Βαρβάρα Καγιούλη
Καταρχάς Bαρβάρα να σε ευχαριστήσω ξανά μέσα απ' την καρδιά μου για το αφιερωμένο σ' εμένα ποίημά σου «Ωραιόψυχη Κυριακή.. Κίνηση που με ξάφνιασε και με συγκίνησε. Για πες μου λοιπόν...
Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σου επιρροές;
Βαρβάρα Καγιούλη: Οι λογοτεχνικές επιρροές μου εκπορεύονται κυρίως από τους φανταστικούς φιλολόγους μου, που είχα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και με έκαναν να αγαπήσω τους αρχαίους και νεότερους ποιητές. Το σχολείο μου, το 2ο Λύκειο Ιλίου, ήταν ένα «θερμοκήπιο» μετάδοσης τρυφερής γνώσης, που ακόμη με μπολιάζει σαν παρακαταθήκη, σαν βίωμα, σαν εγκαρδιωτική ανάμνηση. Γιατί από τότε βρίσκομαι σε μια αέναη μαθητεία παρατήρησης των πραγμάτων και των προσώπων και της μεταβολής τους. Έτσι αγάπησα τη γενιά του '20, τον Καρυωτάκη, στον οποίο έχω αφιερώσει δυο ποιήματα, τη Μαρία Πολυδούρη, που γι' αυτήν έγραψα την υποτιθέμενη ερωτική ποιητική επιστολή της προς τον Καρυωτάκη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη μνήμη του οποίου συνέθεσα μια βιωματική μου τρίλια, την «Ταράτσα». Άλλοι αγαπημένοι ποιητές είναι οι ποιητές της γενιάς του '30, κυρίως ο Σεφέρης, που εμπνεόμενη από αυτόν έγραψα το ποίημα «Του Σεφέρη μνήμη επιδραστική», και ο Ελύτης, καθώς από τον ποιητικό κήπο του εμπνεύστηκα κι έγραψα το ποίημα «Εικόνες της αθέατης πατρίδας». Ακόμη αγαπώ τον Γ. Ρίτσο και τον Ν. Βρεττάκο, που κατάγονται από την ωραία γη της Λακωνίας, τόπο αισθητικής και πνευματικής μέθεξης των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Ακόμη θαυμάζω και διαβάζω με ζέση τους Ηλείους μεταπολεμικούς ποιητές, όπως ο Τάκης Σινόπουλος και ο Γιώργης Παυλόπουλος. Μα κυρίως σημαντικό πεδίο έμπνευσης είναι ο Κ.Π. Καβάφης. Έχω γράψει ποιήματα με αναφορές στο έργο του, όπως το ποίημα «Ένας ασκεπής λυγμός» και το ποίημα «Η σβούρα η καβαφική», που έδωσε και το όνομά της στην ομάδα ποίησης που έχω στο Facebook. Αρδεύομαι αισθητικά από τα κλασικά ποιητικά μεγέθη, που είναι ασύλληπτα και έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο, και ακόμη και σήμερα εμείς οι νεότεροι δημιουργοί, ελάσσονες και μείζονες, γαλουχούμαστε από τα «ποτάμια» τους. Και βέβαια από τους πεζογράφους θαυμάζω τον Παπαδιαμάντη, για το μεγαλείο της γλώσσας και την ποιητικότητα του τρυφερού ρεαλισμού του, αφού μάλιστα έχω γράψει το ποίημα «Σφοδρό πλατάγισμα» εμπνευσμένο από το έργο του «Όνειρο στο κύμα».
Αν σου ζητούσαν να διαλέξεις μια αγαπημένη σου φράση μέσα απ' τις ποιητικές σου συλλογές, ποια θα έλεγες;
Β.Κ.: Θα σου αναφέρω μια στροφή από το ποίημα «Η σβούρα η καβαφική»: «Στη μαραμένη κόχη μου / μια σβούρα απ' τα παλιά / να κοιμηθώ δε μ' αφήνει, / σαν μυστικός θίασος μού υποβάλλει / με μουσική εξαίσια / το αισθητικό πέταγμα πάνω απ' το / «Πολυκαισαρίη». Συμπυκνώνει τη φιλοσοφία μου: αυτόνομη, έξω από τα λογής λογής «κυκλώματα» και τις ιδιοτελείς «παρέες», με τις αισθητικές αξίες που με εκφράζουν κι ας μην αρέσουν στους πολλούς ή στην κάθε μορφής εξουσία.
Τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση που εργάζεσαι, πώς την κρίνεις;
Β.Κ.: Η Λογοτεχνία απαιτεί κυρίως λυρική, συναισθηματική προσέγγιση και ποιητική συναίσθηση και απόδοση της γλώσσας. Όμως στο πλαίσιο ενός τεχνοκρατικού μοντέλου εκπαίδευσης, που δίνει έμφαση στις εξετάσεις, απουσιάζει η συγκινησιακή προσέγγιση της γνώσης και δεν αναπτύσσεται η ενσυναίσθηση, που είναι βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη λυρικής έκφρασης. Παράλληλα η «ξύλινη» γλώσσα των βιβλίων δεν βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν βιωματική σχέση με τη γλώσσα. Στη λογοτεχνία δεν χωρούν οι έτοιμες απαντήσεις και δεν μπορεί να διδάσκεται ως μάθημα πανελλαδικά εξεταζόμενο, αλλά οφείλουμε να το αναβαθμίσουμε μέσα από βιωματικά εργαστήρια φιλαναγνωσίας και δημιουργικής γραφής. Προσπαθώ μέσα από τον συνδυασμό ποίησης και Ιστορίας και μέσα από την ανάδειξη της αμφισημίας και πολυσημίας της γλώσσας να βοηθήσω τα παιδιά να καταλάβουν ότι όλα μέσα τους έχουν κρυμμένη, εν υπνώσει, μια ποιητική φλέβα. Σε δύσκολες εποχές η ποίηση έρχεται ως αρωγός για να δώσει το «κελάηδημα του νερού» μέσα στην αφόρητη ξηρασία της Ιστορίας. Αυτό προσπαθώ με λόγο και έργο να μετακενώσω στους μαθητές μου.
Φλώρινα, Μονεμβασιά, Δερβενοχώρια, Πετρούπολη... Τόποι εκπαιδευτικής σου θητείας. Ως τώρα μέσα σε αυτήν, ποιο θεωρείς ως το σημαντικότερο στιγμιότυπο που σου έρχεται στο μυαλό;
Β.Κ.: Θα σου αναφέρω ένα στιγμιότυπο από κάθε τόπο. Από τη Φλώρινα παίρνω το ομιχλώδες χειμωνιάτικο τοπίο, το κίτρινο χρώμα του φεγγαριού, που διασπά την καταχνιά και δίνει τη ζεστή ανάσα του στο χιόνι του τοπίου και της ψυχής. Στη Μονεμβασιά βίωσα το «ομηρικό ακρογιάλι», που πάντα μέσα μου μού φέρνει τραχιά ορεσίβια τραγούδια βαφτισμένα στη γλυκιά ρέμβη της θάλασσας. Στα Δερβενοχώρια ένιωσα τη χωριάτικη άσπιλη καρδιά κρεμασμένη στα δροσερά γιορντάνια της φύσης. Στην Πετρούπολη βλέπω τη ρόδα μου να κυλάει σε σκληρό νταμάρι και από μέσα του να ξεπηδούν ιλαρά και ανθισμένα απροσδόκητα φωτόδεντρα αγάπης.
