Βασίλη Βασιλικού
Ήταν μαθημένη η κυρία να πίνει φρέσκο, τρυφερό αίμα. Αυτό της έδινε διάρκεια στη ζωή, αντοχή στις δοκιμασίες που περνούσε. Ο Κώστας με την Αλίκη ήταν ένα ζευγάρι ερωτευμένο και φτωχό. Η κυρία πίστευε στην παντοδυναμία της. Τίποτα, κανένας δεν της είχε αντισταθεί μέχρι τώρα. Κι αυτός, ο Κώστας, θα έπεφτε.
Ο Κώστας ήταν ζωγράφος, μπατίρης. Η Αλίκη έκανε κεραμική. Περνούσαν δύσκολα. Δεν τα 'βγάζαν πέρα. Έτσι όταν η Κυρία ζήτησε απ' τον Κώστα να της φτιάξει το πορτρέτο, ο Κώστας δίσταζε. Μα η Αλίκη του είπε:
— Να πας. Θα σου ριχτεί. Εσύ να της πεις το γνωστό παραμύθι, ότι δεν μ' αγαπάς, να την «παίξεις» σ' αυτό το μοτίβο.
— Μα τη σιχαίνομαι!
Με βαριά καρδιά ο Κώστας ξεκίνησε για τον πρώτο γύρο.
Πήρε έναν καμβά και το καβαλέτο του και πήγε στο εξοχικό της Κυρίας.
Η Κυρία δεν ήταν καθόλου χυδαία. Ήθελε αίσθημα. Περισσότερο κι από το να κοιμηθεί μαζί του, θα την ικανοποιούσε ότι έκανε μια άλλη γυναίκα να ζηλέψει, να υποφέρει. Ο Κώστας το «έπαιζε» όσο καλύτερο μπορούσε.
Έκανε τον μελαγχολικό καλλιτέχνη που δεν βρίσκει κατανόηση απ' τη γυναίκα του.
— Μα αφού είναι κι η ίδια καλλιτέχνις, πώς δεν ταιριάζετε; Μη με απογοητεύεις. Σας είχα για το πιο ερωτευμένο ζευγάρι του κόσμου.
— Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, και τραβούσε τις πρώτες πινελιές στον καμβά του. Ένας γάμος...
— Μη μου το λες, του είπε η Κυρία. Έχω η ίδια πικρή πείρα με τέσσερις γάμους. Ξέρω.
— Τι φορούσε; τον ρώτησε η Αλίκη το πρώτο βράδυ μόλις γύρισε.
— Ένα νεγκλιζέ. Κάνει και την ωραία, το χούφταλο, και πήγε να πλύνει τα χέρια του απ' τις μπογιές με αηδία.
— Να κάνεις ότι την θαυμάζεις, ότι αυτή είναι για σένα κάτι άλλο, ότι κοντά της νιώθεις διαφορετικά.
Ο Κώστας με την Κυρία γινόταν ολοένα και πιο ρομαντικός.
— Μεθαύριο, έχω μια δεξίωση, του είπε εκείνη. Ελπίζω να 'ρθείτε μαζί. Θέλω να την γνωρίσω την καημένη τη γυναίκα σου.
Στη δεξίωση η Αλίκη πήγε χάλια ντυμένη και κάθισε σε μια γωνία ξεφυλλίζοντας περιοδικά. Έκανε την αδιάφορη ως προς τον Κώστα. Αντίθετα η Κυρία θριάμβευσε.
Τον είχε αγκαζέ, σαν προστατευόμενό της, και τον σύστηνε σε διάφορους καλεσμένους της σαν τον νέο Μιχαηλάγγελο.
«Όλοι αυτοί», του ψιθύριζε στ' αφτί ενώ άστραφτε στα διαμάντια, «είναι πολύ σημαντικά πρόσωπα. Αυριανοί υποστηρικτές σου».
— Καταλαβαίνεις ότι άλλο δεν μπορώ.
— Μπορείς, του είπε η Αλίκη.
— Με εκδίδεις;
— Ναι.
Και τον έπλυνε, τον έντυνε, της τον σερβίριζε της Κυρίας κονσερβοποιημένο.
— Πρέπει να χωρίσετε, του είπε η Κυρία την επομένη της δεξίωσης. Την έβλεπα χτες την καημένη ποσό λυπημένη κάθονταν, πόσο ορφανή. Δώσ' της την ελευθερία της. Είναι νέα ακόμη, θα ξαναφτιάξει τη ζωή της.
— Το σκέφτομαι, της είπε ο Κώστας. Το σκέφτομαι σοβαρά.
— Μην το σκέφτεσαι. Καν' το, Και βγήκε απ' την πόζα της, τον πλησίασε.
— Έχεις ταλέντο, είσαι νέος, είσαι όμορφος, θα πας μπροστά. Οι υποχρεώσεις σε εμποδίζουν...
Κι έσκυψε και δάγκωσε τον σβέρκο του. Ρούφηξε λίγο αίμα. Η Αλίκη του χάιδευε το σημάδι στον λαιμό του τρυφερά. Την πείραζε που το πορτρέτο καθυστερούσε.
Το παιγνίδι ήταν δύσκολο, γιατί κι σύζυγος της Κυρίας ήταν στο κόλπο.
Το κατάλαβε τη βραδιά στο σπίτι τους.
Μοιραία ένα απ' τα δύο ζεύγη θα έχανε.
Ο σύζυγος ευνοούσε τα φλερτ της γυναίκας του, για να 'χει το ελεύθερο με τις γκόμενες.
Το παιγνίδι προμηνύονταν δύσκολο, σκληρό.
— Αυτή δαγκώνει, αγανάκτησε ο Κώστας μια φορά.
— Τώρα θα της πουλήσεις το παραμύθι της άρρωστης μάνας σου. Που δεν έχει λεφτά να τη στείλεις στο νοσοκομείο.
— Είσαι γυναίκα-σατανάς, της είπε. Γι' αυτό μ' αρέσεις.
Η ιστορία της άρρωστης μάνας, που δεν έχει λεφτά να πάει στο νοσοκομείο, έπιασε κι ο Κώστας γύρισε ματσωμένος.
Εκείνο το βράδυ γλέντησαν με τους φίλους τους. Τους πήγαν στο Πασαλιμάνι και μετά στα μπουζούκια.
— Έφτασε η ώρα για να μου πάρεις το βιζόν, τον ορμήνεψε.
Ο Κώστας το εντόπισε πρώτα στην κρεβατοκάμαρα της. Όταν τελείωσε το πορτρέτο και πήγε να πληρωθεί απ' τον άντρα της στο γραφείο του (ένα ολόκληρο πάτωμα στην Πλατεία Συντάγματος) εκείνος του είπε:
— Είναι αληθινά υπέροχο το πορτρέτο που της κάνατε. Ελπίζω να μη σας χάσουμε τώρα που τελείωσε.
Και του έδωσε μια παχιά επιταγή.
— Πώς θα της το φάμε, Αλικάκι;
— Με τη μέθοδο του υπνωτισμού, του είπε εκείνη.
Και άναψε δύο ινδικά ξυλαράκια, απ' αυτά που καιν' για να σβήσει η μυρωδιά του χασισιού, κι άρχισε μες στο σκοτάδι να τα παίζει: οι φωτισμένες κάφτρες τους κάναν σχήματα περίεργα, οκτάρια (8), εξάρια (6), φωσφορικά ερπετά, κύκλους, αμοιβάδες, κύματα. Του έδωσε και δύο χαπάκια για το βήχα.
— Αυτά θα της πεις πως είναι μαύρη, θα της δώσεις να καπνίσει, αυτή θα ζαλιστεί. Μετά θα κάνεις το κόλπο με τα ξύλα. Πρέπει να 'ναι όμως σκοτάδι απόλυτο μες στην κάμαρα.
Τον περίμενε εκείνο το βράδυ να γυρίσει με αγωνία, όσο αργούσε, τόσο το μετάνιωνε.
Κατά τις δέκα, ο Κώστας γύρισε με το βιζόν.
Η Αλίκη το άρπαξε απ' τα χέρια του, γδύθηκε και το φόρεσε γυμνή. Μετά κυλίστηκαν στο κρεβάτι.
Αχόρταγοι.
Μαζί με τη γούνα.
Ώσπου ξημέρωσε κι ακόμα να χορτάσουν την άγρια σαρκοβόρα χαρά τους.
— Την επόμενη φορά θα κάνω εγώ πιάτσα, του είπε.
Φύγαν για ταξίδι το άλλο πρωί. Είχαν λεφτά. Είχε τη γούνα της. Δεν θα κρύωνε στην Ευρώπη.
Το μόνο που της θύμιζε ακόμα τη θλιβερή ιστορία ήταν το τσιρότο που είχε ο Κώστας στο λαιμό απ' το τελευταίο ρούφηγμα, της βδέλλας.
Το διήγημα του Βασίλη Βασιλικού, Honeymoon killers, βρίσκεται στη συλλογή Ερωτικές ιστορίες από την ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Αιγόκερως, 1995.
Σωσμένο από το mathisis, που δεν υπάρχει πια.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Henri Matisse (Woman in a purple coat, 1937)