Θα μπορούσε να 'ναι ποιητική ιστορία, ποιητικό αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, μαρτυρία, εξομολόγηση. Σίγουρα είναι μια ποιητική συλλογή, όπως σίγουρα είναι και μια κατάθεση ψυχής. Πρόκειται για το Ιδού του Σωτήρη Σαμπάνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Όλα ξεκινούν με μια εισαγωγή πεζού λόγου που εκπέμπει δυστοπία, απώλεια, φυγή και μυρίζει στάχτη και φθηνή πούδρα, και μιλάει για έναν άντρα –εκείνον;– και τη μητέρα (του).
Μυρίζει ακόμα το πέρασμά σου από τούτο το δωμάτιο.Εγώ δεν βάζω μακιγιάζ για να εξαπατήσω. Δεν κρύβω το ράκος μου.
Οι αναφορές προς εκείνη, τη μάνα, είναι πολλές. Όλο το βιβλίο γράφτηκε για τη μητέρα, για ό,τι υπήρξε και σημάδεψε με την παρουσία της. Οι αναμνήσεις από το παρελθόν, οι μνήμες στο παρόν, οι θύμησες κάπου κάποτε... Είναι μια αναζήτηση που γίνεται μέσα από άνοιγμα ψυχής αλλά χωρίς φίλτρο, χωρίς διάθεση –ή πρόθεση– ωραιοποίησης. Αντιθέτως, πρωταγωνιστεί η φθορά: τριγμοί, σπασμένα τζάμια (συμβολικά και η ραγισμένη ψυχή), σκόνη (παραίτηση, αδιαφορία, κατάθλιψη), φρίκη, υγρασία... Η βρόμικη εικόνα «συμπληρώνεται» από κάτι σάπιο (παραίτηση όπως παραπάνω), από διάφορα ζωύφια (σαράκια, κοριοί κ.ά. «αναλαμβάνουν» την ολοκλήρωση της φρικαλεότητας, της σήψης και της δυσωδίας), ακόμα και από περιττώματα! Έτσι αντί για έντονα χρώματα, όλες οι «εικόνες» που δημιουργούνται από τους στίχους «αντανακλούν» ώχρα και γκρι.
Αναμνήσεις κοχλάζουνστου μυαλού τη φορμόληΖωντανό παρελθόν αφηγούνται.
Η αμαρτία/Οι αμαρτίες βαραίνουν τα σώματα, τα βήματα οδηγούν ή καθοδηγούνται από τις ηδονές –και δεν είναι πάντα το ζητούμενο η ηδονή.
Θέτει πολλά ερωτήματα. Ολόκληρες σελίδες, κείμενα, αποτελούνται από ερωτήματα άλλοτε προς εαυτόν, άλλοτε και προς αναγνώστη.
Πόσο εύκολο ν' ανοιγοκλείνει–για χρόνια–η πόρτακαι φως πουθενά;
Είναι αισθαντικός! Φειδωλός με τις λέξεις, ολιγόλογος, αλλά ανοιχτός. Δημιουργεί εικόνες από το ελάχιστο της γραφής, ξυπνά μνήμες –ακόμα και τις πιο οδυνηρές του, χωρίς να υπολογίζει το κόστος– χωρίς να φοβάται και από αυτή την άποψη είναι ατρόμητος. Βγαίνει μπροστά και ό,τι προκύψει, όπου φτάσει, ό,τι γίνει... Δεν κρύβεται. Δεν φοβάται την οδύνη, δεν φοβάται τον πόνο. Θα πονέσει. Το ξέρει. Πόνεσε και θα ξαναπονέσει.
Θλίψη λαξεύει / ξεφτίζει την ψυχήΤόσο μακρύ / απόκοσμο ταξίδι / ποτέ άλλοτε.
Αναρωτιέται γιατί γεννήθηκε, ποιο λόγο να είχε η μητέρα του, γίνεται υπαρξιακός, με έναν εμφανή, απροκάλυπτο τρόπο –σχεδόν χυδαίο– μιλάει στη μάνα (του) ευθέως. Αμεσότητα. Αυτή η λέξη ίσως να τον χαρακτηρίζει καλύτερα.
«[...] πού να το πω τώρα;Και γιατί κάποιος ν' ακούσει;»
Δεν δηλώνει παραίτηση από τίποτα. Αφήνει την ελπίδα να τρυπώσει (Θα έρθει η αγάπη.) και υπολογίζει στην προσμονή. Χρησιμοποιεί άπειρες λέξεις από άλφα: ανέραστη, αδιάφορο, ασήμαντο, αδιευκρίνιστο, άσκοπο, αλαμπή κ.ο.κ. Στερητικό το άλφα πολλές φορές, αρνητικό, όμως... Όχι. Μέσα εκεί συναντάμε/μιλάει και για: αδιαχώριστη, ανεκρίζωτη... Αγαπημένη... Αγάπη! Ας πούμε πως τα πιο μεγάλα δεινά (του) ξεκινούν από το ίδιο γράμμα με τα μεγαλύτερα οφέλη.
μια χαραμάδα [...] σε αθροίζει στο σύνολο.
Όσο προχωράει η ανάγνωση, γυρίζουν οι σελίδες και οδηγούμαστε προς την κορύφωση, δημιουργεί συγκίνηση. Στο τέλος, βλέπεις πως όλο το βιβλίο αποτελεί μια σειρά ποιητικών κειμένων ενός ενιαίου συνόλου αφηγήσεων/καταθέσεων εξομολογητικού χαρακτήρα. Διακατέχεται από βαθύ, πηγαίο συναίσθημα και θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος –ίσως εσωτερικός– που διαρκεί όσο ένα βράδυ. Και μη ρωτήσετε γιατί να είναι/ήταν βράδυ. Δε θυμάμαι να αναφέρει πουθενά κάποιο βράδυ ή μια νύχτα· ίσως να την υπονοεί, ίσως να την υπονόησα εγώ διαβάζοντας τις καταθέσεις στο χαρτί ή ίσως όλες οι μεγάλες ανασκαφές στον πυρήνα (μας) να γίνονται στο σκοτάδι μιας νύχτας.
να ξέρω πως δεν θα 'ρθεις / και να σε περιμένω.
Μοναδική εμπειρία που εγγράφεται μέσα σου. Διαβάστε το!