Ποια τα συν και τα πλην της φιλολογίας ως σύγχρονο εκπαιδευτικό μάθημα;
Β.Κ.: Ως φιλόλογος διδάσκω τα αγαπημένα μου μαθήματα, που είναι η Γλώσσα, η Λογοτεχνία, η Ιστορία και η Φιλοσοφία. Εμείς οι φιλόλογοι επωμιζόμαστε τις ευθύνες μιας πολυσχιδούς ειδικότητας. Μέσα σε αυτήν την ανεξάντλητη πηγή γνώσης και πνευματικής δοκιμασίας αισθάνομαι να με κατακλύζουν οι στίχοι του Σολωμού: «Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, / χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη, / και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, / κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, / τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.». Γιατί για μένα η μετάδοση της γνώσης και το άνθισμά της στην εφηβική ψυχή προϋποθέτει διαρκή προσωπική μαθητεία και κατάδυση στην ανεξάντλητη δεξαμενή της σκέψης και των επιτευγμάτων κορυφαίων μορφών της ελληνικής και παγκόσμιας πολιτιστικής διανόησης. Έτσι δεν προλαβαίνω να διψάσω, και οι στέρνες γεμάτες με ξεδιψάνε, μαζί και τα παιδιά που με την αθωότητα και την ευελιξία τους μου δείχνουν τρόπους για να προσπαθήσω να μετασχηματίσω την ξηρασία και τη στέγνα σε «δέλτα δροσοφόρο μιας έντιμης μάχης». Όπως καταλαβαίνεις, η φιλολογία για μένα είναι πεδίο διαρκούς αναβάπτισης και μεταγγίζει στην καθημερινότητά μου αισιόδοξη προοπτική, «βλέμμα ευγένειας» και ένα «πάλλευκο πουλί» έμπνευσης που αναφωνεί ποιητικά: «Τη μοίρα θα τη χτίσουμε απ' την αρχή, / με της αγάπης τον ασβέστη / θα τη μεθύσουμε, / ώσπου να γίνει πάλλευκο πουλί».
Η σωστή φιλολογική επιμέλεια γραπτών κειμένων τι δεν πρέπει να παραλείπει;
Β.Κ.: Ο γραπτός λόγος απαιτεί επιμέλεια, βαθιά γνώση των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού, αλλά αυτοί οι κανόνες, χωρίς εκλεπτυσμένο γλωσσικό αισθητήριο, καθίστανται αφυδατωμένοι και αναπαράγουν ένα άμουσο πεζολογικό αποτέλεσμα χωρίς ηθικό και συναισθηματικό βάθος. Το κείμενο εντάσσεται σε μια δεδομένη επικοινωνιακή και συναισθηματική συνθήκη: δηλαδή σε κάποιον απευθύνομαι και σε κάποιον θέλω να το πω. Δεν είμαι γραφειοκράτης, είμαι άνθρωπος καθημερινός ή άνθρωπος της τέχνης, γι' αυτό προσάναμμα θα βάλω και τον νου και την καρδιά μου, προκειμένου να αφηγηθώ την ιστορία μου με τρόπο συγκινησιακά φορτισμένο, ώστε να συνεγείρω τα νεκρά σωθικά του εμβρόντητου αποδέκτη. Σωστή επεξεργασία του λόγου σημαίνει ότι, πέρα από την αναγκαία χρήση των τεχνικών εργαλείων, μπαίνω μέσα στις λέξεις με τα «σπλάχνα» μου και βγάζω αυτή τη φράση, αυτό το ρυθμικό νόημα που δεν μπορεί να μεταφραστεί με ακρίβεια από κανένα λεξικό παρά μόνο από την ψυχή.
Τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της ποίησης ποια θαρρείς ότι πρέπει να είναι;
Β.Κ.: Δεν υπάρχουν «συνταγές» για την καλή ποίηση. Όμως πιστεύω ότι πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική, να έχει έγνοια για τον άνθρωπο και να συγκινεί, να φέρνει δάκρυα στα μάτια, να ξεπλένει την ψυχή. Νομίζω ότι στην εποχή μας έχει γίνει η ποίηση πολύ εγκεφαλική και ασυνάρτητη. Βέβαια, ο μεταφορικός λόγος, η αλληγορία, δεν σημαίνουν ότι δεν φέρουν μέσα τους το σπέρμα της λογικής. Η ποίηση ακολουθεί και φέρει στον πυρήνα της, κατά τη γνώμη μου, τη διαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, όπως έχει προσδιοριστεί από τον Πλάτωνα. Εμπεριέχει το «λογιστικόν», δηλαδή τη λογική, το «θυμοειδές», δηλαδή τα συναισθήματα, και το «επιθυμητικόν», τις επιθυμίες. Η ποίηση δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό της, εκφράζει τον κόσμο, επικοινωνεί με τον χειμαζόμενο «ξυλάρμενο» άνθρωπο και για να επικοινωνήσει σε βάθος χρειάζεται να εξισορροπήσει τις ενέργειες της ψυχής με λόγο ηδύ, που φέρνει στην επιφάνεια την αθέατη, δυσανάγνωστη και δραματική πτυχή των προσώπων και των πραγμάτων και συγκινεί, χωρίς πάντα αυτός που κλαίει να ξέρει στα σίγουρα το γιατί. Γιατί η ποίηση δεν έχει συνήθως οριστικές απαντήσεις, άλλωστε «τραγικά εκκρεμή» είναι οι ποιητές και αυτοί που με θέρμη και δίψα τούς διαβάζουν.
