Γιατί γράφετε; Ποια ανάγκη σάς οδηγεί στην έκφραση μέσω της γραφής;
Μαρία Μανωλοπούλου: Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ανέκαθεν έγραφα, αλλά ήταν καθαρά προσωπική μου ανάγκη, δεν ήθελα να την επικοινωνήσω ευρέως. Ενδιάμεσα σπούδασα θέατρο και θεωρητικά και πρακτικά γιατί ήταν η πρώτη μου αγάπη. Δούλευα σε μια τεχνοκρατική δουλειά για βιοποριστικούς λόγους. Ασχολήθηκα με τη φωτογραφία και με πολλά άλλα. Μέχρι που το γράψιμο τράβηξε όλο μου το ενδιαφέρον και αποτέλεσε και το αντικείμενο του μεταπτυχιακού μου. Το διάβασμα και το γράψιμο αποτελεί το μεγαλύτερο καταφύγιο για μένα.
Πώς προέκυψε η συλλογή «Κοινή θνητή»;
Μ.Μ.: Πρόκειται για 17 ιστορίες γυναικών. Καθημερινές ιστορίες αλλά συγχρόνως ακραίες. Ιστορίες εργασιακής και ερωτικής τρέλας, κακοποίησης, ψυχοθεραπείας, ανάγκης για προσφορά μέσω της τέχνης, της μητρότητας, της φιλοζωίας κ.λπ. Γράφτηκαν σε διάστημα τριών χρόνων με διαφορετική αφετηρία και με διαφορετική μορφή. Είτε ως θεατρικά μονόπρακτα, είτε ως διηγήματα με τη φιλοδοξία να πάρουν μεγαλύτερη μορφή. Τελικά κάποιες απ' αυτές διασκευάστηκαν και μαζί με κάποιες καινούργιες οριστικοποιήθηκαν σε μικρή φόρμα, με πρωτοπρόσωπη, τριτοπρόσωπη ακόμα και δευτεροπρόσωπη αφήγηση, με ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία, με αναφορές αυτοβιογραφικές αλλά και άλλων γυναικών που έχω γνωρίσει, αναμεμιγμένες βέβαια μέσα στη μυθοπλασία.
Οι ιστορίες του βιβλίου έχουν συλλεχθεί ευκαιριακά, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο κάποιου σκοπού, έχουν κοινό παρονομαστή ή κάτι άλλο; Τι τις συνδέει;
Μ.Μ.: Υπάρχει ένας κοινός άξονας που ενώνει αυτές τις ιστορίες. Είναι η ασθένεια η οποία πλανάται ως φάντασμα σε κάποιες, ενώ σε άλλες είναι έκδηλη εξ αρχής. Η ασθένεια καιροφυλακτεί πίσω από τη χαραμάδα ή το ανοιχτό διάπλατα παράθυρο που ανοίγει ο απωθημένος ή ο τοξικός κόσμος αυτών των γυναικών, η σκοτεινή τους πλευρά και από εκεί τρυπώνει ύπουλα. Ενώ δεν κατονομάζεται φαίνεται έκδηλα ότι είναι ο καρκίνος του μαστού, μια πολύ διαδεδομένη πλέον ασθένεια, που ταλαιπωρεί έναν τεράστιο αριθμό γυναικών παγκοσμίως. Με αφορμή αυτήν όμως αναδεικνύονται υπαρξιακά, φιλοσοφικά ζητήματα όπως η φθορά, η θνητότητα και η πανανθρώπινη ισότητα μπροστά σε αυτά, εξού και η σκόπιμη ανωνυμία αυτών των γυναικών· δεν αναφέρονται καν τα μικρά τους ονόματα. Δεν πρόκειται όμως για ένα βιβλίο ενθάρρυνσης ή συμβουλών, στόχος μου είναι η δημιουργία έντονων συναισθημάτων και θεωρώ ότι αυτός είναι πρωτεύον στόχος της τέχνης εν γένει.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Μ.Μ.: Όλοι είμαστε κοινοί θνητοί...
Ποια είναι η γνώμη σας για τα ελληνικά γράμματα και τη λογοτεχνία σήμερα; Ποιο το μήνυμά σας προς συγγραφείς και φιλαναγνώστες;
Μ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι συχνότερα επιλέγω να διαβάσω ένα σύγχρονο βιβλίο από τη διεθνή λογοτεχνική παραγωγή παρά από την εγχώρια, σε όλα πάντως δίνω μια ευκαιρία. Εάν ένα βιβλίο δεν τραβήξει το ενδιαφέρον μου μέχρι την εκατοστή σελίδα το κλείνω πλέον χωρίς ενοχές. Είναι μικρή η ζωή και ατελείωτη η λίστα των βιβλίων. Βρισκόμαστε αφενός σε μια ψηφιακή fast food εποχή, αφετέρου σουρεαλιστική λόγω πανδημίας και σε μια μικρή χώρα με ένα μέσο ποσοστό αναγνωστών γύρω στο 11%. Οπότε εκ των πραγμάτων είναι μίζερη η συνθήκη, πόσο μάλλον για άγνωστους ή πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, θεωρώντας ως δεδομένο ότι κάθε μορφή τέχνης οφείλει να επικοινωνείται αμφίδρομα για να υφίσταται. Καλό είναι να είμαστε ανοιχτοί, διατηρώντας το πνεύμα μας ανήσυχο, την πρόθεσή μας αγνή και να δίνουμε ευκαιρίες σε αξιόλογα βιβλία ανεξαρτήτως "περιτυλίγματος" και αριθμού πωλήσεων. Και οι εμπλεκόμενοι στον χώρο του βιβλίου (εκδότες, κριτικοί, βιβλιοπώλες, συγγραφείς κ.λπ.), αλλά και οι αναγνώστες.
Η Μαρία Μανωλοπούλου μιλάει για/με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων της, Κοινή θνητή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Τη λένε Άννα, Μυρτώ, Νίκη, Ανθή, Ελένη, Ζωή, Λίνα, Μάχη... Είναι φτωχή, πλούσια, διάσημη, άσημη, νεαρή, μεσήλικας, στην τρίτη ηλικία, είναι μαύρη, λευκή, είναι πτυχιούχος, δεν έχει τελειώσει καν το σχολείο, έχει διδακτορικό, είναι καριερίστα, είναι καλλιτέχνης, δουλεύει σε μια εταιρεία, δουλεύει σε ένα σουπερμάρκετ, έχει οικογένεια, έχει παιδιά, δεν έχει παιδιά, είναι χωρισμένη, είναι άγαμη, είναι ευτυχισμένη, είναι δυστυχισμένη, είναι εσωστρεφής, είναι εξωστρεφής, είναι παχύσαρκη, είναι γυμνασμένη, προσέχει τη διατροφή της, τρώει σκουπίδια, πίνει, δεν πίνει, καπνίζει, δεν καπνίζει, κάνει προληπτικό έλεγχο, δεν κάνει ποτέ εξετάσεις, έχει κακοποιηθεί, έχει περάσει υπέροχα παιδικά χρόνια... Είναι υποψήφια κι εντελώς ανοχύρωτη μπροστά σε αυτήν την αταξική αρρώστια που δεν κάνει διακρίσεις, είναι ανίσχυρη μπροστά στο κοινό, αναπόφευκτο τέλος όλων, τον θάνατο. Είναι μια κοινή θνητή, όπως είναι όλοι. Κάθε τρίμηνο από δω και στο εξής θα υποβάλλεται σε εξετάσεις, γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχει η πιθανότητα να ακούσει δυσάρεστα νέα, όπως μπορεί ν’ ακούσει οποιοσδήποτε άνθρωπος για χιλιάδες λόγους. Όμως μέχρι τότε θα έχει πλέον εκείνη τον έλεγχο της ζωής της, θα ζει εκτός των τετριμμένων και θα είναι ο εαυτός της, ώστε να μην ξαναθρηνήσει το σώμα της μια δεύτερη απωθημένη ζωή.
Η Μαρία Μανωλοπούλου είναι απόφοιτος του κοινού Μεταπτυχιακού προγράμματος ∆ημιουργικής Γραφής του Ε.Α.Π & του Πανεπιστήμιου ∆υτ. Μακεδονίας, του τμήματος Θεατρολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της ∆ραματικής Σχολής «ΒΕΑΚΗ» και του τμήματος Τουρισμού του Α.Τ.Ε.Ι Πάτρας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.