Ἀπὸ τὴν ἐπικειμένη ἔκδοσι τοῦ σοφοκλείου Οἰδίποδος Τυράννου μὲ παραγραμμικὴ μεταγραφή-σχόλια-ἑρμηνεία τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.
Ὁ ΟΙΔΙΠΟΥC ἔχει ἤδη ἐνημερωθῆ ἀπὸ τὸν ΚΡΕΟΝΤΑ γιὰ τὸν χρησμὸ τοῦ Φοίβου Ἀπόλλωνος: Πρέπει νὰ εὑρεθῇ ὁ ὑπαίτιος γιὰ τὸν φόνον τοῦ Λαΐου ποὺ ἐβασίλευε τὶς Θῆβες, προτοῦ ἀναλάβῃ τὴν ἐξουσία ὁ νῦν τύραννος, ὥστε νὰ παύσῃ ἡ μαστίζουσα τὴν πόλι νόσος.
Γλῶσσα Διὸς σὺ γλυκόλαλη,
____ἀπ᾽ τὴν πολύχρυση τί εἰναι
Πυθὼ στὶς ἀγλαὲς ποὺ εἰσῆλθες
Θῆβες; Μετέωρος ἔγινε ὁ νοῦς
____καὶ μὲ δέος ὡς τρέμω,
ὦ τοξάτα σὺ Δήλιε Παιάν,
γύρω σου ἐμβρόντητος στέκω: καὶ νέον τί ἐμε
ἤ σὲ καιροὺς ἐπερχόμενους πάλιν
____ὡς χρέος μοῦ φέρνεις;
Γιά εἰπέ μοι, τέκνο χρυσῆς ἐσὺ Ἐλπίδος,
____ ἀθάνατη Φήμη.
Πρῶτον ἐσέ, θυγατέρα Διός,
____ Ἀθηνᾶ μου αἰωνία,
καὶ πολιοῦχον ἀδελφή σου
Ἄρτεμι, θρόνο ἀγορᾶς κυκλικὸ
____καὶ μὲ κλέος ὡς ἔχει,
καὶ τὸν Φοῖβο ⟨καλῶ⟩ σκοπευτήν,
τρεῖς δυστυχίας φανῆτε μου ἀπότροποι·
ὅποτε ἂν πρότερα ἡ ἄτη ἐναντίον
____ ὠρθώθη τῆς πόλεως,
ἐξετοπίσατε φλόγα βασάνου,
____ καὶ τώρα νὰ ἐλθῆτε.
Θεοί, ἀνάριθμα ποὺ φέρω
βάσανα· καὶ νοσεῖ ἐμένα ἅπας
ὁ λαός, καὶ κανείς στοχασμὸς
γιὰ προστασία, κανένας καρπὸς κάπου
στὴν γῆ νὰ μεγαλώνῃ τὴν ἔνδοξη, γέννας πιὰ
πόνους κακούς ποὺ ν᾽ ἀντέχῃ γυναῖκα καμμιά.
Ἕναν στὸν ἄλλον ὡς πουλὶ θε᾽ νὰ ἰδῇς ὠμορφόπτερο
ἀπὸ τὸ πῦρ νὰ πετάῃ γοργότερα
πρὸς τὴν ἀκτὴ θεοῦ στὴν Δύσι.
Ἀναρίθμους ὡς χάνει ἡ πόλι·
γεννήματα ἀνηλεῶς στὸ χῶμα,
καθὼς καὶ ἄκλαυτα, κεῖνται νεκρά.
Σύζυγοι, μάννες λευκόμαλλες μέσ᾽ σὲ αὐτὰ
σὲ ἀκτήν ἄλλες ᾽δῶθε ἄλλες ἐκεῖθε βωμοῦ ἐπάνω
ἀπὸ καημοὺς σωτηρία ἱκετεύουν πικρούς.
Παιάν δονεῖ καὶ μὲ φωνὲς στεναγμῶν ἀπ᾽ ὁλόγυρα:
σύ, θυγατέρα χρυσῆ τοῦ Διός, γι᾽ αὐτά
Ἀλκήν πέμψε δῶ ὠμορφομάταν·
τὸν ἰσχυρὸν τὸν Ἄρη,
δίχως τώρα ὅπλα χαλκοῦ
ποὺ ἐμὲ φλογίζει μὲ φωνές ἀντίπερά μου,
νὰ πάρῃ δρόμο πίσω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα κάμε,
στὰ σύνορα, σὲ μέγαν
θάλαμο τῆς Ἀμφιτρίτης
ἢ σὲ ἀπόξενον ὅρμων ἐκεῖ
Θρακικὸν φουρτούνας·
νὰ τελέσῃ ὅσα ἡ νύκτα ἀφήνει,
φθάνει πάνω ἡμέρας φῶς·
κεῖνον, πυρφόρων
ἀστραπῶν σὺ κραταιέ,
πατέρα Δία, καῦσε τον μὲ κεραυνό σου.
Ἄναξ Λύκειε, ἐσένα
ἀπ᾽ τὰ τόξα τὰ χρυσᾶ
ἐγὼ τὰ βέλη θέλω ἀδάμαστα νὰ πέσουν
καὶ ἀρωγοὶ νὰ προβοῦν γιὰ ἐμὲ μὲ τὶς πυρφόρους
Ἀρτέμιδος λαμπάδες
ποὺ ὄρη ἐκείνη τρέχει Λύκια·
καὶ καλῶ μὲ τὴν μίτρα χρυσῆ,
μὲ ὄνομα ἀπ᾽ τὴν χώρα,
κρασοροδόχρωμο τὸν Βάκχο,
μὲ Μαινάδων τὸν λαό,
φλογώδης νὰ ἔλθῃ
σύμμαχος, μὲ τῆς πυρᾶς
τὴν πεύκη στὸν χωρίς τιμὲς θεὸν ἐπάνω.
Ἔγινε προσπάθεια ὁ ρυθμὸς τῆς νεοελληνικῆς μεταγραφῆς ν’ ἀκολουθῇ —τὸ κατὰ δύναμιν— ἐκεῖνον τοῦ ἀρχαίου πρωτοτύπου. Οἱ γραμματικῶς ἄτονες λέξεις (παρὰ ταῦτα γραμματικῶς τονιζόμενες) καταδεικνύουν τὸ φαινόμενο τῆς μετρικῆς ἀποτονίσεως, ὅπου ὁ τόνος μίας λέξεως ἐξασθενεῖ, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῇ ὁ ρυθμὸς τοῦ στίχου. Οἱ έμφαντικοὶ ὀξυτονισμοί (ἐν ᾧ θ’ ἀνέμενε κάποιος βαρεῖα) δηλοῦν τὴν συλλαβὴ ποὺ φέρει τὸ νόημα τῆς πνευστικῆς ἑνότητος ἢ ἐὰν εὑρίσκεται σὲ ἰσχυρὰ μετρικῶς θέσι τοῦ στίχου.