«Η ειμαρμένη των αφανών». Τίτλος μιας απ' τις ποιητικές σου συλλογές. Περιεκτικά, ποια ειμαρμένη θα 'λεγες ότι έχουν οι αφανείς, Βαρβάρα;
Β.Κ.: Οι αφανείς της ιστορίας είναι οι σημαίνοντες που η ζωή επιδεικτικά και σκόπιμα αγνοεί και η ποίηση ανασύρει από την αφάνεια, για να σώσει το «σπίρτο» τους, που μας φωτίζει χωρίς να το ξέρουμε. Στο ποίημα «Η στάχτη των αγώνων» αποδίδω αλληγορικά την «ταυτότητα» των αφανών: Σταθεροί / σε σκοτεινούς καιρούς / με το ξύλινο δεκανίκι τους / φτιάχνουν σκάλες προς τον ουρανό. / Τις φωτεινές μέρες χάνονται από τον κονιορτό / των άκαπνων δημαγωγών. / Η ειμαρμένη των αφανών».
Η ποίηση προοδεύει τις κοινωνίες;
Β.Κ.: Η ποίηση ανασύρει κρυμμένα αισθήματα, είναι το φωτεινό μονοπάτι που με έναν στίχο αναποδογυρίζει το σύμπαν και το μεταβάλλει σε μια ιδανική των ιδεών πολιτεία. Έστω κι αν οι ποιητές ποτέ δε θα κυβερνήσουν τον κόσμο, κρατούν το φανάρι τους και μπαίνουν ορμητικοί στην ορχήστρα, όταν οι πολιτικοί με την τετράγωνη λογική και οι λογιστές με το γούνινο παλτό ετοιμάζονται, εκτός από το σπίτι, να τους πάρουν και την ψυχή. Οι στίχοι μου δείχνουν τον Ποιητή: «Θα μπεις στην πλατεία, / με τον Σπορέα του Βαν Γκογκ θα μοιάζεις, / λιακάδα υποσχετική /κρατώντας τη λάμπα της Άνοιξης μες στον χειμώνα, / μαζί με τους συλλέκτες του πάθους / ανεβασμένοι στα ηλεκτροφόρα σύρματα / θα τραγουδάτε / κατάστηθα στη βροχή των εγκλημάτων / πως ο φασισμός δε θα περάσει».
Ποια τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Β.Κ.: Έχω τελειώσει τη σύνθεση της 7ης ποιητικής μου συλλογής και ευελπιστώ μέσα στο 2022 να την εκδώσω. Και όταν η πανδημία υποχωρήσει, θα ήθελα να συγκεντρώσω φίλους και ομότεχνους, να πιούμε ένα κρασί και να διαβάσουμε τους στίχους μας. Και κυρίως στα διαρκή καλλιτεχνικά σχέδιά μου συγκαταλέγεται η επιθυμία να ανακαλύπτω και να εμπνέομαι από τα σημαντικά και απέριττα της ζωής και να τα κάνω στίχους και κυρίως να δικαιώσω την ωραία ευχή που μου έδωσε πρόσφατα μια φίλη, «να στάζω ελπίδα και δροσιά στις κουρασμένες καρδιές».
Να 'σαι καλά Βαρβάρα. Πάντα ανθρώπινη και ποιήτρια.
Β.Κ.: Κι εσύ να 'σαι καλά Χρήστο. Σ' ευχαριστώ πολύ για την συζήτηση-συνέντευξη. Η καλύτερή μου ως τώρα.
H Bαρβάρα Καγιούλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Ασκήσεις χαρμολύπης (2017), Γαβριηλίδης,
Θροΐσματα από το περιβόλι του ουρανού (2018), εκδόσεις Βακχικόν,
Η ειμαρμένη των αφανών (2019), Όστρια Βιβλίο,
Αγών ψυχής εσθλός (2019), Όστρια Βιβλίο,
Ονειροποδηλάτες (2020), Όστρια Βιβλίο,
Τα ξύλινα ποτάμια (2021), εκδόσεις Όστρια.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου