / σαν εκπυρσοκρότηση. / Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους κι άλλα στην καθοδήγηση / θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ / είμουνα μονάχα παραλήπτης / των όσων μου 'στελναν γραμμένα με λεμόνι / οι φυλακισμένοι / και των δυο ημισφαιρίων. / Αν μου πρέπει τιμή / είναι που είχα πάντα τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου / κι έκανα εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων / κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω απ' τη φλόγα...».
Η πορεία αυτή του ποιητή, φυσικά θα προκαλέσει το ανάθεμα και την καταδίκη του από τη μεριά της επίσημης αριστεράς. Παρ' όλα αυτά, καταδιωγμένος από το κράτος της δεξιάς και απομονωμένος από τη μεγάλη πλειονότητα των αγωνιστών της αριστεράς, ο Άρης Αλεξάνδρου θα κατορθώσει να επιβιώσει και να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο: «...Εδώ που έχω καταφύγει / σωριάζονται μια μια οι εποχές / βαριές σαν πέτρες / Ορθός στη μέση της ζωής / δε ζυγιάζω τίποτα / Ξέρξης κι Αθήνα δεν υπάρχουν / Είμαι προδότης για τη Σπάρτη για τους είλωτες σπαρτιάτες / Με το σπαθί χαράζω / στα στεγνωμένα χείλη / το χαμόγελό μου...».
Ο Άρης Αλεξάνδρου –που το 1975 έγραψε ένα εξαιρετικά μεστό και ζωντανό χρονικό της εξέγερσης των εργατών και των ναυτών της Κρονστάνδης το Μάρτη του 1921– πέθανε τον Ιούνη του 1978 στο Παρίσι αυτοεξόριστος, απομονωμένος αλλά όχι ηττημένος. Η γραφή του –σύνθετη και ιδιόμορφη– η σκέψη του –αδέσμευτη και δημιουργική– το πνεύμα του –αταλάντευτο και απελευθερωτικό–, στοιχεία που εμπότισαν το σύνολο της ζωής και του έργου του, συνοψίζουν και την κατακλείδα αυτού του κειμένου, μέσα από τον επίλογο ενός από τα δοκίμιά του: «Η ιστορία της ανθρωπότητας, λέει κάπου ο Καμύ, είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα στους ποιητές και στους χωροφύλακες. Κι αν υπάρχει κάτι που κάνει τη ζωή μας άξια να τη ζήσουμε, είναι η διαπίστωση πως παρ' όλες τις ήττες τους, παρ' όλη την εξαφάνισή τους για μεγάλες χρονικές περιόδους, οι ποιητές (με την ευρύτερη, την αρχαία έννοια της λέξης) καταφέρνουν πάντα να κινήσουν την ανθρωπότητα προς τα μπρος.».
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου