Γιώργου Ζώτου
Το δέντρο, μια πελώρια γέρικη ελιά έπιανε σχεδόν όλο το πεζοδρόμιο. Έστεκε επιβλητικά πλάι στην άσφαλτο έχοντας απλώσει, σαν πλοκάμια, τις ρίζες του ανασηκώνοντας με άνεση τις τσιμεντένιες πλάκες. Κατά έναν παράξενο τρόπο έμοιαζε να έχει ταιριάξει απόλυτα με το ξεθωριασμένο περιβάλλον του πολυσύχναστου αυτοκινητόδρομου που έζεχνε από το καυσαέριο.
Ο άντρας με το κίτρινο πουκάμισο πέρασε προσεκτικά τις ξεχαρβαλωμένες πλάκες
ακουμπώντας με το αριστερό του χέρι τον κορμό για να στηριχθεί. Ένα ελαφρύ θρόισμα τον έκανε να κοιτάξει προς τα πάνω και τότε, περισσότερο ένιωσε παρά είδε μια μικρή ελιά που έπεσε στον δεξί του ώμο κι από κει με ένα αναπήδημα στο πεζοδρόμιο κατρακύλησε στην καυτή άσφαλτο μέχρις ότου ένα μικρό χαλίκι να σταματήσει την ξέφρενη πορεία της.
Η μοίρα της φαινόταν ήδη προδιαγεγραμμένη, άλλωστε δεν ήταν η πρώτη που έκανε την ίδια διαδρομή. Ένα σωρό σκούρες πιτσιλιές, άλλες ξεθωριασμένες κι άλλες πρόσφατες, έφτιαχναν μια μεγάλη μαύρη μουτζούρα πάνω στην γκρίζα άσφαλτο. Ο άντρας με το κίτρινο πουκάμισο πέταξε το τσιγάρο του στον δρόμο κι αυτό, πριν προλάβει καλά καλά να πέσει στο έδαφος, διαλύθηκε στη ρόδα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου. Το βλέμμα του πήγε πάλι στην ελιά, μερικά εκατοστά πιο πέρα.
Στεκόταν ακόμα εκεί, στρουμπουλή, γυαλιστερή κι αγέρωχη, καταφέρνοντας να μένει ανέπαφη ανάμεσα στις διπλές ρόδες των φορτηγών ενώ μ' έναν προκλητικό τρόπο ξεγλιστρούσε ακόμα και από τα μηχανάκια, που δεν κρατούσαν μια σταθερή ρότα. Άναψε τσιγάρο κι έκατσε στη σκιά του δέντρου να την παρατηρεί ρουφώντας αχόρταγα τον καπνό.
Μα τι θράσος! Μέσα στη μέση του πανικού, να στέκεται λαμπερή και περήφανη κοροϊδεύοντάς τον: «Κοίτα με! Κανείς δεν μπορεί να με τσακίσει. Ούτε τα μηχανάκια, ούτε τα λεωφορεία, ούτε οι νταλίκες. Κανείς!».
Ο άντρας με το κίτρινο πουκάμισο πέταξε το τσιγάρο κάτω και το έλιωσε με μανία
στριφογυρίζοντας το τακούνι του πολλές φορές. Ε όχι! Δεν μπορεί! Του φαινόταν αδιανόητο να μην έχει γίνει ακόμα χαλκομανία πάνω στην άσφαλτο! Όρμησε πάνω της να την πατήσει, να την λιώσει όπως την γόπα του τσιγάρου.
Ούτε που πρόσεξε το φορτηγό που ερχόταν αγκομαχώντας. Ούτε κι ο οδηγός πρόσεξε τον πεζό που πετάχτηκε απότομα στον δρόμο. Φρέναρε ασυναίσθητα όταν άκουσε τον γδούπο κάπου δεξιά στην καρότσα του. Τον παρέσυρε για είκοσι μέτρα πριν περάσει από πάνω του η μπροστινή δεξιά ρόδα. Μόνο τότε κατάφερε να σταματήσει.
Η μικρή κόκκινη κηλίδα πάνω στο κίτρινο πουκάμισο σύντομα έγινε ένα πορφυρό ρυάκι, που έτρεξε κι αγκάλιασε την ελίτσα κι αυτή με τη σειρά της κατρακύλησε μαζί του σε μια ξεδιάντροπη χορευτική φιγούρα, ώσπου λούφαξε σε μια χωμάτινη λακκούβα ανάμεσα στον δρόμο και το πεζοδρόμιο, ασφαλής πια από την παράνοια του αυτοκινητόδρομου.
Εκεί θα στέριωνε.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved, 2021
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Vinvent Van Gogh (1889)