Αναστασίας Κασσιανού
Ο Σταύρος και ο Μανώλης είναι συμμαθηταί και φίλοι. Μένουν στην ίδια πολυκατοικία και στον ίδιο όροφο. Τον δεύτερο. Έχουν την ίδια ηλικία γι' αυτό πάνε και στην ίδια τάξη του ίδιου Δημοτικού σχολείου.
Συζητούν πολύ. Οι ιδέες τους συμφωνούν κι έχουν τις ίδιες φιλοδοξίες.
Κάτω από τα σχολικά τους βιβλία, κρύβουν πάντα ένα άλλο με αστυνομικά διηγήματα. Η φιλοδοξία τους είναι ν' ανακαλύψουν πρώτοι κάποιο έγκλημα.
Με αγωνία περιμένουν να τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία να δράσουν...
Είναι χειμώνας και το σκοτάδι έρχεται νωρίς. Έτσι αναγκάζονται να κλείνονται πολλές ώρες στα σπίτια τους. Κάνουν όμως παρέα και περνούν καλά.
Έτσι και 'κείνο το απόγευμα, ο Σταύρος ζήτησε από τη μάνα του να πάει στον Μανώλη να διαβάσουν και να παίξουν...
Τον βρήκε απορροφημένο να διαβάζει ένα αστυνομικό βιβλίο.
Μόλις είδε τον φίλο του, τον κοίταζε με ύφος σοβαρό και είπε:
— Έκανες καλά και ήρθες Σταύρο. Σε ήθελα να συζητήσουμε...
— Λέγε Μανώλη, λέγε... Σ' ακούω...
— Αν όπως λέμε, πως ζητάμε μια ευκαιρία να δράσουμε, δεν πρέπει να είμαστε υπναράδες... Μ' ακούς;
— Ναι, ναι, είμαι όλος αφτιά. Λέγε παρακάτω...
— Που λες, μόνο έτσι θα βρεθεί η ευκαιρία. Απόψε λέω να δοκιμάσουμε την τύχη μας. Άκου πώς θα ενεργήσουμε. Η μάνα σου θα σε βάλει να κοιμηθείς. Εσύ, θα ξαπλώσεις, θα πείτε καληνύχτα και θα φιληθείτε... θα σου σβήσει το φως και θα βγει. Τότε εσύ θα ξανασηκωθείς, θα βάλεις το μπουφάν σου στην κλειδαρότρυπα της πόρτας να μη φαίνεται απ' έξω, και θα το ξανανάψεις, θα πάρεις τα αστυνομικά σου, θα ξαναξαπλώσεις και θα διαβάζεις... Πρόσεξε μην αποκοιμηθείς. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
Όταν σβήσουν τα φώτα απ' όλα τα διαμερίσματα θα συναντηθούμε στον διάδρομο. Πρόσεξε... θα είσαι αετονύχης. Οι κινήσεις και οι μετακινήσεις σου πρέπει να είναι αστραπιαίες και απαλές όπως περπατά η γάτα. Δεν πρέπει να σε πάρουν είδηση πως λείπεις από το δωμάτιο σου. Μην ξεχάσεις να φορέσεις τα γυαλιά σου, του ηλίου. Α, επίσης, ένα καπέλο χωμένο ως τη μύτη σου, και το γιακά τού μπουφάν σου σηκωμένο...
Θα με φωνάζεις Σέρλοκ. Εγώ εσένα Μποντ...
— Γιατί αυτό;
— Να σου πω γιατί. Πρώτον τα μεγάλα ονόματα φέρνουν γούρι κι επιτυχία... Δεύτερον, δεν πρέπει ν' ακούγονται τα δικά μας ονόματα, είναι επικίνδυνο. Α, μην ξεχάσεις να πάρεις τον φακό σου.
Θα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Τα παιδιά άκουσαν θόρυβο ύποπτο... Περίμεναν λίγο... Κοίταξαν με προσοχή. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα σβηστά. Όταν έγινε ησυχία βγήκαν κλείνοντας τις εξώθυρες και βάζοντας τα κλειδιά στη τσέπη τους...
Παπούτσια δεν φορούσαν. Περπατούσαν με τις κάλτσες τους. Σοβαροί κι αμίλητοι. Σωστά φαντάσματα.
Άξαφνα ο Σέρλοκ έδειξε με το δάχτυλο κάτι. Τα σκαλοπάτια είχαν σημάδια, κόκκινα στρογγυλά.
— Σταγόνες αίμα. Σταγόνες αίμα, ψιθύρισε ο Μπόντ.
— Έγκλημα, συμπλήρωσε ο Σέρλοκ, δείχνοντας πάντα με το δάχτυλό του.
Ανεβαίνοντας στον τρίτο όροφο έβλεπαν κι εκεί βαμμένα με αίμα τ' άσπρα σκαλοπάτια.
Ήταν φρέσκο. Δεν είχε ακόμα ξεραθεί...
— Το έγκλημα έγινε πριν από λίγο, είπε ο Σέρλοκ. Την ώρα που ακούσαμε το θόρυβο.
Τώρα ήταν στο διάδρομο του τρίτου ορόφου.
Έξω από την πόρτα του οδοντογιατρού.
Αστραπιαία άνοιξε η πόρτα.
