Δήμητρας Κολιαστάση
Πώς στιγματίζουμε άθελά μας τους «λεπρούς» της κάθε εποχής... Τα λόγια φαντάζουν τόσο κενά κάποιες στιγμές... Φθηνά μπροστά στην τραγικότητα των στιγμών. Άλλωστε στα δύσκολα αποδεικνύεται αν αντέχεις να συνεχίσεις.
Η Ελία δεν ήξερε τώρα ποια ήταν. Προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά της μα είχε κι εκείνη σβήσει γιατί χωρίς τον πατέρα της ένιωθε πως δεν υπήρχε πια.
Η μητέρα της... παράξενα σιωπηλή δεν μίλησε, δεν είπε κουβέντα, ο πόνος της ήταν τόσο δυνατός που έγινε βουβός.
Πώς είναι πια να μην αισθάνεσαι... Πια... Τη ροή της ζωής...
Ήταν σχεδόν άνοιξη, μια άνοιξη περίεργη, φευγαλέα. Μια άνοιξη αλλιώτικη, βασανιστική, που δεν χωρούσε μέσα από τα κενά του άδειου της εαυτού.
Έκοψε από το μπαλκόνι ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο· έβγαλε την πάνινη άχαρη μάσκα, που σαν λύτρωση ήρθε για να κρύψει το ανέκφραστο πρόσωπό της.
Το ταξί, ειδικά διαμορφωμένο, τις περίμενε.
Πόση ερημιά την κατέκλυζε, ούτε από μακριά δεν τις συλλυπήθηκαν, τις κοίταζαν σαν λεπρές, λες ακόμη κι ο αέρας που ανέπνεαν ήταν μολυσμένος και θα έφτανε στα δικά τους χνώτα.
Η Ελία θα ήθελα να μπορούσε να εξαφανιστεί με έναν μαγικό τρόπο, μα έπρεπε να αντιμετωπίσει την οικτρή αλήθεια.
Αλλά το στίγμα δεν θα έφευγε έτσι εύκολα από πάνω τους· μέχρι να εξαλειφόταν η ασθένεια η οικογένειά της, τουλάχιστον στη γειτονιά τους, θα παρέμενε στιγματισμένη και σίγουρα δεν θα την πλησίαζε κάποιος από εκεί για πολύ καιρό. Πόσο θα ανακουφίζονταν αν μπορούσαν να τις διώξουν –ίσως να κουβαλούσαν πάνω τους το μικρόβιο. Αυτά συζητούσαν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Τώρα που οι συναθροίσεις απαγορεύονταν, είχαν βρει τον τρόπο να επικοινωνούν μεταξύ τους με ματιές και νοήματα.
Έτσι πίστευαν πως θα ξόρκιζαν το κακό, ρίχνοντας στην «φωτιά» τις μάγισσες που κουβαλούσαν το «θανατικό».
Απόσπασμα από το βιβλίο, Το στίγμα, της Δήμητρας Κολιαστάση που, όπως αναφέρει η ίδια: περιγράφει όλα αυτά που βιώνουμε, τον φόβο, την απομόνωση κάτω από την παράνοια μιας μάστιγας αλλά και της ανθρώπινης ψυχολογίας, που δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος...
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου