Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Αθανάσιος Νικολόπουλος: Στην ποίηση δεν σε ωθεί κάτι συγκεκριμένο για να γράψεις. Απλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν σε επισκέπτεται ο "Δαίμων". Αυτό το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα τέτοιων επισκέψεων
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Α.Ν.: Ας πούμε δύο λέξεις. Είναι οι "βιαίως ενσκύψασες" στιγμές της ζωής μου.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Α.Ν.: Δεν δίνω αυτοβούλως ποτέ συμβουλές. Ο αναγνώστης δεν τις χρειάζεται. Αν πάντως μου την ζήταγε κάποιος θα του έλεγα, πως η άνιση μάχη του ποιητή με τις λέξεις και τα νοήματα, χρειάζεται χρόνο επώασης για να γίνει κατανοητή.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Α.Ν.: Δεν θα γινόταν ποτέ ένα κανονικό ταξίδι. Ένα ταξίδι στην προσωπική μου έρημο είναι που αναζητεί την απρόσιτη πλέον όασή του.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Α.Ν.: Με το ποίημα μου "ΧΡΗΣΜΟΣ" κλείνω αυτή την επαφή μας.
Την αθησαύριστη σιωπή του ποιητή
να φοβηθείς,
είτε γιατί ζωντάνεψε εγκαυστικά γι' αυτόν,
της ακάλεστης Πυθίας
ο χρησμός ο τελευταίος,
είτε γιατί ακούσια σπαρακτικά
η ιοβόλος εποχή κι ο μάταιος ο χρόνος
τον προσπέρασαν...
Ο Αθανάσιος Νικολόπουλος απαντά σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών για την ποιητική του συλλογή, Καρφωμένοι ήλιοι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής. Αντί περίληψης:
ΓΙΑΤΙ
Γράφω ποίηση, γιατί όλες οι άλλες αναπνοές,
γίναν δύσκολες και ψεύτικες.
Ο Αθανάσιος Νικολόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31/3/1965 από δύο υπέροχους γονείς, τον Δημήτρη και την Ανατολή, που του πρόσφεραν απλόχερα την αγάπη τους. Η καταγωγή του εκ πατρός από τη Μεσσηνία, εκ μητρός από την Καστοριά, αν και η μητέρα του έλκει τη δική της καταγωγή από τις αλησμόνητες πατρίδες, τον Πόντο. Μεγάλωσε στο Γαλάτσι με τους άπλετους τότε ελεύθερους χώρους και αλάνες, όπου έπαιξε και έκανε φίλους καρδιακούς. Η Αθήνα είναι η μεγάλη του αγάπη, έχει δε επιλέξει να ζει στο κέντρο της. Είναι απόφοιτος του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης διετούς κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος στο Διεθνές Εμπορικό-Οικονομικό Δίκαιο «Δίκαιο της Οικονομίας και των Επιχειρήσεων» της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Είναι μέλος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, της Εταιρείας Δικαστικών μελετών και της Ελληνικής Ένωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων επιμόρφωσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει υπάρξει εισηγητής σε νομικά και όχι μόνο συνέδρια. Το 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Νομικής Βιβλιοθήκης το νομικό του σύγγραμμα, «Η Εναρμονισμένη Πρακτική των Επιχειρήσεων και το Ενωσιακό Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού». Είναι δικαστικός λειτουργός των Ποινικών και Πολιτικών Δικαστηρίων και υπηρετεί με τον βαθμό του Προέδρου Εφετών, στο Εφετείο Αθηνών. Κομβικό σημείο της πορείας του είναι η συμμετοχή του στην ίδρυση το έτος 2016 του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών [ΚΕΛΔ] του μόνου παγκοσμίως λογοτεχνικού σωματείου που αποτελείται από εν ενεργεία και συνταξιούχους Δικαστές και Εισαγγελείς και το οποίο έχει αναπτύξει ήδη πολύπλευρη πολιτιστική δράση με εκδηλώσεις και εκδόσεις βιβλίων. Ποιήματά του περιλαμβάνονται στα δύο εκδοθέντα ανθολόγια του ΚΕΛΔ με τίτλο «Ποητική Αδεία», εκδόσεις Ανάτυπο, και «Εν αμφιβολία ποιητές», εκδόσεις Ελκυστής. Είναι Αντιπρόεδρος του ΔΣ του ΚΕΛΔ. Η ποίηση δεν προέκυψε ξαφνικά, αφού ενυπάρχει στο DNA της φυλής μας. Η ποίηση και το τραγούδι του καθόρισαν τις μνήμες στην πορεία της ζωής του, απλώς κατά διαστήματα, μεγάλα είναι η αλήθεια, λόγω του λειτουργήματος του Δικαστή, βρίσκονταν εν υπνώσει. Ιδιαίτερη αγάπη από μικρός είχε στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική. Αυτό τον οδήγησε να τη σπουδάσει και να λάβει δίπλωμα Βυζαντινής Μουσικής, με δάσκαλό του τον αείμνηστο Άρχοντα Λαμπαδάριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ελευθέριο Γεωργιάδη.
Τα ποιήματα που επέλεξε για την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ΚΑΡΦΩΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ» είναι τα περισσότερα σύγχρονα και μερικά της νεότητός του –το ποίημα «Πρέβεζα» γράφτηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Αποφάσισε όμως να μην τα χρονολογήσει, να αφήσει τον αναγνώστη να κάνει τις χρονικές αναγωγές. Τα σύγχρονα προσπαθούν να αποδώσουν τη γύρωθεν εικόνα μας, τα της νεότητός του αποδίδουν τη συγκίνηση ενός νέου, απονήρευτου, με όνειρα, όχι απογοητεύσεις ακόμα, που πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Και αν και κατάλαβε πλέον ότι ο ίδιος δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, απέκτησε τη βεβαιότητα ότι η Τέχνη, όπως η Ποίηση, σίγουρα μπορεί να το αποτολμήσει.