Με μια κίνηση και τα δυο παιδιά έριξαν τους φακούς πάνω στον γιατρό. Εκείνος φοβισμένος έκλεισε αμέσως την πόρτα του, μα τα παιδιά πρόλαβαν με το φως που έριξαν πάνω του και είδαν...
— Τον είδες;
— Ναι, λέει ο Μπόντ. Πολύ τρομερό.
— Τι τρομερό βρε ανόητε; Θαυμάσιο να λες! Επιτυχία εκατό τα εκατό! Η άσπρη μπλούζα που φορούσε είχε πιτσίλες από αίμα. Αυτός είναι ο δράστης.
— Ο δολοφόνος! είπαν και οι δυο μ' ένα στόμα.
Λοιπόν ο δολοφόνος δεν κοιμάται. Κάπου έχει κρύψει το θύμα του και ζητά ευκαιρία να το εξαφανίσει. Συμφώνησαν πως έτσι πρέπει να 'ναι.
Ανέβηκαν μέχρι την ταράτσα. Και κει τα ίδια. Τώρα πώς θα έβρισκαν το θύμα...
Κατέβηκαν ως το υπόγειο. Βγήκαν και στην αυλή. Παντού σταγόνες από αίμα.
— Για να 'χει πέσει παντού, δε θα τον σκότωσε με την πρώτη. Τον κυνήγησε.
— Μπορεί και να ξέφυγε τραυματισμένος... Πώς θα βεβαιωθούμε για όλ' αυτά;
Έψαξαν ολόγυρα την πολυκατοικία. Κάθε τόσο σταματούσαν μην πιάσουν τ' αφτιά τους κάποιον ύποπτο θόρυβο. Τίποτε. Κοίταξαν τώρα ψηλά στον τρίτο όροφο. Ο οδοντογιατρός είχε σβηστά το φώτα του.
— Κοιμάται όμως; ρώτησαν συγχρόνως ο ένας τον άλλον.
— Μπα... Αποκλείεται, είπε ο Σέρλοκ. Μπορεί να κατεβάσει το θύμα του με σκοινί τσουβαλιασμένο από το μπαλκόνι του...
— Μου ήρθε μια σκέψη, Σέρλοκ. Το αποκλείεις να είναι το θύμα ο γιατρός; Να του επιτέθηκε ο δολοφόνος και κείνος για να αμυνθεί τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε; Και τώρα να έχει διαφύγει ο δολοφόνος, και να έχουν χαθεί τα ίχνη του;
Εκείνη τη στιγμή ένα αυτοκίνητο με σβηστά φώτα σταμάτησε απ' έξω στο δρόμο, στο σκοτεινότερο σημείο.
Είδαν τη σκιά ενός άντρα να βγαίνει με προφύλαξη από μέσα.
Ένας σκύλος γαύγιζε... Ύστερα ένας άλλος...
Ήταν κρυμμένοι, μα σε σημείο που έβλεπαν χωρίς να μπορεί να τους δει κανείς.
Ο άνθρωπος του αυτοκινήτου μπήκε στην πολυκατοικία. Ποιος να ήταν;
— Πήγαινε Μπόντ και πάρε τον αριθμό...
Με πολλή προφύλαξη έγινε κι αυτό.
Περίμεναν αρκετή ώρα... Δεν ακουγόταν τίποτε. Είχαν και το φόβο, μη τους παρακολουθούσε ο δολοφόνος, που ίσως να μην είχε διαφύγει γιατί τον εμπόδιζαν με την παρουσία τους.
Σκέφτηκαν να γυρίσουν στα δωμάτιά τους.
Ίσως το πρωί θα το έγραφαν οι εφημερίδες.
Πίσω τους νιαούριζε μια γάτα.
Γύρισαν απότομα και οι δυο ρίχνοντας φως πάνω της με τους φακούς.
Τα μάτια της έλαμπαν παράξενα. Ξανανιαούρηξε. Η φωνή της ήταν πονεμένη. Η άσπρη τρίχα της ήταν λερωμένη. Ήταν κόκκινη, από αίμα. Πονούσε και κούτσαινε.
— Περίεργο... είπαν και οι δυο μαζί.
Δεν είναι δυνατόν να είναι το θύμα. Και ο γιατρός με τη ματωμένη μπλούζα;
Κοιτάχτηκαν κουνώντας τα κεφάλια τους με απογοήτεψη.
Άλλη φορά θα είχαν ίσως καλύτερη τύχη.
Αναστασία (Νατάσσα) Κασσιανού
Από το βιβλίο Στα νύχια του κακού. Σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια.
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο τέχνης, έναν πίνακα, του Rene Magritte (The Manaved Assasin, 1927). Ο σουρρεαλιστής παρουσιάζει μια μακάβρια αλλά ήρεμη σκηνή κατά την οποία ένας δολοφόνος ολοκληρώνει το έργο του χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είναι περικυκλωμένος και παρακολουθείται από ερευνητές-θεατές. Το πτώμα βρίσκεται κεντρικά ενώ ο ίδιος, ατάραχος, ακούει ένα μουσικό κομμάτι (προφανώς) στο γραμμόφωνο. Αν όμως οι ντετέκτιβ –που παραμένουν αδρανείς– ήταν παρόντες κατά τη δολοφονία-κακοποίηση-βασανισμό της γυναίκας, τότε είναι συνένοχοι στο έγκλημα.