Ο Andrew Warhola γεννήθηκε το 1928 στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια από οικογένεια Τσεχοσλοβάκων μεταναστών. Έφηβος έκανε συλλογή με αυτόγραφα διασημοτήτων ενώ πέρασε κρίσεις νευρικού κλονισμού. Την περίοδο 1945-49 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και μετά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών. Προωθήθηκε στο περιοδικό Glamour και εικονογράφησε το άρθρο «Η επιτυχία είναι εργασία στη Νέα Υόρκη». Συνέχισε σχεδιάζοντας εξώφυλλα δίσκων και διαφημίσεις πολυκαταστημάτων. Τότε άλλαξε το όνομα του σε Andy Warhol.
Η ζωγραφική του ήταν επηρεασμένη από καθημερινά αντικείμενα και κόμικς. Με πίνακες που απεικόνιζαν κονσέρβες της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, παρήγαγε αναπαραστάσεις προϊόντων στο φάσμα του «ευτυχισμένου καταναλωτή», καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων, που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής κουλτούρας, με την τεχνική των μεταξοτυπικών πολλαπλών εκτυπώσεων.
Από το 1963 μετακόμισε στο δικό του στούντιο, που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της πρωτοπορίας και της αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ στράφηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες με διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, με κυρίαρχο το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Ανάμεσα τους οι ταινίες: The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), με λήψη πλάνων του Empire State Building, η διάρκεια της σε πραγματικό χρόνο ήταν οκτώ ώρες. Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, το 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον οικείο και αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με μέλη της υψηλής κοινωνίας.
Από τα έργα του της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες, που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, με πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλιγουντ, που εκτέθηκαν σε πολλές γκαλερί και μουσεία στην Αμερική και την Ευρώπη. Το 1975 εκδόθηκε το βιβλίο «Η φιλοσοφία του Andy Warhol» και την επόμενη διετία δημιούργησε τις εμβληματικές σειρές «Νεκροκεφαλές» και «Σφυροδρέπανα». Το 1979 εκδόθηκε το βιβλίο του «Exposures» και διοργανώθηκε έκθεση στο Μουσείο Whitney της Νέας Υόρκης. Το 1984 συνεργάστηκε με τους εικαστικούς αστέρες Φραντσέσκο Κλεμέντε, Κιθ Χάρινγκ και Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με σειρές πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986), μετά από πρόταση του ισχυρού γκαλερίστα Αλέξανδρου Ιόλα που τον είχε υποστηρίξει από τα πρώτα του βήματα και τα εξέθεσαν αρχικά στο Μιλάνο.
Ήταν άνοιξη του 1985 στο Μανχάταν όταν ο γλύπτης Άλεν Ντέιβιντ, καθηγητής μου στο Univ. The New School, με προσκάλεσε στο party των αποφοίτων του Parsons School of Design. Εκεί ανάμεσα σε προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης συνάντησα τον Γουόρχολ με φίλους του. Η φιγούρα του είχε κάτι το συγκρατημένο, παρά το εκκεντρικό του ντύσιμο και το ύφος του. Ήταν κάπως αμέτοχος. Βίωνε μια κρίσιμη μεταβατική εποχή για τα ενδιαφέροντά του παράλληλα με τις απώλειες στενών φίλων του από την μάστιγα του aids που ήταν σε επικίνδυνη έξαρση. Αν και γνώριζα τον παλιό συνεργάτη του στο περίφημο περιοδικό Interview, τον φωτογράφο Gerard Malanga, απέφυγα από ενστικτώδη δειλία να τον πλησιάσω. Σημειωτέον ήμουν θαυμαστής της τολμηρής κινηματογραφικής του δουλειάς, που είχα εμπεδώσει από εκτενή αφιερώματα, όμως από τα εικαστικά έργα του με συγκινούσαν μόνο κάποια με εκτυπωμένα κοινωνικά ειδησεογραφικά θέματα.
Ομολογουμένως εξαιτίας της προσωπικής του ζωής και των υπέρογκων τιμών των έργων του στη διεθνή αγορά, μερίδα της αμερικανικής διανόησης τον κατηγορούσε ότι είχε υποβιβάσει την τέχνη στους μηχανισμούς της αγοράς. Η απήχηση που είχε με την προβολή της «απρόσωπης», ουδέτερης στάσης και της τυποποιημένης αισθητικής των αναπαραστάσεών του, με τα επιχρυσωμένα φόντα και τις επιζωγραφίσεις, θόλωνε καταλυτικά κατά τη γνώμη τους τα επιτεύγματα των αφηρημένων εξπρεσιονιστών. Αυτοί οι σημαντικοί καλλιτέχνες της Νέας Υόρκης ως απάντηση, στη διαδικασία ξεπεσμού της κοινωνίας του ύστερου καπιταλισμού, με ρυθμούς ανάλογους προς τη ραγδαία ανάπτυξή του και της αποπνευματοποίησης που προκαλούσε συστηματικά, μαζικά και ολικά, πρότειναν την εσωτερική αναζήτηση και την υποκειμενική κριτική εμβάθυνση των καταστάσεων.
Ο όρος pop art αποδίδεται στον Βρετανό κριτικό τέχνης Lawrence Allowa. Πρόκειται για το καλλιτεχνικό κίνημα, που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά, στα πλαίσια της οικονομικής άνθισης των δυτικών κοινωνιών στη Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α. στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Από τους πρώτους καλλιτέχνες που πρόσθεσαν στοιχεία pop στις συνθέσεις τους και κατανόησαν την τεράστια δυναμική της αναγνωρίστηκαν αρχικά οι Τζάσπερ Τζόνς και Ρόμπερτ Ραουζενμπέργκ, ωστόσο η παραγωγή μεγάλου αριθμού σχετικών έργων του Άντι Γουόρχολ και του Ρόι Λιχτενστάιν είναι που έδωσαν τη μεγαλύτερη ώθηση στο κίνημα και επηρέασαν πολλούς.
Η αποδοχή της pop καλλιτεχνικής παραγωγής του Γουόρχολ δεν ήταν ανέκαθεν αποδεκτή στη χώρα του. Η άμεση έκφρασή του με δημοφιλή οπτικά και αποδομητικά στοιχεία, αν και αναπτύχθηκε με παγκόσμια εμβέλεια, είχε ταυτόχρονα πολλούς επικριτές.
Ο Γουόρχολ πέθανε το 1987 στη Νέα Υόρκη μετά από επιπλοκές κατά την αφαίρεση της χολής. Μετά το θάνατό του δημοπρατήθηκαν τα έργα της μεγάλης συλλογής του με αντίκες, κοσμήματα, έργα διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης. Το 1987 εκδόθηκε σε τόμο η καθημερινή τηλεφωνική εξιστόρηση των ημερολογίων του Diaries, από το 1976, στη φίλη συνεργάτιδά του Pat Hackett. Σφόδρα αποκαλυπτικός για πολλές πλευρές, απόψεις, επιλογές και αποστροφές του για την κοινωνία και την τέχνη, που μπόλιασε ο ίδιος, με το «συγκεκριμένο γούστο των πολλών» στο συλλογικό υποσυνείδητο. Το 1994 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, στο Πίτσμπουργκ. Ένας σύγχρονος ναός του πολυσχιδούς εικονογραφικού έργου του και της σφραγίδας του στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, τις αξίες και τις απαξίες της.
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης